21.5 C
Athens
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΙστορικές Αναδρομές στον 20ο αιώναΠενήντα Χρόνια Μεταπολίτευση: Μέρος Α’

Πενήντα Χρόνια Μεταπολίτευση: Μέρος Α’


Της Βερονίκης Στεριώτη,

Φέτος, «γιορτάζουμε» τα πενήντα χρόνια Μεταπολίτευσης που συμπληρώνονται από το 1974, αμέσως μετά τη πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών. Η επέτειος αυτή, αναφέρεται σε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Ελλάδας του 20ου αιώνα, καθώς αποτέλεσε την μεγάλη αλλαγή που αναμφίβολα είχε τόσο ανάγκη, την συγκεκριμένη περίοδο. Από την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού ως το πιο φιλελεύθερο σύνταγμα που υπήρξε ποτέ στην χώρα και την πολιτική σταθεροποίηση έπειτα από χρόνια ανισορροπιών, είναι εμφανές πως μιλάμε για μια περίοδο ιδιαίτερα σημαντική για την μετέπειτα πολιτική, και όχι μόνο, πορεία της.

Η αρχή έγινε μετά την πτώση της Στρατιωτικής Δικτατορίας και έμεινε γνωστή ως «Γ’ Ελληνική Δημοκρατία». Η διενέργεια δημοψηφίσματος για την μορφή του πολιτεύματος που θα αναλάμβανε την ηγεσία, ο εκδημοκρατισμός και η αλλαγή του πολιτεύματος σε Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, είναι σίγουρα τρία από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της. Έχει, ακόμη, τονιστεί από όλους τους αναλυτές το ότι η μεταπολιτευτική δημοκρατία, ισούται τυπικά με τη πρώτη ουσιαστική πραγμάτωση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Ήδη, από τη κρίση της δεκαετίας του ‘60, η ανάγκη οργάνωσης του κράτους ως θεσμικού οργανισμού, ικανού να ανταπεξέλθει στις πολιτικές κρίσεις, αποτελούσε μεγάλη πρόκληση.

Πρωτοσέλιδα της εποχής με τις εκλογικές αναμετρήσεις της Μεταπολίτευσης. Πηγή εικόνας: news247.gr

Συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο υπήρξε η κατάρρευση της, μέχρι τότε, πολιτικής διακυβέρνησης που στηριζόταν στην εθνικοφροσύνη και τον στρατό. Ειρωνικό είναι το γεγονός πως στην περίπτωση αυτή, ούτε οι στρατιωτικές δυνάμεις στάθηκαν κατάλληλα προετοιμασμένες να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν την τουρκική μεριά. Ήδη, η αδυναμία του βασιλιά να ελέγξει το πολιτικό παιχνίδι είχε σημάνει το τέλος της μοναρχίας ως θεσμού στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατάρρευση του στρατιωτικού μηχανισμού ως πρωταρχικό σημείο άσκησης της εξουσίας, αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την επανοργάνωση του αστικού κράτους. Η κατάρρευση, επομένως, της δικτατορίας και η εμφανής αναζήτηση πολιτικής λύσης, είχαν φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη διαφοροποίησης του τρόπου κυριαρχίας. Το πολιτικό σύστημα, όφειλε να ανταποκριθεί στους νέους όρους συναίνεσης. Συγχρόνως, ο εξορθολογισμός της οικονομίας, όπως και η ανάγκη σταθεροποίησης των θεσμών κοινωνικής επικοινωνίας αποτελούν δύο από τα βασικά στοιχεία που οδήγησαν στην προώθηση προσπάθειας ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.

Έχοντας, λοιπόν, χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, οι αρχηγοί του στρατού, σε σύσκεψη που συγκάλυψαν το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974, κατέληξαν στην απόφαση μεταφοράς της εξουσίας στον πολιτικό κόσμο της χώρας. Μετά από ισχυρές διαμάχες και διαπραγματεύσεις, αποφασίζουν τελικά να προσκαλέσουν, από το Παρίσι, όπου βρισκόταν, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Ο ίδιος, επέστρεψε στην Ελλάδα και το έργο του υπήρξε εντυπωσιακό, ειδικά στις δύσκολες συνθήκες στις οποίες αντίκρισε το κράτος. Η μετάβαση από τη δικτατορία στο δημοκρατικό πολίτευμα δεν ήταν κάτι εύκολο, ειδικά τη στιγμή που η χώρα βρισκόταν σε οιονεί εμπόλεμη κατάσταση.

Η επιστροφή του αυτοεξόριστου Καραμανλή. Πηγή εικόνας: ethnos.gr

Με την άφιξή του στην Ελλάδα, ο Καραμανλής συγκροτεί κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν κατά κύριο λόγο στελέχη της δεξιάς και του κέντρου. Κύριο μέλημα της κυβέρνησης για τη συγκεκριμένη περίοδο, αποτελούσε η αντιμετώπιση του Κυπριακού Ζητήματος με διακριτικό και ασφαλές τρόπο, καθώς κάθε ιδέα πολεμικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία είχε ήδη εγκαταλειφθεί, λόγω πολεμικής αδυναμίας των στρατιωτικών υπηρεσιών να αναλάβουν ένα τέτοιου είδους εγχείρημα. Το γεγονός αυτό, άφηνε την κυβέρνηση με την εναλλακτική της διπλωματικής, την οποία αποφάνθηκε επίσης δύσκολο να εφαρμόσει απέναντι στη Τουρκία, καθώς η πρώτη δεν βρισκόταν σε θέση να ασκήσει σημαντικά μέτρα πίεσης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εφαρμογή νέων στρατηγικών επιχειρήσεων και τελικά, η κατάληψη του 40% του νησιού από την τουρκική πλευρά.

Πέρα, όμως από την αντιμετώπιση του κυπριακού θέματος, στις συνθήκες κρίσεις που επικρατούσαν στη χώρα, ο Καραμανλής έπρεπε να αντιμετωπίσει και το σοβαρό ζήτημα αποκατάστασης της συνταγματικής νομιμότητας. Αυτό αφορούσε αφενός τη μετάβαση από το δικτατορικό καθεστώς στο κοινοβουλευτικό, τη στιγμή που στελέχη της Δικτατορίας είχαν υπό τον έλεγχό τους όλους τους τομείς-κλειδιά των κρατικών μηχανισμών και αφετέρου τη μορφή του ίδιου του πολιτεύματος. Προοδευτικά, η κυβέρνηση κατάφερε να ισχυροποιήσει τη θέση της. Προχώρησε στην απομάκρυνση πιστών στη δικτατορία μονάδων από την Αθήνα, ενώ κατάφερε να επαναφέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, χωρίς όμως τις θεμελιώδεις διατάξεις του έως ότου διενεργούνταν το δημοψήφισμα που θα αποφάσιζε για τη μορφή του πολιτεύματος. Παραχωρήθηκε γενική αμνηστία, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατούμενων, ενώ νομιμοποιήθηκε και επίσημα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.

Διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους υπερασπιζόμενοι τα εργατικά τους δικαιώματα. Πηγή και Δικαιώματα Χρήσης Εικόνας: ΑΣΚΙ

Αφού πραγματοποιήθηκαν δίκες σε βάρος των στελεχών της Δικτατορίας και ο Καραμανλής είχε πλέον δώσει λύσεις στα τρέχοντα προβλήματα, του δόθηκε η ευκαιρία να προχωρήσει σε εκλογές. Οι πρώτες, λοιπόν, βουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της δικτατορίας, διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου 1974 και είχαν σιωπηρά δημοψηφισματική μορφή. Σε αυτές, η Νέα Δημοκρατία απέσπασε την συντριπτική πλειοψηφία καταλαμβάνοντας 220 από τις 300 έδρες στη Βουλή. Ακολούθησε δημοψήφισμα, στις 8 Δεκεμβρίου, για το πολιτειακό ζήτημα, το οποίο θα καθόριζε και το μέλλον της μοναρχίας στη χώρα. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (69,18%), ενώ υπέρ της μοναρχίας ψήφισε μόλις το 30,8%. Καθίστανται, πλέον σαφές, ότι το ζήτημα της μοναρχίας δεν δίχαζε πλέον την ελληνική κοινή γνώμη. Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν η επίτευξη μιας σχετικά αυταρχικής αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικής ισορροπίας σε πολιτειακό επίπεδο. Γύριζε έτσι μια σημαντική σελίδα στην ιστορία της ίδιας της χώρας, που είχε χαρακτηριστεί από τις μετεμφυλιακές και ψυχροπολεμικές ψυχώσεις. Η ελληνική δεξιά αποστασιοποιήθηκε από τη Δικτατορία χωρίς την πρόκληση ευρύτερων ρηγμάτων, κάνοντας έτσι την μετάβαση προς τη δημοκρατία αρκετά ομαλή. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί πως το αίτημα του εκδημοκρατισμού σε συνδυασμό με το ριζοσπαστικό φορτίο που είχε κληροδοτήσει η δυναμική του αντιδικτατορικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ορισμένων κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, τα οποία όμως με τον λόγο και την πράξη τους, διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο στον σχεδιασμό νέων ισορροπιών και προτεραιοτήτων της εποχής.

Παράδειγμα αποτελεί το κίνημα ειρήνης, που ενώ είχε πρωτοεμφανιστεί τη δεκαετία του ‘60, εκδηλώθηκε, την περίοδο που μας απασχολεί, με νέες διαφορετικές διαστάσεις, παραπληρωματικές σε άλλες μορφές συλλογικής διεκδίκησης. Ακόμη και αυτό όμως, συνέβαλε στον μετασχηματισμό της νέας ελληνικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι αποδεδειγμένο ότι ένας από τους παράγοντες που προσδιόρισαν το γενικότερο ευθύγραμμο πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία είναι το ότι η δικτατορία δεν είχε προλάβει να αποκτήσει μαζική βάση και επομένως η κοινοβουλευτική δημοκρατία εξακολουθούσε να αποτελεί σημείο αναφοράς για την πλειονότητα των πολιτών. Εξάλλου, ούτε ο στρατός έδειξε κάποια διάθεση να εναντιωθεί στη μετάβαση προς τον εκδημοκρατισμό, αφού σε συνθήκες εθνικής κρίσης όπως η αναφερόμενη, αδυνατούσε να παίξει τον δικό του ρόλο στην διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων. Ίσως, μάλιστα, το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι που επέτρεψε την εισαγωγή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, να ήταν και το ότι η ίδια η Δικτατορία σε γενικές γραμμές, δεν είχε πετύχει στην αφομοίωση και συγκέντρωση ορισμένων κοινωνικών ομάδων ή οικονομικών ελίτ. Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό το πώς ο Καραμανλής κατόρθωσε αυτή την «βελούδινη» μεταφορά του πολιτεύματος προς τη Δημοκρατία.

Η μεγάλη αλλαγή, ωστόσο, δεν σταματά εδώ. Αφού έχει πλέον διευθετηθεί το μεγάλο θέμα καθιέρωσης του πολιτεύματος της χώρας, η κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με τις ημιτελείς και χαοτικές διαδικασίες εξισορρόπησης της οικονομίας, που ακόμη βρισκόταν σε εμφανή υστέρηση. Η στροφή προς την ΕΟΚ έμοιαζε να είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης του προβλήματος…


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Κώστας Κωστής (2018), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
  • Δημήτρης Χαραλάμπης (1996), Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός: Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, Εκδόσεις Εξάντας
  • Μεταπολίτευση 1974-1989, metapolitefsi.com, διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βερονίκη Στεριώτη
Βερονίκη Στεριώτη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2003. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά. Εργάζεται ως δασκάλα αγγλικών και απολαμβάνει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τα ταξίδια.