19 C
Athens
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΥγείαΔιγοξίνη: Επανεξέταση ενός παλιού καρδιαγγειακού φαρμάκου

Διγοξίνη: Επανεξέταση ενός παλιού καρδιαγγειακού φαρμάκου


Της Ζένιας Κουφοπαντελή,

Η διγοξίνη αποτελεί μία ευρέως χρησιμοποιούμενη ουσία, η οποία λειτουργεί ως φάρμακο σε περίπτωση καρδιακών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής ανεπάρκειας, της κολπικής μαρμαρυγής και ορισμένων καρδιακών αρρυθμιών. Αυτό το φάρμακο προέρχεται από το φυτό αλεξανδρινό, επίσης γνωστό ως φυτό Digitalis lanata, το οποίο μελετήθηκε από τον William Withering, τη δεκαετία του 1780. Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα καρδιαγγειακά φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα, εφόσον χορηγείται για περισσότερα από 50 χρόνια σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, με στόχο τον έλεγχο και την αποκατάσταση του καρδιακού ρυθμού, ενώ εγκρίθηκε, αρχικά, από τον FDA το 1954.

Η ουσία αποτελεί έναν γλυκοζίτη, ο οποίος απαντά με τη μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης με σημείο τήξης 239 °C, ελάχιστα διαλυτής στο νερό. Δρα άμεσα στο μυοκάρδιο και στους λείους μύες των αγγείων και επιδρά έμμεσα, αυξάνοντας τη δύναμη της συστολής του μυοκαρδίου και συντομεύοντας το δυναμικό δράσης. Ο μηχανισμός δράσης της σχετίζεται με σύνδεση της ουσίας με τη Na+/ K+-ATPάση στην κυτταρική μεμβράνη, με αποτέλεσμα να την αναστέλλει. Η αναστολή της έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοκυττάριας περιεκτικότητας σε νάτριο και συνακόλουθα, την αύξηση της ενδοκυττάριας περιεκτικότητας σε ασβέστιο και τη σύνδεσή του με τις συσταλτές πρωτεΐνες του μυοϊνιδίου. Συνεπώς, ενισχύεται η ικανότητα εξώθησης της αριστερής κοιλίας, ένα σημαντικό μέτρο της καρδιακής λειτουργίας. Η διγοξίνη διεγείρει, επίσης, το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου, επηρεάζοντας τον φλεβόκομβο και τον κολποκοιλιακό κόμβο και μειώνοντας τον καρδιακό ρυθμό. Μέρος της παθοφυσιολογίας της καρδιακής ανεπάρκειας περιλαμβάνει την ενεργοποίηση των νευροορμονών, που οδηγεί σε αύξηση της νορεπινεφρίνης. Η ουσία συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων νορεπινεφρίνης, μέσω της ενεργοποίησης του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος.

Πηγή Εικόνας: lecturio.com

Η διγοξίνη απορροφάται κατά 70-80% περίπου στο πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου. Η βιοδιαθεσιμότητα μιας δόσης από το στόμα κυμαίνεται από 50-90%, ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις χορήγησης διγοξίνης από του στόματος, αναφέρεται ότι η βιοδιαθεσιμότητα μπορεί να φτάσει το 100%. Μια από του στόματος δόση διγοξίνης μπορεί να μετατραπεί σε φαρμακολογικά ανενεργά προϊόντα από βακτήρια του παχέος εντέρου. Έχει υπολογιστεί ότι το 10% των ασθενών που λαμβάνουν δισκία διγοξίνης θα παρουσιάσουν αποικοδόμηση τουλάχιστον του 40% της προσλαμβανόμενης δόσης από τα βακτήρια του εντέρου. Διάφορα αντιβιοτικά μπορεί να αυξήσουν την απορρόφησή της σε αυτούς τους ασθενείς, λόγω της εξάλειψης των βακτηρίων του εντέρου, τα οποία κανονικά προκαλούν την αποικοδόμησή της. Εάν η διγοξίνη λαμβάνεται μετά από γεύμα, η απορρόφηση επιβραδύνεται, αλλά αυτό δεν μεταβάλλει τη συνολική ποσότητα του απορροφούμενου φαρμάκου. Ωστόσο, εάν λαμβάνεται συνδυαστικά με γεύματα πλούσια σε φυτικές ίνες, η απορρόφηση μπορεί να μειωθεί. Αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση του πράσινου τσαγιού, καθώς έχει αναφερθεί ότι η ταυτόχρονη χορήγηση διγοξίνης και των κατεχινών του πράσινου τσαγιού μείωσε σημαντικά τη συνολική απορρόφηση και τη βιοδιαθεσιμότητα του φαρμάκου. Περίπου το 13% μιας δόσης διγοξίνης βρέθηκε να μεταβολίζεται σε υγιή άτομα, ενώ υπάρχουν πολυποίκιλοι μεταβολίτες της ουσίας στα ούρα.  Το σύστημα του κυτοχρώματος P-450 δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό της διγοξίνης, και το φάρμακο αυτό βρέθηκε ότι δεν επάγει ή αναστέλλει τα ένζυμα του συστήματος αυτού.

Πλέον, είναι γνωστό πώς η ουσία δύναται να εμφανίσει καρδιοτοξική δράση. Η τοξικότητα της διγοξίνης μπορεί να εμφανιστεί σε περιπτώσεις κατάποσης υπερβολικής δόσης ή ως αποτέλεσμα χρόνιας υπερβολικής έκθεσης. Η μεγαλύτερη ηλικία, το χαμηλό σωματικό βάρος και η μειωμένη νεφρική λειτουργία ή οι ηλεκτρολυτικές ανωμαλίες, οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας της ουσίας. Για παράδειγμα, προβλήματα που ενδέχεται να προκληθούν αφορούν στην εμφάνιση γαστρεντερικών διαταραχών όπως ανορεξία και συχνές ναυτίες, ή νευρολογικών όπως αλλαγές στην όραση, αποπροσανατολισμός, κόπωση ή αδιαθεσία. Έχει διαπιστωθεί, ότι συγκέντρωση διγοξίνης στον ορό στα 0,5-0,9 ng/mL μειώνει τη θνησιμότητα και τις νοσηλείες σε όλους τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με διατηρημένη συστολική λειτουργία, ενώ σε ελαφρώς υψηλότερη συγκέντρωση, το φάρμακο δεν έχει καμία επίδραση στη θνησιμότητα ή στις νοσηλείες. Σημαντικά υψηλότερες συγκεντρώσεις διγοξίνης στον ορό ωστόσο, συσχετίστηκαν με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς σε ασθενείς που έλαβαν το φάρμακο, ο κίνδυνος θανάτου ήταν σημαντικά υψηλότερος σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 1,2 ng/mL.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Digoxin, drug bank. Διαθέσιμο εδώ
  • Digoxin: Pharmacology and toxicology—A review, Science Direct. Διαθέσιμο εδώ
  • Digoxin in Atrial Fibrillation: An Old Topic Revisited, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
  • Διγοξίνη, galinos. Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ζένια Κουφοπαντελή
Ζένια Κουφοπαντελή
Γεννήθηκε το 2003 στη Χίο, όπου και μεγάλωσε. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Στον ελεύθερο χρόνο της τής αρέσει να ασχολείται με χορό, θέατρο και με φωτογραφία. Στο μέλλον ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τη Νευροεπιστήμη, Φαρμακολογία ή τη Μοριακή Βιολογία, ενώ η επιθυμία της για ενασχόληση με την αρθρογραφία γεννήθηκε από το ενδιαφέρον για την απόκτηση γνώσεων σχετικών με τον τομέα της Βιοεπιστήμης και τη μετάδοσή τους με απλούς όρους.