21.3 C
Athens
Τρίτη, 7 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΈννοια και λειτουργία των δικαιωμάτων της εμπράγματης ασφάλειας

Έννοια και λειτουργία των δικαιωμάτων της εμπράγματης ασφάλειας


Της Κωνσταντίνας Λάμπου,

Στον Αστικό Κώδικα, αναφέρονται δύο είδη δικαιωμάτων εμπράγματης ασφάλειας. Το πρώτο είναι το ενέχυρο που κατοχυρώνεται στα άρθρα 1209 και επόμενα ΑΚ, έχοντας ως αντικείμενο κινητό πράγμα ή περιουσιακό δικαίωμα και το δεύτερο είναι η υποθήκη στο άρθρο 1257 ΑΚ, η οποία έχει ως αντικείμενο ακίνητο ή επικαρπία ακινήτου.

Οι μορφές που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι μορφές τυπικής εμπράγματης ασφάλειας, αλλά στην πράξη υπάρχει ανάπτυξη και άλλων μορφών που είναι άτυπες, οι οποίες, με την έννοια αυτή δεν ρυθμίζονται στο νόμο. Τέτοιες άτυπες μορφές είναι η καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας πράγματος, το οποίο είναι συνήθως κινητό ή ακίνητο, η καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεως για να εξασφαλισθεί χρηματική απαίτηση και το σύμφωνο επιφυλάξεως κυριότητας, το οποίο ορίζεται στο άρθρο 532 του Αστικού Κώδικα.

Όσον αφορά την εμπράγματη ασφάλεια στο Ναυτικό Δίκαιο, υπάρχει ιδιαίτερη ρύθμιση της «ναυτικής υποθήκης», αλλά και μια μορφή της που συνηθίζεται πιο πολύ, η λεγόμενη «προτιμώμενη υποθήκη επί πλοίου». Όλα αυτά, κατοχυρώνονται στα άρθρα 195 και επ. του ΚΙΝΔ, στο ν.δ. 3890/58, αλλά και στο άρθρο 180 επ. του ΚΙΝΔ, για την καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας του πλοίου.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα Χρήσης: PublicDomainImages

Το ενέχυρο και η υποθήκη, γενικά, αποτελούν δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, τα οποία, όμως, είναι περιορισμένα. Παρά, όμως, τον περιορισμό αυτό, χάρη σε αυτά ο δικαιούχος έχει εξουσία προνομιακής ικανοποιήσεως χρηματικής απαιτήσεως, που βγαίνει από την αξία του δικαιώματος που βαρύνεται. Εκτός από δικαιώματα ασφάλειας, το ενέχυρο και η υποθήκη είναι και δικαιώματα αξίας. Από αυτά συνάγεται πως απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης εμπράγματης ασφάλειας είναι η χρηματική απαίτηση του δικαιούχου και, μάλιστα, με το συγκεκριμένο δικαίωμα εξασφαλίζεται η προνομιακή ικανοποίησή της. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο το ενέχυρο και η υποθήκη είναι παρεπόμενα δικαιώματα, έχοντας ως κύριο δικαίωμα την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Εδώ, να αναφερθεί πως για το ενέχυρο, εξαιτίας των διατάξεων ΑΚ 1221-1222, ο χαρακτήρας του είναι δικαίωμα αξίας και ουσίας, δηλαδή μεικτό.

Η εμπράγματη ασφάλεια για να λειτουργήσει έχει ως βάση της ορισμένες αρχές. Μία από αυτές είναι η αρχή της προλήψεως, όπου όποιος οφειλέτης έχει μια ορισμένη περιουσία που δεν επαρκεί, προκειμένου να ικανοποιηθούν όλοι οι δανειστές του, έχει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει οποιονδήποτε δανειστή, ύστερα από τη δική του βούληση. Κατά την αρχή της σύμμετρης ικανοποιήσεως, σε περίπτωση που γίνει αναγκαστική εκτέλεση, εναντίον του οφειλέτη, ως απόρροια, ύστερα από τη ρευστοποίηση της περιουσίας του, θα υπάρξει κάποια ικανοποίηση των δανειστών του με σύμμετρο τρόπο. Από την άλλη, υπάρχει πιθανότητα ένας δανειστής να έχει ενέχυρο ή υποθήκη, πάνω σε πράγμα του οφειλέτη του. Τότε, η απαίτηση που είναι ασφαλισμένη με το ενέχυρο ή την υποθήκη θα έχει προνομιακή ικανοποίηση, η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι γίνεται πριν οι δανειστές έχουν οποιαδήποτε απαίτηση. Μάλιστα, αυτή η προνομιακή ικανοποίηση στηρίζεται στην αρχή της προνομιακής ικανοποιήσεως των εμπράγματα ασφαλιζόμενων απαιτήσεων, δηλαδή γίνεται από την αξία του βαρυνόμενου πράγματος.

Σχετικά με την εμπράγματη ασφάλεια, υπάρχουν διάφορα παραδείγματα που αποδεικνύουν, πως έχει μεγάλη σημασία στην οικονομική ζωή. Η δανειοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, επιτυγχάνεται μέσω της εξασφάλισης με ενέχυρο ή υποθήκη του δανειστή του. Έτσι, ο δανειστής μπορεί τώρα πια να προβεί, αφού εξασφάλισε την απαίτησή του, σε δανειοδότηση. Στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως προβλέπεται από τον νόμο, η κάλυψη της απαίτησης να γίνει αυτόματα με ενέχυρο αφενός και αφετέρου, γίνεται να υπάρχει δυνατότητα κτήσεως της υποθήκης και παρά τη θέληση του οφειλέτη. Αυτό, γιατί η εξασφάλιση της ικανοποιήσεως με ενέχυρο ή υποθήκη είναι σχεδόν πλήρης.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα Χρήσης: Monam

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες προϋποθέσεις. Αρχικά, σύμφωνα με την αρχή της προλήψεως, πρέπει να υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στον δανειστή και τον οφειλέτη πως δε θα υπάρξει αυθαίρετη προτίμηση άλλων δανειστών από τη μεριά του πρώτου. Υπάρχει επιπλέον δυνατότητα, να κανονιστεί η σειρά ικανοποιήσεως από τον οφειλέτη, μεταξύ των δανειστών. Όλες αυτές οι συμφωνίες, δεν πρέπει να αντιτάσσονται στην αρχή της προλήψεως και η παράβασή τους δημιουργεί αξίωση αποζημίωσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Σπυριδάκης Ι.Σ., Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, ε’ έκδοση, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας Ε.Ε, Αθήνα, 2016

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Λάμπου
Κωνσταντίνα Λάμπου
Γεννήθηκε το 2002 στη Ναύπακτο και σήμερα είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στη Νομική σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά, ενώ έχει πάρει μέρος σε διάφορα συνέδρια προσομοίωσης διεθνών και εθνικών οργανισμών. Της αρέσει να ασχολείται με τον εθελοντισμό, για αυτό και είναι ενεργό μέλος σε διάφορες φοιτητικές οργανώσεις. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων και παρακολουθεί σχετικά σεμινάρια με τον τομέα των σπουδών της. Η αρθρογραφία για αυτήν αποτελεί νέο εγχείρημα.