21.3 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΤο χρονικό της Μικράς Ασίας: 100 χρόνια από τον ξεριζωμόΗ πρώτη μάχη του Ινονού: Η μετατροπή μιας επιχείρησης αναγνώρισης εδαφών σε...

Η πρώτη μάχη του Ινονού: Η μετατροπή μιας επιχείρησης αναγνώρισης εδαφών σε σφοδρή σύγκρουση


Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,

Βρισκόμαστε χρονολογικά προς το τέλος του 1920 και συγκεκριμένα στα μέσα Δεκεμβρίου, όταν έλαβε χώρα η πρώτη μάχη του Ινονού. Συνοπτικά, να υπενθυμίσουμε την κατάσταση της Ελλάδας, πολιτικά και στρατιωτικά. Το κόμμα του Ελευθέριου Βενιζέλου ηττήθηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και τα ηνία της εξουσίας ανέλαβε ο Δημήτριος Ράλλης. Ακόμα μια αξιοσημείωτη αναφορά, είναι αυτή της παραίτησης του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου από τη διοίκηση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας και της διαδοχής του από τον στρατηγό Αναστάσιο Παπούλα. Τέλος, είχε προηγηθεί μεταξύ άλλων και η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα στις αρχές του Δεκεμβρίου.

Στο μικρασιατικό μέτωπο εκείνη την περίοδο εξελίσσονταν πολλές επιχειρήσεις από τα σώματα του ελληνικού στρατού σε Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχεια και Νικομήδεια. Προς τα τέλη του Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε η διεξαγωγή επιθετικής αναγνώρισης εδαφών στο Εσκί Σεχίρ από τον ελληνικό στρατό, αλλά και για να αξιολογήσει την ισχύ του τουρκικού στρατού. Υπήρχε γενικότερα διχογνωμία ως προς το ποιος σκέφτηκε κι έπειτα έλαβε αυτή την απόφαση. Η πρώτη εκδοχή ήταν ότι, διατάχθηκε από τον ίδιο τον Παπούλα, ο οποίος μετά το γνωστοποίησε στην κυβέρνηση. Η δεύτερη εκδοχή προερχόμενη από τον πρώην Υπαρχηγό της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, συνταγματάρχη Σαρηγιάννη, ότι ο Πρωθυπουργός Ράλλης ήταν αυτός που έλαβε εξαρχής την απόφαση. Με βάση τη συγκεκριμένη κατάθεση, προκύπτει ότι η κυβέρνηση σε συνεργασία με τον Αναστάσιο Παπούλα, αποφάσισαν για την πραγματοποίηση αυτής της επιχείρησης. Σκοπός του σχεδίου αυτού, ήταν να δείξει η κυβέρνηση στις Μεγάλες Δυνάμεις πως επρόκειτο για μια επιχείρηση αορίστου στόχου. Παράλληλα, ήθελε να υπενθυμίσει ότι παρά την ήττα του Βενιζέλου στις τελευταίες εκλογές, η νεοσύστατη κυβέρνηση θα συνέχιζε την εφαρμογή της πολιτικής του.

Τμήμα του τουρκικού ιππικού. Πηγή εικόνας: history-pages.blogspot.com

Βέβαια, για την ορθή διεκπεραίωση του σχεδίου, η κυβέρνησε όφειλε να έρθει σε άμεση επικοινωνία με την Διοίκηση της Στρατιάς, ούτως ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα και να γίνουν οι υπολογισμοί εκείνοι, που θα διασφάλιζαν την ομαλή πορεία του σχεδίου. Κύριος στόχος της αναγνώρισης ήταν, αφού υπολογίσουν την ισχύ του εχθρού, να διαλύσουν τις τουρκικές δυνάμεις στις περιοχές Μπιλετζίκ-Μποζ, Εγιούκ. Εάν κρινόταν αναγκαίο, σε δεύτερη φάση, τα ελληνικά στρατεύματα θα έφταναν έως το χωριό Ιν-Εϋνού (Ινονού) και από εκεί θα επέστρεφαν στις αρχικές τους θέσεις. Την επιθετική αναγνώριση, ανέλαβε κατά κύριο λόγο το Γ΄ Σώμα Στρατού, το οποίο ενισχύθηκε από το 2/39 Ευζωνικό Σύνταγμα και ενός αποσπάσματος της 10ης Μεραρχίας. Το συγκεκριμένο στράτευμα διασπάστηκε σε τρεις ξεχωριστές φάλαγγες, οι οποίες θα ακολουθούσαν διαφορετική πορεία, με κοινό σημείο το Εσκί Σεχίρ. Η βόρεια φάλαγγα ήταν αυτή που ξεκίνησε πρώτη, η οποία στο διάβα της ήρθε κατά μέτωπο με τμήμα του τουρκικού στρατού, που όμως γρήγορα νίκησε, καθώς το τελευταίο δεν είχε μεγάλη ισχύ. Έτσι, κατάφερε να εξασφαλίσει τη σιδηροδρομική γραμμή του Μπιλετζίκ και από εκεί να κατευθυνθεί προς το Αβγκίν, μία περιοχή βορειοδυτικά του Εσκί Σεχίρ. Οι δύο εναπομείναντες φάλαγγες, η κεντρική και η νότια, σε αντίθεση με τη βόρεια, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν με δυσκολία, μια ισχυρή τουρκική άμυνα που ανερχόταν σε έξι χιλιάδες στρατιώτες, στην περιοχή της Κοβαλίτσας.

Γρήγορα, λοιπόν, η κατάσταση πυροδοτήθηκε και εξελίχθηκε σε σύγκρουση, η οποία ξεκίνησε στις 28 Δεκεμβρίου 1920 και διήρκεσε έως τις 9 Ιανουαρίου του 1921. Κατά τη μάχη, αποδείχθηκε ότι παρά τη μικρή ισχύ των τουρκικών δυνάμεων, χάρη στην πειθαρχία και την οργάνωση που ανέπτυξαν, κατάφεραν να εξασφαλίσουν τέτοιες επιθέσεις εναντίον της 7ης Μεραρχίας, που κατέστησαν αδύναμα τα ελληνικά στρατεύματα. Ωστόσο, οι ελληνικές μονάδες καταλάγιασαν την ισχυρή αντίσταση των εχθρών, ενώ επόμενη κίνηση της ελληνικής πλευράς ήταν να ανατεθεί σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του στρατού η περικύκλωση του τουρκικού στρατού, με σκοπό την άσκηση πίεσης τόσο πρακτικά, όσο και ηθικά. Οι Τούρκοι διαρκώς κατέβαλλαν προσπάθειες να εμποδίσουν την προέλαση των Ελλήνων, με πλήρη αποτυχία, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις έχοντας στη «φαρέτρα» τους την αριθμητική υπεροχή, απέκρουσαν κάθε τέτοια προσπάθεια.

Διάταξη των δυνάμεων του τουρκικού στρατού, τον χειμώνα του 1920. Πηγή εικόνας: belisarius21.wordpress.com

Το τελειωτικό χτύπημα στον τουρκικό στρατό δόθηκε από το Ευζωνικό Σύνταγμα, αναγκάζοντας τον πρώτο να υποχωρήσει προς το Εσκί Σεχίρ. Η απόκρουση αυτή αποτέλεσε σημείο-σταθμό, το οποίο έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των ελληνικών δυνάμεων. Το πνεύμα της νίκης, όμως, δεν θα διαρκέσει για πολύ, καθώς στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν και ακόμα μία περιοχή του Εσκί Σεχίρ έγινε αντιληπτός ο επανεξοπλισμός του τουρκικού στρατού, ο οποίος μάλιστα ενέπνεε μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από ό,τι πριν. Επειδή λοιπόν τα τμήματα του ελληνικού στρατού, που συμμετείχαν σε αυτή τη μάχη, δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν για δεύτερη κατά συρροή σύγκρουση, ηττήθηκαν από τον κεμαλικό στρατό. Ύστερα από αυτό το γεγονός αποφασίστηκε η άμεση επιστροφή των ελληνικών δυνάμεων στις αρχικές τους θέσεις, ανατολικά της Προύσας, στις αρχές του Ιανουαρίου.

Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ήταν σαφώς η πρόκληση απωλειών και για τις δύο χώρες και η αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και του στρατού να φέρουν εις πέρας και με πλήρη επιτυχία την επιχείρηση αυτή. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν ηττηθεί μέσα στη μάχη, η εσπευσμένη αποχώρηση του ελληνικού στρατού έδωσε την εντύπωση της ολικής νίκης των πρώτων. Επιπλέον, μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, ο επικεφαλής του στρατού, Ισμέτ Πασάς, έλαβε το νέο επίθετο «Ινονού».

Κλείνοντας το θέμα αυτού του άρθρου, μπορούμε σε μερικές σειρές να δώσουμε μια εικόνα στο τι ήταν αυτό που δεν οδήγησε την ελληνική επιχείρηση αναγνώρισης σε επιτυχία. Εκ των υστέρων, έγινε αντιληπτό από την ελληνική πλευρά, ότι οι τουρκικές δυνάμεις είχαν πλέον εξελιχθεί, βελτιώνοντας τόσο την ισχύ και την οργάνωση, όσο και το ηθικό των στρατιωτών. Από την άλλη, οι Τούρκοι είχαν κάνει ευρέως γνωστή την παρουσία της ελληνικής στρατιάς στην περιοχή και τον στόχο της για τη κατάληψη της γραμμής Αβγκιόν-Κοβαλίτσα-Ποριά, γεγονός που προώθησε την άμεση κινητοποίηση του στρατού. Τέλος, γνωρίζοντας από πριν τα σχέδια της Ελλάδας για την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής του Εσκί Σεχίρ, φρόντισαν να οχυρώσουν και να ενισχύσουν στρατιωτικά την περιοχή της Κοβαλίτσας, που όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, ήταν η «αχίλλειος πτέρνα» του αντίπαλου στρατού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αλλαμάνη, Έφη, Βεργόπουλος Κωνσταντίνος, κ.ά. (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Βασιλείου, Στάθης (2021), ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ – 28 Δεκεμβρίου 1920 / 9 Ιανουαρίου 1921: Πρώτη Μάχη του Ινονού, ptisistodiastima.com. Διαθέσιμο εδώ
  • Γονατάς, Στυλιανός, (1958), Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957, Αθήνα: Εκδόσεις Αθήναι
  • Λουμιώτης, Βασίλειος (2019), Η Ανώτατη Διεύθυνση των Επιχειρήσεων της Μικράς Ασίας του Δεκεμβρίου 1920 και του Μαρτίου 1921, strategein.gr. Διαθέσιμο εδώ

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παρασκευή Θεοδωρίδου
Παρασκευή Θεοδωρίδου
Γεννηθείσα το 2000. Απόφοιτη του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με κατεύθυνση τις Πολιτικές, Κοινωνικές και Πολιτισμικές Επιστήμες. Διαθέτει άριστες γνώσεις αγγλικών, ενώ στο πρόγραμμα σπουδών της έχει διδαχθεί τη ρουμανική γλώσσα. Κύρια ενδιαφέροντα είναι το Δίκαιο του πολέμου, η στρατηγική ανάλυση και το Διεθνές Δίκαιο.