23.1 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Τσέτες: Οι «χασάπηδες» της Μικράς Ασίας


Του Νάσου Μπούτσικα,

Ο Σεπτέμβριος του 1922 αποτελεί ένα θλιβερό κεφάλαιο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ήταν η στιγμή που η ένδοξη πόλη της Σμύρνης τυλίχτηκε στις φλόγες. Το γεγονός αυτό μαζί με τις πρακτικές τρομοκρατίας που είχε ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζει η αντίπαλη πλευρά ανάγκασε χιλιάδες ανθρώπους να αφήσουν τις πατρογονικές τους εστίες και να πάρουν τον δύσβατο δρόμο της προσφυγιάς. Ο άνθρωπος που μέχρι και σήμερα στις μνήμες πολλών θεωρείται ως ο «αρχιτέκτονας» αυτής της τραγωδίας δεν είναι άλλος από τον ηγέτη της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Μουσταφά Κεμάλ.

Είναι όμως αλήθεια αυτό; Ευθύνεται αποκλειστικά μόνο ένας άνθρωπος για αυτήν την τεραστίων διαστάσεων ανθρωπιστική κρίση; Η απάντηση είναι όχι. Αν και είναι αδιαμφισβήτητη η συμβολή του Κεμάλ στη γενοκτονία των Ελλήνων και άλλων λαών στη μικρασιατική ενδοχώρα, πρέπει να αναφερθεί πως οι πρώτες κινήσεις για εξολόθρευση των εθνικών μειονοτήτων είχαν ήδη ξεκινήσει πριν από την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με βασικούς συντελεστές ομάδες ατάκτων ενόπλων, οι οποίες είχαν ως στόχο τη λεηλασία. Αυτοί ήταν οι Τσέτες, οι οποίοι μέσα από τη δράση τους έγιναν συνώνυμοι της βιαιότητας, της καταστροφής και της κτηνωδίας. Το παρόν κείμενο είναι μια σύντομη αναφορά στην πορεία των Τσετών και στον ρόλο τους στην εξάλειψη του αλλογενούς στοιχείου που υπήρχε στη γη της Μικράς Ασίας.

Οι Τσέτες (στα τουρκικά çete=συμμορία ληστών) ήταν ομάδες οπλισμένων παρανόμων που κατέφευγαν σε ληστρικές ενέργειες στην προσπάθειά τους να βρουν λάφυρα. Προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την περιουσία τους, εντάσσονταν εθελοντικά στον στρατό και λάμβαναν μέρος στις διάφορες εκστρατείες των Οθωμανών υπό την κυβέρνηση του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου με στόχο την εκκαθάριση της αποδυναμωμένης αυτοκρατορίας από τις μη μουσουλμανικές εθνοτικές κοινότητες, σύμφωνα με δυτικά εθνικιστικά πρότυπα. Φυσικά, σε αντίθεση με τα τακτικά στρατεύματα που τηρούσαν τη γραμμή της ιεραρχίας, οι Τσέτες, όντες άτακτες ορδές, συνέχιζαν τις επιθέσεις εις βάρος των ντόπιων κατοίκων, διαπράττοντας αμέτρητες σφαγές και βασανισμούς.

Ο Τοπάλ Οσμάν (1883-1923) με τους Τσέτες του. Πηγή εικόνας: Η Καθημερινή

Η πρώτη καταγεγραμμένη αποστολή τους έλαβε χώρα εν μέσω του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, στις 25 Ιανουαρίου 1913, όταν 500 Τσέτες σκότωσαν 100 Έλληνες άρρενες στην παραλία του Οικονομείου της Ανατολικής Θράκης με την κατηγορία ότι προσέφεραν βοήθεια στους Βούλγαρους. Μετά τους πυροβολισμούς ακολούθησαν αποκεφαλισμοί και τρυπήματα με ξιφολόγχες. Παρόμοιες καταστάσεις εμφανίζονται και μετά την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Μεγάλο Πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914, με αρκετούς Τσέτες να συνεργάζονται με τις χωροφυλακές για τον εκτοπισμό των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων, Ασσυρίων, Αρμενίων) στο εσωτερικό της επικράτειας. Οι ακρότητες, φυσικά, έδιναν και έπαιρναν. Στην περίπτωση των Αρμενίων, συγκεκριμένα, το διάστημα 1915-1917, οι δολοφονίες ήταν πιο συχνές, επειδή θεωρούσαν ως δεδομένη την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στη Ρωσία στο Βορειοανατολικό Μέτωπο, ενώ για τους Έλληνες προτιμήθηκαν πιο αργές μέθοδοι εξόντωσης, κυρίως μέσω του εκτοπισμού και των περίφημων «Ταγμάτων Εργασίας» (Αμελέ Ταμπουρού), έως τη λήξη του πολέμου το 1918.

Η Αυτοκρατορία βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων. Η Ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους χώρισε τα εναπομείναντα εδάφη των Οθωμανών σε ζώνες κατοχής των Συμμάχων, ενώ όλος ο οπλισμός του εχθρού έπρεπε να παραδοθεί άμεσα. Παρόλα αυτά, αρκετοί ένοπλοι αρνήθηκαν και σχημάτισαν κοιτίδες αντίστασης, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας κύκλος εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Η Ελλάδα έλαβε μέρος στον αγώνα αμέσως μετά την απόβαση στρατευμάτων στη Σμύρνη, στις 15 Μαΐου 1919, για τη «διασφάλιση της ειρήνης και επιβολής της τάξης». Είναι αναγκαίο να προσέξουμε, πέρα από τις κινήσεις του ελληνικού στρατού, την άνοδο του Κεμάλ, ο οποίος κατάφερε μέσω των εθνικιστικών ιδεών του να συγκεντρώσει αρκετούς Τούρκους υπό την «σκέπη» του, συμπεριλαμβανομένων και Τσετών, φτιάχνοντας έτσι έναν πρώτο τουρκικό στρατό, και να επαναστατήσει εναντίον της νόμιμης σουλτανικής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη.

Από την αρχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας με τις κοινές συμμαχικές επιχειρήσεις έως και την οπισθοχώρηση και την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων οι βιαιότητες των Τσετών δεν είχαν προηγούμενο. Όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν των επιδρομών περιέγραφαν με τρόμο τις σφαγές, τους βιασμούς και τις κλοπές που διέπρατταν σε χωριά με ελληνοαρμενική πλειοψηφία κατοίκων. Θύμα των ανελέητων Τσετών ήταν και η περιοχή του Αϊδινίου, καθώς και το χωριό Χουδί, όπου 1.000-1.500 άμαχοι σφαγιάστηκαν. Ακολούθησε ο Πόντος, με τον ανελέητο Τσέτη καπετάνιο Τοπάλ Οσμάν να εξοντώνει Έλληνες κοντά στη γενέτειρά του Κερασούντα.

Θύματα της καταστροφής της Σμύρνης. Πηγή εικόνας: commons.m.wikimedia.org

Η ελληνική πλευρά ηττήθηκε και επίσημα στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 1922, όταν Τούρκοι στρατιώτες μαζί με άτακτους Τσέτες εισέβαλαν στην πόλη της Σμύρνης και την πυρπόλησαν. Νέα κύματα βαρβαρότητας «ξάφρισαν» στον ανυπεράσπιστο πληθυσμό της πόλης, σε σημείο που ο Πρόξενος των ΗΠΑ George Horton να ντρέπεται που ανήκει στο ανθρώπινο γένος. Ένας από τα θύματα ήταν και ο μητροπολίτης της πόλης Χρυσόστομος, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό τέλος. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των νεκρών της Μικρασιατικής Καταστροφής ανέρχεται στους 600.000. Η συμβολή των Τσετών σε αυτό ήταν σημαντική, όπως και στην περίπτωση των 1.500.000 νεκρών Αρμενίων και 250.000 Ασσυρίων. Η κληρονομιά που άφησαν ως «γενοκτόνοι» βαραίνει την ιστορική μνήμη έως και σήμερα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Pontosnews.gr, Οι τσέτες χτυπούσαν τα κεφάλια των παιδιών στα βράχια μέχρι να πεθάνουν. Διαθέσιμο εδώ
  • Shirinian George N., Genocide in the Ottoman Empire, Armenians, Assyrians and Greeks 1913-1923, Berghahn Press, New York 2017
  • Travis Hannibal, The Assyrian Genocide, Cultural and Political Legacies, Routledge Press, London 2018

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Μπούτσικας
Θανάσης Μπούτσικας
Είναι 4οετής φοιτητής με ενδιαφέρον προς την ανακάλυψη της ιστορίας και την σύνδεσή της με το σήμερα. Επιδέξιος, ουσιαστικός και πρόθυμος, θέλει να προσδώσει μία μοντέρνα οπτική για την επίδραση της ιστορίας στον σύγχρονο αναγνώστη.