18 C
Athens
Τρίτη, 7 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςGraffiti: Πώς γράφτηκε η ιστορία των τοίχων

Graffiti: Πώς γράφτηκε η ιστορία των τοίχων


Της Χριστίνας Κοντόγιωργα, 

Ο όρος “graffiti” εμφανίζεται για πρώτη φορά στα μέσα του 16ου αιώνα από τον ζωγράφο και ιστορικό Τζόρτζιο Βασάρι για να αποτυπώσει τα σκαλισμένα μοτίβα στις προσόψεις των σπιτιών, που ήταν ευρέως διαδεδομένα την περίοδο της Αναγέννησης. Οι σύγχρονες ανασκαφές έχουν επαληθεύσει ότι στους τοίχους της Πομπηίας είχε κανείς την ευκαιρία να διαβάσει ερωτικά μηνύματα, μαγικά ξόρκια, καθώς και πολιτική σάτιρα, ενώ οι βοσκοί στην αρχαιότητα σκάλιζαν τα αρχικά τους στα μάρμαρα, για να στιγματίσουν το διάβα τους από έναν τόπο. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ο ταξιδιωτικός συγγραφέας Τζόσεφ Κίζελακ υπήρξε ο πρώτος επώνυμος tagger, με την υπογραφή του να κοσμεί τους βιεννέζικους τοίχους.

Βέβαια, μία βρεφική έκφραση της street art απεικονίζεται στο «Κίνημα των Τοιχογραφιών», το οποίο αναδύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Μεξικό, αφήνοντας πλούσια κληρονομιά καλλιτεχνικών τεχνικών και πειραματισμών προς μελέτη κι ανάλυση στους σύγχρονους καλλιτέχνες. Ωστόσο, η απαρχή αυτού που σήμερα προσδιορίζεται κι εκπροσωπεί τη σύγχρονη street art επαφίεται στην εμφάνιση του style writing graffiti στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη διάρκεια του 1970, ενώ προϋπήρχε η παράδοση της εγγραφής συνθημάτων στους τοίχους από συμμορίες που ήθελαν να οριοθετήσουν την περιοχή τους, αλλά και ψευδωνύμων πάνω στα φορτηγά τρένα τη δεκαετία του 1940.

Η σύγχρονη ιστορία του πάει πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα, προερχόμενο από το ιταλικό “graffiato”, ήτοι «γρατζουνισμένος», και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στην αρχαιολογία, κατά την παρατήρηση για τις πρώτες σπηλαιογραφίες, καθώς και τις μετέπειτα τοιχογραφίες της κλασικής αρχαιότητας. Ύστερα εδραιώθηκε με τη μορφή έκφρασης κοινωνικών, πολιτικών στάσεων με επαναστατικό πρόσημο.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com/ Δικαιώματα χρήσης: VanderWolf-Images

Την πρώτη του επαναστατική εμφάνιση έκανε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από αντιφασιστικά συνθήματα και στη δεκαετία του 1960 μέσα από την «επανάσταση» των μαθητών στην Αμερική με το σύνθημα “The walls will have their say”, όταν και γέμισε με ποιήματα και πολιτικά μηνύματα το τείχος του Βερολίνου το 1989 με κορύφωση τις τελευταίες ημέρες πριν την πτώση του, όταν ήταν στο σύνολό του καλυμμένο με συνθήματα Βερολινέζων διαδηλωτών έως και την ιστορική διαδήλωση στη Γένοβα, το 2001, και τον σημερινό κόσμο απειλούμενο από τα «πυρά» φασιστών.

Για κάποιους στο grafitti αντικατοπτρίζεται μία αντίδραση στο κατεστημένο και στην ουδετερότητα των αστών, στη νωθρότητα, δηλαδή, των τοίχων. Ως εικαστική παρόρμηση εντάσσεται στο πεδίο της σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας πολυπληθών αστικών κέντρων. Η απαρχή αυτού του «κινήματος» για κάποιους εντοπίζεται στη Νέα Υόρκη την δεκαετία του 1960, όπου το γκράφιτι χρησιμοποιήθηκε είτε από πολιτικούς ακτιβιστές, με σκοπό να δημοσιοποιήσουν τις δηλώσεις τους είτε από συμμορίες του δρόμου, με σκοπό να διαχωρίσουν τις περιοχές που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Ως υπόγειο κίνημα έγινε δημοφιλές στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Πενσυλβάνια.

Μία δεκαετία αργότερα, το 1971, οι “New York Times” θα μιλήσουν για το φαινόμενο των νεοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών του δρόμου στις περιοχές των Washington Heights του Manhattan, παρουσιάζοντας έναν ανήλικο εκπρόσωπο του κινήματος με το όνομα TAKI183 και τα έργα του. Ακολούθησαν νεαροί που έγραφαν το όνομά τους ή το ψευδώνυμο τους σε τοίχους, ταχυδρομικά κουτιά, καρτοτηλέφωνα, υπόγειες διαβάσεις και, στο τέλος, στο μετρό.

Στην αρχή, η κίνηση του βαψίματος ονομάστηκε “hitting” κι, έπειτα, “tagging”. Έκτοτε διαδόθηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη ως καλλιτεχνικός τρόπος έκφρασης. Το “tagging” είναι συνυφασμένο με τη Hip Hop κουλτούρα και υπό την έντονη επιρροή της, απογειώνεται το graffiti, καθώς αποτυπώνει ακόμη πιο βαθιά την πραγματική ζωή. Τα spray τότε αντικαθιστούν τους μαρκαδόρους, δίνοντας έτσι μεγαλύτερους όγκους με βάθος και πιο έντονα χρώματα.

Στην Ελλάδα, το graffiti εμφανίστηκε κοντά στο 1986, αρχικά, με πολύχρωμα σχέδια και μηνύματα πάνω στα βαγόνια του Ηλεκτρικού και των τρένων. Η ελληνική κοινωνία τότε αντιμετώπισε κι αντιμετωπίζει το θέμα επιφυλακτικά, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη έκταση, συνδέοντάς το με πολιτικά αντιεξουσιαστικά κίνητρα. Στην Ελλάδα, ωστόσο, το γκράφιτι, σε αντίθεση με τα αστικά γκέτο των ΗΠΑ, δεν αποτελεί έκφραση του περιθωρίου και δεδομένου ότι τα spray είναι αρκετά ακριβά, θεωρείται ένα ακριβό χόμπι. Συμπληρωματικά, πολλοί από τους νεαρούς «γκραφιτάδες» ανήκουν πλέον σε ψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Η διχογνωμία που υπάρχει όσον αφορά την αποδοχή της εν λόγω τέχνης από την κοινή γνώμη  φέρει τις διαφορές ανάμεσα στο graffiti και την street art. Η τεχνική είναι πανομοιότυπη κι η ειδοποιός διαφορά τους συνίσταται σε αυτό που από την κοινωνία αποκαλείται παραβατικότητα, καθώς και στην έκθεση του έργου σε έναν χώρο, στοιχεία που επηρεάζουν τον εκάστοτε ορισμό.

Πηγή εικόνας: medium.com/ Δικαιώματα χρήσης: The Guy in the Grey Scarf

Η street art, όμως, παραμένει παράνομη σε πολλές χώρες μέχρι και σήμερα. Στην Αθήνα βρίσκεται εδώ και μήνες σε εξέλιξη μια προσπάθεια εξάλειψης των tags και των graffiti από τους τοίχους της πόλης. «H street art πάντα θα ενοχλεί, γιατί είναι δύσκολο να ομογενοποιηθεί η αντίληψη για το τι θεωρούμε εικαστικά και αισθητικά ωραίο, χρήσιμο, προωθημένο, ριζοσπαστικό στο πλαίσιο της πόλης και της καθημερινής συνύπαρξης σ’ αυτήν. Υπάρχει η τάση μια ολοκληρωμένη και λιγότερο αφηρημένη τοιχογραφία να είναι πιο εύκολα αποδεκτή, ενώ ένα λέρωμα στον τοίχο όπως τα tags ή τα graffiti να γίνονται πιο δύσκολα αποδεκτά». Το θέμα όμως, επισημαίνει ο Θανάσης Χουλιαράς, δεν είναι αν είναι αποδεκτή, αλλά πως αυθύπαρκτα υπάρχει και τι δημιουργεί. «Η street art δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή. Aκριβώς επειδή το εκκρεμές παλινδρομεί μεταξύ δημιουργίας και βανδαλισμού, πάντα ένα κομμάτι θα θεωρεί ότι υπάρχει βανδαλισμός και δεν θα γίνει αποδεκτή».

Αν και η βασική διαφορά μεταξύ της street art και της τέχνης ήταν η αίσθηση της παρανομίας και η διακίνηση της δεύτερης στην αγορά, πλέον έχει αλλάξει αυτό. Δημιουργείται σήμερα street art ακόμα και κατά παραγγελία, είναι, όμως, κάτι που φορείς και εταιρείες διστάζουν να εντάξουν, γιατί δεν είναι εύκολο το αποτέλεσμα να ελεγχθεί ολοκληρωτικά, ενώ πολλοί καλλιτέχνες δεν επιθυμούν να μπουν σε αυτή τη συνθήκη. Επίσης, δεν δημιουργείται πια για τα μάτια των διερχομένων, αλλά σε μεγάλο ποσοστό μέσω διαδικτύου ταξιδεύει από τους τοίχους της πόλης στην παγκόσμια ψηφιακή πόλη των bits.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Γκράφιτι: Η ιστορία της τέχνης του δρόμου, cna.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Graffiti: Η τέχνη του δρόμου είχε τη δική της ιστορία, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστίνα Κοντόγιωργα
Χριστίνα Κοντόγιωργα
Γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα και είναι υποψήφια διδάκτωρ στην Πολιτική Επιστήμη. Σπούδασε Πολιτική Ανάλυση στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι απόφοιτη του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου με τίτλο Ανάλυση και Εφαρμογή Κοινωνικής Πολιτικής, ενώ παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Διοίκησης Πολιστισμικών Μονάδων του Ε.Α.Π. Έκανε την πρακτική της άσκηση στο Εργαστήρι Πολιτικής Επικοινωνίας και Μέσων Πληροφόρησης, ενώ υπήρξε ερευνήτρια στο Εργαστήρι Ελληνικής Πολιτικής. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα Ψυχοπαθολογίας, Εκμάθησης της Ελληνικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας και Ειδικής Αγωγής στο Ε.Κ.Π.Α. και μαθήματα Διοίκησης Ανθρωπίνου Δυναμικού, Επικοινωνίας και Marketing στο Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στον Πολιτισμό και τον Κοινωνικό Αποκλεισμό.