19.5 C
Athens
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο αυτόφωρο έγκλημα

Το αυτόφωρο έγκλημα


Της Βασιλικής Φώτη, 

Αν και όρος νομικής υφής, το αυτόφωρο είναι έννοια γνωστή στο ευρύ κοινό, τείνει δε να χρησιμοποιείται συχνά, ιδίως από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δυστυχώς, η χρήση του τις περισσότερες φορές είναι ατυχής και λανθασμένη και για τον λόγο αυτόν δέον να δοθούν κάποιες διευκρινίσεις σε μια προσπάθεια νομικής εννοιολογικής αποσαφήνισης, αλλά και οριοθέτησης του όρου αυτού. Επομένως, ποια τα δομικά στοιχεία της έννοιας του αυτοφώρου και ακολούθως, ποιο έγκλημα χαρακτηρίζεται ως τέτοιο;

Το αυτόφωρο από το «αυτός και φωρ – φωρός» που σημαίνει κλέφτης, παραπέμπει στην «αυτοαποκαλυπτόμενη» δράση του κλέφτη, στον κλέφτη που «πιάνεται στα πράσα» και κατ’ επέκταση σε μια ολοφάνερη εγκληματική πράξη. Το βασικό χαρακτηριστικό του αυτοφώρου εγκλήματος συνίσταται στην απροκάλυπτη προφάνεια της τέλεσής του, γεγονός που επισύρει μια σειρά από δυσμενείς συνέπειες για τον δράστη, με πρώτη ακριβώς τη δυνατότητα σύλληψής του από τα αστυνομικά όργανα.

Το άρθρο 6 του Συντάγματος αναφέρεται στο αυτόφωρο έγκλημα, χωρίς, όμως, να προβαίνει σε αναλυτική καταγραφή των δομικών του στοιχείων. Αυτά καταγράφονται εναργώς στο άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), το οποίο ορίζει στην πρώτη παράγραφο ότι: «αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί» και αυτός ο ορισμός αφορά στο γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα, ενώ στη δεύτερη παράγραφο ορίζει ότι: «Θεωρείται, επίσης, ότι υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα, όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος» και ο ορισμός αυτός αφορά στο μη γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Cottonbro

Ως προς το γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα (το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί), ο εννοιολογικός ορισμός του δόθηκε μόλις από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη το 2019 με τον ν. 4619/2019, όταν ο ίδιος προέβη σε αναμόρφωση του άρθρου 242 ΚΠΔ σε μια προσπάθεια οριοθέτησης του ορισμού που μέχρι πρότινος συνιστούσε το αποκορύφωμα όχι μόνο νομοθετικής αστοχίας. Συγκεκριμένα, ο παλιός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (πριν το 2019) όριζε ότι: «αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα». Άρα, αυτόφωρο θεωρούταν το έγκλημα που βρισκόταν εν το πράττεσθαι. Ο ορισμός αυτός κατακρίθηκε έντονα από τη δικονομική επιστήμη της χώρας μας, καθόσον η ίδια θεωρούσε ότι με τον εν λόγω ορισμό δεν αποτυπώνεται ακριβώς η έννοια του αυτοφώρου, ότι πρόκειται με άλλα λόγια για έναν ορισμό ημιτελή και ασαφή, που δεν αποτυπώνει το ποιοτικό εκείνο μέγεθος, το οποίο θα έπρεπε να χαρακτήριζε την έννοια του αυτοφώρου. Και αυτό γιατί οποιοδήποτε έγκλημα, αν έχει αποφασιστεί η διάπραξή του από τον αυτουργό, σε κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα περάσει από τη φάση διαπράξεώς του (!!!!). Κατά συνέπεια, όλα τα εγκλήματα με βάση τον ανωτέρω παλιό ορισμό θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αυτόφωρα.

Συνακόλουθα, ο νομοθέτης του ν.4619/2019, έχοντας ως αφετηρία την ανωτέρω συλλογιστική, προέβη σε μια ορθολογική αναδιαμόρφωση του άρθρου 242 ΚΠΔ, το οποίο πλέον ορίζει ότι αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί. Από τον νέο και ορθό πλέον ορισμό, παρατηρεί κανείς ότι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας έχει θέσει για την κατάφαση ενός εγκλήματος ως αυτοφώρου μια επιπλέον ιδιαίτερα σημαντική προϋπόθεση, ήτοι την ύπαρξη ενός τρίτου υποκειμένου, το οποίο θα καταλαμβάνει τον αυτουργό του εγκλήματος ακριβώς την ώρα, κατά την οποία το διαπράττει. Η ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής συνεπάγεται τη δημιουργία μιας πρωτογενούς αποδεικτικής βεβαιότητας για την ενοχή του δράστη, η οποία νομιμοποιεί και την ενεργοποίηση μιας συνοπτικής διαδικασίας εκδίκασης του εγκλήματος, της αυτόφωρης.

Ως προς το μη γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα της παραγράφου 2 του άρθρου 242 ΚΠΔ, αυτό εξομοιώνεται καταχρηστικά με το γνήσιο, παρότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται αυτόφωρη κάλυψη, αλλά ούτε και η αποδεικτική βεβαιότητα στην περίπτωση αυτή αγγίζει την πιθανότητα. Για τον λόγο αυτό, η νέα διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΔ προβλέπει περιοριστικώς απαριθμούμενες και συγκεκριμένες περιπτώσεις που μπορούν να λάβουν τη μορφή του μη γνήσιου καταχρηστικού εγκλήματος και αυτές είναι: α) Όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από δημόσια δύναμη π.χ. αστυνομία ή από τον παθόντα ή από κάποιον πολίτη με δημόσια κραυγή, ο οποίος εντοπίζει άμεσα τον αυτουργό μιας αξιόποινης πράξης που πιθανώς τρέπεται σε φυγή β) όταν ο δράστης καταλαμβάνεται από τρίτο σε χρόνο πολύ κοντινό από την αξιόποινη πράξη και έχει αντικείμενα ή ίχνη πάνω του, τα οποία «προδίδουν, ομολογούν» ότι η πράξη τελέστηκε από τον ίδιο.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Ron Lach

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι τρίτοι στην προκειμένη περίπτωση δεν καταλαμβάνουν τον δράστη κατά τη διάπραξη του εγκλήματος, αλλά εντελώς συμπτωματικά βρίσκουν ένα πρόσωπο, το οποίο κατέχει αντικείμενα ή πειστήρια τα οποία υποδηλώνουν ότι αυτό έχει τελέσει μια πράξη αξιόποινη. Όμως, με αυτόν τον τρόπο καταστρατηγείται η ύπαρξη υψηλής αποδεικτικής βεβαιότητας που απαιτεί ο χαρακτηρισμός ενός εγκλήματος ως αυτοφώρου. Για παράδειγμα, έστω ότι εντοπίζεται ο Α που κατέχει κλοπιμαία μία μέρα μετά την διάπραξη της κλοπής, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι ο Α ήταν ο δράστης της κλοπής ή ότι μπορεί απλώς να βρήκε τα κλοπιμαία στον τόπο όπου τα εγκατέλειψε ο δράστης της. Η επιλογή μεταξύ των δυο ανωτέρω εκδοχών είναι ιδιαίτερα σημαντική ως προς τη μετέπειτα νομική αντιμετώπιση του Α. Για τον λόγο αυτό, είναι εξαιρετικά ορθή η επιλογή του νομοθέτη να απαιτεί, για την υπαγωγή ενός εγκλήματος στην κατηγορία των μη γνήσιων αυτόφωρων, την κατάληψη του δράστη σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα εξέλιπε κάθε βεβαιότητα ενοχής τους.

Περαιτέρω, σε ό, τι αφορά τα χρονικά όρια του αυτόφωρου εγκλήματος το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 242 ορίζει το εξής: «Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης». Για την ερμηνεία της διάταξης αυτής υπήρξαν δύο απόψεις: Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, όλη η υπόλοιπη μέρα δεν καταλαμβάνει και την νύκτα, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη και κρατούσα πλέον άποψη, η ημέρα πρέπει να συλληφθεί με την έννοια της παρόδου ολόκληρης της επόμενης ημέρας ως ημερολογιακής μονάδας, δηλαδή από μεσονύκτιο σε μεσονύκτιο. Αυτό σημαίνει ότι, αν για παράδειγμα το αδίκημα τελέστηκε την Τετάρτη στις 22:00, η προθεσμία του αυτόφωρου έληγε στις 24:00 της Πέμπτης. Το ίδιο ισχύει και αν το έγκλημα είχε τελεστεί στις 00:01. Ως εκ τούτου, τα χρονικά όρια του αυτοφώρου μπορεί να είναι το πολύ 47 ώρες 59 λεπτά και 59 δεύτερα.

Έτσι, λοιπόν, το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΔ καθιερώνει ένα απόλυτο χρονικό όριο προς αποφυγή καταχρήσεων κατά την υπαγωγή ενός εγκλήματος στην έννοια του αυτοφώρου. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι μόνο όταν συντρέχει η πρωτογενής σχέση απόδειξης για την υπαγωγή στην έννοια του αυτοφώρου, τότε και μόνο τότε εξετάζονται τα χρονικά όρια. Αντίθετα, αν λείπει το κριτήριο που αναφέραμε, μόνη η μη παρέλευση του χρονικού ορίου δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί το έγκλημα ως αυτόφωρο.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Cottonbro

Στο πλαίσιο αυτό, δέον να επισημανθούν συγκεφαλαιωτικά τα ακόλουθα:

Τα αυτόφωρα εγκλήματα δεν είναι συγκεκριμένα εγκλήματα. Κάθε έγκλημα μπορεί να είναι αυτόφωρο, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 242 ΚΠΔ. Στα αυτόφωρα εγκλήματα οι ανακριτικοί (γενικοί ή ειδικοί), καθώς και οι αστυνομικοί υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να συλλάβουν τον δράστη (άρθρο 275 παράγραφος 1 ΚΠΔ) και εν συνεχεία να τον προσάγουν εντός 24 ωρών στον αρμόδιο Εισαγγελέα (άρθρο 279 ΚΠΔ). Οι απλοί πολίτες έχουν το δικαίωμα και όχι την υποχρέωση να συλλάβουν και αυτοί τον δράστη τηρώντας τα όσα ορίζει το Σύνταγμα και το άρθρο του 279 ΚΠΔ για άμεση προσαγωγή στον Εισαγγελέα. Εξαιτίας της αυξημένης αποδεικτικής τους βεβαιότητας, για τα αυτόφωρα εγκλήματα ακολουθείται ειδική αυτόφωρη διαδικασία, μόνο, όμως, για τα πλημμελήματα (417 ΚΠΔ) και όχι για τα κακουργήματα, καθόσον τα τελευταία δεν δύνανται να δικάζονται με ταχείς ρυθμούς, παρά μόνο διαδικασίες που τηρούν τα κατάλληλα εχέγγυα ορθοκρισίας, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα καταπατούνταν βάναυσα αφενός κάθε θεμελιώδης αρχή που προτάσσει τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης και αφετέρου κάθε δικαίωμα του κατηγορουμένου στο βωμό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.
  • Ανδρουλάκης Ν., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Νομολογία κατ’ άρθρο, Έκδοση 2η, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Φώτη
Βασιλική Φώτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Από το πρώτο μέχρι και το τρίτο έτος των σπουδών της εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο εξειδικευόταν σε ζητήματα του εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Η αρθρογραφία, τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο και η άθληση συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερόντων της. Διαθέτει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.