17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς

Η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς


Της Άννας-Μαρίας Τοκμακίδου,

Για πρώτη φορά, το 1992, στην Ελλάδα, με το ν. 2071/1992 (που αποτελεί τον πρώτο νόμο για τα δικαιώματα των νοσοκομειακών ασθενών), προβλέφθηκε, στο άρ.47, ότι για να γίνει μια ιατρική πράξη θα πρέπει να συναινέσει σ΄αυτή ο ασθενής, αφού πρώτα ενημερωθεί γι’ αυτή και για την κατάσταση της υγείας του. Ακολούθως, στη Σύμβαση του Oviedo, που κυρώθηκε με το ν. 2619/1998 και ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο με αυξημένη τυπική ισχύ, καθιερώνεται στα άρθρα 5 και 10 το δόγμα της συναίνεσης του ενημερωμένου ασθενούς (informed consent). Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της προσωπικότητας, προστατευόμενη έκφανση της οποίας είναι ο αυτοκαθορισμός σε σχέση με το σώμα και την υγεία. Το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ασθενούς επιβάλλει αυτός να συναινεί σε κάθε ιατρική πράξη, γιατί πρόκειται για μια παρέμβαση στο σώμα και την υγεία του και πρέπει ο ίδιος να λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις.

Ο γιατρός που κάνει μια αυθαίρετη ιατρική πράξη τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του εγγυητή της υγείας του ασθενούς και αναλαμβάνει κάθε κίνδυνο απ’ αυτή την ιατρική πράξη. Πιο συγκεκριμένα, ο γιατρός σ΄αυτή την περίπτωση θα ευθύνεται γενικά για κάθε βλάβη που θα προκληθεί από την ιατρική πράξη, ακόμη κι αν δεν ευθύνεται με σφάλμα του, αλλά είναι μια τυχαία επιπλοκή. Αυτό συμβαίνει γιατί η ιατρική πράξη έχει μια εγγενή επικινδυνότητα που επιτρέπεται να ενεργοποιείται μόνο αν έχει συναινέσει ο ασθενής σ’ αυτή.

Συνήθως, ο ασθενής δεν θα είναι γιατρός και θα έχει γνωσιολογικό έλλειμμα σε σχέση με την ιατρική πράξη και την κατάστασή του. Θα πρέπει να ξέρει, όμως, σε τι συναινεί, επομένως η συναίνεση συμπληρώνεται αναγκαία με την ενημέρωση που αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της. Αν δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση, δεν θα ισχύει η συναίνεση.

Πηγή Εικόνας: linkedin.gr

Η συναίνεση σε ιατρική πράξη δεν αποτελεί δικαιοπραξία. Υπάρχουν δύο απόψεις σχετικά με τη νομική φύση της. Σύμφωνα με κάποιους, πρόκειται για υλική πράξη, μια νομιμοποιητική δήλωση. Πιο κοντά στο γράμμα του νόμου, ωστόσο, που κάνει λόγο για το «κύρος» της συναίνεσης, βρίσκεται η άποψη που τη θεωρεί ως οιονεί δικαιοπραξία, μια ανακοίνωση βούλησης, εφαρμόζοντας αναλογικά τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες.

Στο άρ.12 παρ.1 ΚΙΔ ορίζεται ότι «ο γιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή», διαφορετικά θα πρόκειται για παράνομη πράξη, όπως προαναφέρθηκε, είτε ως προσβολή της προσωπικότητας είτε ως σωματική βλάβη. Στην συνέχεια, στην παρ.2 απαριθμούνται οι προϋποθέσεις έγκυρης συναίνεσης του ασθενή: α) να παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση(άρ.11 ΚΙΔ), β) ο ασθενής να έχει ικανότητα για συναίνεση, γ) η συναίνεση να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη και δ) η συναίνεση να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη, και κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και κατά το χρόνο της εκτέλεσής της.

Στο άρ.11 ΚΙΔ αναφέρονται εκτενώς τα θέματα για τα οποία θα πρέπει να ενημερωθεί ο ασθενής. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται η πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, οι συνέπειες και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι ή επιπλοκές, οι εναλλακτικές επιλογές που ο γιατρός θεωρεί σωστές και ο πιθανός χρόνος αποκατάστασης. Ενημέρωση θα πρέπει, επίσης, να υπάρχει και για το τι μπορεί να πάθει αν ο ασθενής αποκρούσει την ιατρική πράξη. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο ασθενής έχει μια πλήρη εικόνα της κατάστασης του και είναι ελεύθερος να αποφασίσει ποια οδό θα ακολουθήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γιατρός δεν μπορεί να επιλέξει αυτοβούλως να ενημερώσει τους οικείους του ασθενούς αντί για τον ίδιο επειδή ο τελευταίος θα στεναχωρηθεί ή φοβάται, εκτός αν κρίνεται ότι από αυτό που θα ακούσει θα προκληθεί με βεβαιότητα βλάβη της υγείας του. Στην παρ. 2 του άρ.11 ΚΙΔ προβλέπεται η δυνατότητα του ασθενούς να παραιτηθεί από την ενημέρωση και να υποδείξει ο ίδιος τα άτομα που θα ενημερωθούν για την κατάσταση της υγείας του στη θέση του.

Πηγή Εικόνας: thegreenfund.com

Το άρ.12 ΚΙΔ συνδέει την ικανότητα για συναίνεση με την πλήρη ικανότητα για δικαιοπραξία. Αν ο ασθενής είναι ανήλικος, η συναίνεση δίνεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλεια. Όταν δεν είναι κοινή η επιμέλεια, εφαρμόζεται η θεωρία του πυρήνα της γονικής μέριμνας. Σύμφωνα μ’ αυτή, μπορεί ο ένας γονέας να έχει την επιμέλεια, αλλά για τα σοβαρά ιατρικά θέματα (πχ ιατροχειρουργικές επεμβάσεις) πρέπει να συναποφασίζουν, ενώ για τις επείγουσες ή τρέχουσες ιατρικές πράξεις μπορεί να αποφασίσει μόνος του ο γονέας που έχει την επιμέλεια. Η ρύθμιση για τους ανηλίκους είναι ατυχής, καθώς δεν υπάρχει διαβάθμιση για τους ώριμους ανηλίκους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ένας δεκαεπτάχρονος να κάνει μη επικίνδυνες ιατρικές πράξεις (πχ να βάλει σιδεράκια) χωρίς να λάβει τη συναίνεση του γονέα.

Αν ο ασθενής είναι υπό την επήρεια ψυχικής ή διανοητικής νόσου και βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση,  η συναίνεση θα δοθεί από τον δικαστικό συμπαραστάτη, διαφορετικά από τους οικείους του. Αν υπάρξει φάση διαύγειας, και αυτό αποδεικνύεται, τότε και ο ίδιος ο ασθενής μπορεί να δώσει τη συναίνεση.

Σύμφωνα με το άρ.12 παρ.3 ΚΙΔ, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις που δεν απαιτείται συναίνεση: α) στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας, β) στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας ή γ) αν οι γονείς ανήλικου ασθενή ή οι συγγενείς ασθενή που δεν μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, να συναινέσει, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή.

Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση της παροδικής αδυναμίας συναίνεσης, όταν ο ασθενής είναι αναίσθητος, αλλά καθόλα ικανός; Υποστηρίζονται δύο απόψεις, είτε θα αντιμετωπιστεί όπως η ανικανότητα, οπότε οι γιατροί θα αναζητήσουν τους οικείους του ασθενούς, είτε ως αδυναμία. Στην αδυναμία, αν η ιατρική πράξη είναι επείγουσα, ο γιατρός παρεμβαίνει χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση κανενός, ενώ αν δεν είναι και προβλέπεται ότι ο ασθενής θα συνέλθει, τότε ο γιατρός οφείλει να περιμένει να ρωτήσει τον ίδιο.

Είναι νομικά δυνατό ένα πρόσωπο, πριν βρεθεί σε κίνδυνο ζωής ή σε βαριά βλάβη της υγείας του, να δεσμεύσει τους οικείους και τους γιατρούς του ως προς τις επιλογές τους, που αφορούν την υγεία του για το χρόνο που δεν θα μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του; Καταρχήν, ο ασθενής έχει δικαίωμα να αποκρούσει ακόμη και μια σωτήρια, για τη ζωή και την υγεία του, ιατρική πράξη. Το πρόβλημα ανακύπτει σχετικά με την προϋπόθεση της συναίνεσης στο άρ.12 παρ.2 (δ) ΚΙΔ, ότι αυτή πρέπει να δίνεται σε τέτοιο χρονικό σημείο, ώστε να βρίσκεται σε σύνδεση με συγκεκριμένη, επικείμενη ιατρική πράξη. Στο ελληνικό δίκαιο, οι πληρεξούσιοι υγείας και οι διαθήκες ζωής δεν ισχύουν. Το ζήτημα παραμένει, λοιπόν, άλυτο και απαιτείται μια σχετική νομοθετική ρύθμιση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης, Διάλογος με τη Νομολογία, Κατερίνα Φουντεδάκη,  Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ, 2018
  • Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, διαθέσιμος εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Μαρία Τοκμακίδου
Άννα Μαρία Τοκμακίδου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά και έχει συμμετάσχει σε εθελοντικές ομάδες σχετικά με το περιβάλλον, τα ζώα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ενδιαφέρεται κυρίως για θέματα δικαίου ιατρικής ευθύνης και διεθνούς δικαίου, για το σκοπό αυτό έχει παρακολουθήσει συναφή σεμινάρια και έχει πάρει μέρος σε θερινά σχολεία. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τον χορό, τη γυμναστική και τα ταξίδια.