21.3 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠανδημία και Συμβατικές Σχέσεις

Πανδημία και Συμβατικές Σχέσεις


Του Βασίλη Λ. Παπαγιαννίδη,

Η ταχεία εξάπλωση του κορωνοϊού σε παγκόσμια κλίμακα και ο χαρακτηρισμός του ως «πανδημία» από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) έχει αναπόφευκτες συνέπειες για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Οι συνέπειες αυτές αποτυπώνονται ως επί το πλείστον, στη μη εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση μεταξύ συναλλασσομένων, είτε στιγμιαίων, όπως οι συμβάσεις πώλησης αγαθών, είτε διαρκών, όπως οι συμβάσεις εργασίας, μίσθωσης επαγγελματικών χώρων, χρονομεριστικής μίσθωσης (κοινώς leasing) κ.α.. Η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού κρίνεται επιτακτικής σημασίας για τη διαχείριση της συναλλακτικής αδράνειας του τελευταίου μήνα, καθώς και για την πρόληψη της μεσοπρόθεσμης μετατροπής της σε μία βαθιά ύφεση της πραγματικής οικονομίας.

Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται αφορά την επίδραση των πρωτόγνωρων αυτών συνθηκών στην ισχύ και εξέλιξη της σύμβασης. Εν ολίγοις, θα εξακολουθεί ο οφειλέτης να υποχρεούται σε εκπλήρωση; Ο δανειστής από την πλευρά του θα οφείλει τη δική του παροχή, δηλαδή το τίμημα, επί παραδείγματι από την πώληση τυχόν εμπορευμάτων, ή την καταβολή μισθού λόγω της αποδοχής της προσφερόμενης από τον εργαζόμενο εργασίας;

Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη έλαβαν βασικά μέτρα για τη ρύθμιση μέρους της οικονομικής δραστηριότητας και την αναστολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από συγκεκριμένους τύπους συμβάσεων. Όσον αφορά τη χώρα μας, η σχετική νομοθεσία όρισε μάλιστα ειδικές ρυθμίσεις ιδίως αναφορικά με τη σύμβαση μίσθωσης και τη σύμβαση εργασίας.

Συγκεκριμένα, η πράξη κρατικής διαταγής με την οποία ανεστάλη η λειτουργία της σύμβασης μίσθωσης έχει ως αποτέλεσμα ότι ο εκμισθωτής αδυνατεί πλέον να παραχωρήσει τη χρήση του μισθίου. Έτσι, κατά το άρθρο 596 ΑΚ, ο μισθωτής απαλλάσσεται του μισθώματος, εφόσον αδυνατεί να κάνει χρήση του για λόγους που δεν τον αφορούν. Εξ αυτού του λόγου η Πολιτεία όρισε ως  υποχρέωσή του την καταβολή μόλις του 60% του μισθώματος.Ως προς τις συμβάσεις εργασίας για τις επιχειρήσεις που έκλεισαν, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει μισθό, αφού αδυνατεί να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, όχι για λόγους που τον αφορούν αλλά για άλλους λόγους αναγόμενους σε κρατική εντολή. Από το μισθό του «μήνα» θα αφαιρεθεί όμως, η «αναλογία» του επιδόματος των 800€, το οποίο καλύπτει 45 ημέρες.

Κρατικές ρυθμίσεις αφορούσαν επίσης άμεσα και δραστικά ζητήματα προκύψαντα και από άλλες περιπτώσεις συμβάσεων, όπως επί παραδείγματι η αναστολή για κάποιους μήνες των δανειακών υποχρεώσεων, παρέχοντας κατά τούτο μία μέγιστη διευκόλυνση πλήθους δανειοληπτών.

Δεν είναι η πρώτη φορά που σε συνθήκες γενικευμένης αποσταθεροποίησης της οικονομίας το κράτος επενέβη προκειμένου να επιτευχθεί μία συνολικά δίκαιη κατανομή των ενισχύσεων και των βαρών μεταξύ των πολιτών. Η ίδια ανάγκη είχε προκύψει και μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η καθημαγμένη ελληνική οικονομία καθιστούσε επιτακτική την κρατική παρέμβαση. Πρόκειται για περιπτώσεις που συνολικά το ιδιωτικό δίκαιο, η συμβατική πρακτική και η ελευθερία των συμβάσεων (361 ΑΚ) συναντούν τα όριά τους.

Η εξέταση, ωστόσο, των αρρύθμιστων περιπτώσεων οφείλει να εκκινήσει από την αναζήτηση των σχετικών όρων που περιλαμβάνονται σε αυτές και έχουν αποτελέσει αντικείμενο της βούλησης των αντισυμβαλλομένων. Το ειδικό δίκαιο, εξάλλου, που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών σε μία σύμβαση, όπου υπάρχει, υπερισχύει των γενικών διατάξεων, οι οποίες εξετάζονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Η ίδια η έννοια της «πανδημίας» ή «επιδημίας» δύναται να περιλαμβάνεται ρητά ή σιωπηρώς συναγόμενη ως πιθανή περίπτωση «ανωτέρας βίας», δικαιολογούσα την αναπροσαρμογή και προσωρινή ή και οριστική απαλλαγή των αντισυμβαλλομένων από τις απορρέουσες από τη σύμβαση υποχρεώσεις τους. Ταυτόχρονα, πολλές είναι οι περιπτώσεις στις οποίες ειδικές συμβάσεις ασφάλισης ενσωματώνονται στην κύρια σύμβαση, προκειμένου να καλύψουν πιθανές ζημίες (π.χ. ασφάλιση ταξιδιού, που καλύπτει ζημίες από την ακύρωσή του για συγκεκριμένους λόγους). Σε περίπτωση, ωστόσο, που δεν καθορισθεί οτιδήποτε σχετικό στη σύμβαση, η διαχείριση της κατάστασης εναπόκειται πλέον στην εφαρμογή των γενικών διατάξεων.

Κατά το άρθρο 330 ΑΚ, ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές.

Κατά το άρθρο, ωστόσο, 336 ΑΚ ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Οφείλει, όμως, αμέσως, μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή. Σύμφωνα με την ως άνω θεμελιώδη αρχή του Ενοχικού Δικαίου, η ενδοσυμβατική ευθύνη είναι νόθος αντικειμενική ευθύνη, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης έχει το βάρος επίκλησης και απόδειξης ότι ο λόγος για τον οποίο δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, κείται πέρα από γεγονός για το οποίο έχει ευθύνη. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 380 ΑΚ απαλλάσσει και τον δανειστή από την καταβολή της δικής του παροχής, της «αντιπαροχής».

Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν τα γεγονότα που συνδέονται με τον κορωνοϊό βρίσκονται κατά την έννοια του 330 ΑΚ «πέρα» από την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια του οφειλέτη.

Συνιστά, ωστόσο, η τυχόν «οικονομική του αδυναμία» λόγω κλεισίματος της επιχείρησης λόγο απαλλαγής του οφειλέτη από την πληρωμή; Καταρχήν όχι, καθότι γίνεται παγίως δεκτό από θεωρία και νομολογία ότι η οικονομική αδυναμία του οφειλέτη είναι γεγονός για το οποίο έχει ευθύνη. Η απάντηση αυτή βέβαια δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική, δεδομένων των ειδικών συνθηκών που έχουν ανακύψει.

Στο σημείο αυτό, τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της καλής πίστης υπό την διορθωτική της λειτουργία ως μία πρώτη ενδεχόμενη λύση. Κατά το διάστημα, επομένως, της περιόδου της «πανδημίας», έστω κι αν δεν υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο αναγνώρισής της ως λόγου απαλλαγής του οφειλέτη, μπορεί να γίνει δεκτή η εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής. Ως εκ τούτου, αμβλύνεται ο άκαμπτος χαρακτήρας της απαγόρευσης επίκλησης της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη ως λόγου απαλλαγής του από την ευθύνη και τουλάχιστον, προσωρινά πρέπει να γίνει δεκτό ότι «αδρανούν» τα δικαιώματα του δανειστή αν ο οφειλέτης περιέρχεται σε καθυστέρηση ή προσωρινή αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής. Η χρήση, ωστόσο, της ως άνω γενικής αρχής ενέχει τον κίνδυνο για τον δανειστή να «εγκλωβιστεί» σε μία προσωρινώς υπό αναστολή σύμβαση με ολοένα αυξανόμενη ζημία, τόσο θετική όσο και υπό την μορφή του διαφυγόντος κέρδους (π.χ. είσπραξη ποσών από τη μεταπώληση των προϊόντων), πράγμα το οποίο βλάπτει τα συμφέροντά του και καθιστά ίσως, αναγκαία την πλήρη αποδέσμευσή του από την εκκρεμή σύμβαση. Δεδομένου, όμως, ότι η διορθωτική λειτουργία της καλής πίστης αποβλέπει κατά πρωτεύοντα λόγο σε μία προσωρινή ρύθμιση της σύμβασης, με σκοπό τη μη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών και την εκπλήρωση εν τέλει της σύμβασης, είναι λίαν αμφίβολη η δυνατότητα επέκτασης της εφαρμογής της έως του σημείου που να δικαιολογήσει την οριστική απαλλαγή των μερών από τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.

Κατά τούτο, η χρήση της έννοιας της «ανωτέρας βίας» ως δεύτερη πιθανή λύση συνιστά ενδεχομένως προσφορότερο τρόπο προς επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων. Η ανωτέρα βία εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των τυχηρών γεγονότων, ήτοι όλων εκείνων των περιστατικών που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος κι επομένως, δεν ιδρύουν ευθύνη στο πρόσωπό του. Ως ανωτέρα βία (force majeure) ορίζονται α) έκτακτα γεγονότα, τελείως εξαιρετικά και ακαταμάχητα, που δεν οφείλονται στον κύκλο δράσεως του υποχρέου ή εμπίπτουν στον κύκλο δράσεώς του, αλλά είναι αδύνατον να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, ή β) απρόβλεπτα γεγονότα, τα οποία δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει στο χρόνο σύναψης της σύμβασης, ούτε ήταν ανθρωπίνως δυνατό να υπολογίσει την επέλευσή τους.

Η ανωτέρα βία αίρει τον βασικό παράγοντα μομφής κατά του υποχρέου που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, δηλαδή την υπαιτιότητά του, καθώς «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα» (impossibilium nulla obligatio est).

Ως «έκτακτα γεγονότα» έχουν θεωρηθεί οι φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί, οι πόλεμοι και οι εξ αυτών ταραχές, έστω κι αν αυτοί συμβαίνουν στην άλλη άκρη του πλανήτη αλλά επηρεάζουν εντούτοις την υπό εξέταση συμβατική σχέση (π.χ. παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση μετά από πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου), μαζικά γεγονότα, οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτικά (π.χ. επαναστάσεις και πραξικοπήματα, καθώς και η επιδημία, πολλώ δε μάλλον η «πανδημία»).

Ως «απρόβλεπτα γεγονότα» θεωρούνται επί παραδείγματι η μεταβολή της κείμενης νομοθεσίας, η πράξη αρχής που επιφέρει μεταβολές (νόμος, διοικητική ή δικαστική πράξη), η αναπότρεπτη διαταγή αρχής, καθώς ακόμα και οι κρατικές παρεμβάσεις που προκαλούν νέες υποχρεώσεις ή θέτουν περιορισμούς (απαγορεύσεις) και όρια.

Η κρίση εν προκειμένω της πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί κοινωνικό γεγονός που επιδρά στον πληθυσμό μαζικά και ισοπεδωτικά, αλλοιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης και ανταπόκρισης κάθε προσώπου στις υποχρεώσεις του. Κατά τούτο, εμπίπτει στην ως άνω έννοια του «έκτακτου περιστατικού» που κείται πέραν της σφαίρας επιρροής και ευθύνης του οφειλέτη και επιφέρει απαλλαγή του από την ευθύνη εξαιτίας της καθυστέρησης ή αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής έναντι του αντισυμβαλλομένου δανειστή.

Ο επικαλούμενος τη συνδρομή της ανωτέρας βίας οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει όλα εκείνα τα νομικά και πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τη βάση του ισχυρισμού του, προκειμένου να επωφεληθεί εξ αυτών. Συγκεκριμένα, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι: α) έχει συμβεί συγκεκριμένο απρόβλεπτο γεγονός που βρίσκεται έξω από την σφαίρα επιρροής του, β) το γεγονός αυτό έχει εμποδίσει ή καθυστερήσει την εκτέλεση της σύμβασης εκ μέρους του και γ) ο επικαλούμενος έχει λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή ή τον μετριασμό του συμβάντος και των συνεπειών του. Η τελευταία, μάλιστα, αυτή υποχρέωση απορρέει από το άρθρο ΑΚ 288, σύμφωνα με την οποία τα μέρη υποχρεούνται να παρέχουν κάθε απαραίτητη συνδρομή με σκοπό την εκπλήρωση της σύμβασης. Επί τη βάσει των ως άνω θα κριθεί η ορθή κατανομή των κινδύνων μεταξύ των μερών, δηλαδή πότε θα υπάρχει απαλλαγή από την ευθύνη του για λόγο ανωτέρας βίας ή θα εξακολουθεί να ενέχεται.

Η ευδοκίμηση της επίκλησης της ανωτέρας βίας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την αναστολή εκτέλεσης μιας συμβάσεως, την προσωρινή απαλλαγή ενός οφειλέτη από τις υποχρεώσεις του, την αναπροσαρμογή τιμήματος ή μισθώματος, καθώς επίσης και την αναστολή προθεσμιών για την άσκηση αξιώσεων κ.ά.. Περαιτέρω, μπορεί να δικαιολογήσει ακόμη και την οριστική απαλλαγή ενός οφειλέτη, την καταγγελία μιας σύμβασης ή την υπαναχώρηση από αυτήν, ιδίως όταν η κατάσταση ανωτέρας βίας παρατείνεται πέρα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Κάτι τέτοιο θα κριθεί αντικειμενικά, δηλαδή με βάση την εντιμότητα που απαιτείται στις συναλλαγές και αφού συνεκτιμηθούν όλες οι συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (π.χ. η αιτία του κωλύματος εκπλήρωσης και η φύση της σύμβασης).Μία τρίτη δίοδος για τη διευθέτηση των ως άνω ζητημάτων μπορεί να αναζητηθεί στο άρθρο 388 ΑΚ περί απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών. Συγκεκριμένα, αν τα περιστατικά επί των οποίων κυρίως τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της μεταξύ τους σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξ ολοκλήρου ή κατά το μέτρο που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Σε περίπτωση που αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (904 ΑΚ). Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες λαμβάνει χώρα η ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου υπό την έννοια ότι ορισμένα «άγραφα» γεγονότα που είχαν θέσει οι συμβαλλόμενοι ως βάση της σύμβασής τους έχουν παύσει πλέον να υφίστανται (π.χ. η ανεμπόδιστη κυκλοφορία των εμπορευμάτων σε μία σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων).

Εν κατακλείδι, οι δύσκολοι καιροί που διανύουμε απαιτούν δραστικές λύσεις, ιδίως στα ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας. Οι νομικές δίοδοι που παρουσιάστηκαν είναι πιθανό να αποτελέσουν τη βέλτιστη οδό για την διευθέτηση των αναφυόμενων προβλημάτων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ως πρώτη λύση στα ως άνω ζητήματα θα πρέπει να προκρίνεται η προσέγγιση μεταξύ των μερών και η συνεργασία τους, με σκοπό την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων προς όφελος αμφοτέρων των αντισυμβαλλομένων, επί τη βάσει της καλής πίστης και των χρηστών ηθών που οφείλουν να διέπουν τη συναλλακτική δραστηριότητα.


Πηγές

Βασίλης Λ. Παπαγιαννίδης

Είναι νέος δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Την παρούσα περίοδο πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο  Πανεπιστήμιο του Leiden της Ολλανδίας. Η εξελισσόμενη σχέση μεταξύ του Ενωσιακού και των εθνικών δικαίων, η οικονομική κρίση και η συμβολή της στην ολοκλήρωση της Νομισματικής Ένωσης ως σταδίου πλήρους επίτευξης της Κοινής Αγοράς αποτελούν τον πυρήνα των ενδιαφερόντων του. Η αντανάκλαση των παραπάνω παραγόντων στην έκταση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην καθημερινότητα του Ευρωπαίου πολίτη τα καθιστούν μείζονος σημασίας ζητήματα τα οποία εξετάζει υπό την προσωπική του οπτική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.