20.9 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟι τράπεζες και ο κίνδυνος νέας ανακεφαλαιοποίησης

Οι τράπεζες και ο κίνδυνος νέας ανακεφαλαιοποίησης


Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,

Πολλά έχει υποστεί το τραπεζικό μας σύστημα τα τελευταία χρόνια, με αποτελέσματα να έχει βρεθεί σε διάφορες στιγμές προ πλήρους κατάρρευσης, με ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης. Όλα ξεκίνησαν, όπως σημείωσα σε προηγούμενο άρθρο, από τις ισχυρές πιέσεις που δέχθηκε λόγω της παγκόσμιας κρίσης του 2008. Η κρίση αυτή επηρέασε περισσότερο τις αδύναμες οικονομίες και όσες παρουσιάζαν διαρθρωτικά ή δημοσιονομικά ζητήματα, όπως στη δική μας περίπτωση. Αυτό οφείλεται, γενικά, στην έλλειψη αντοχής και ευελιξίας αυτών των χωρών, ώστε να αντιμετωπίσουν αυτοδύναμα τις οποίες αναταράξεις. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκαν εξωτερική χρηματοδότηση. Στην Ευρώπη… μνημονιακές συμβάσεις.

Η κατάρρευση κατέδειξε την ανάγκη βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης και εποπτείας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το τραπεζικό μας σύστημα την εποχή εκείνη, αν και σε ανάπτυξη ακόμα η οικονομία, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο, παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων. Μιλούσαν τότε για θωρακισμένες τράπεζες. Πολύ σύντομα όμως, το 2009, οδηγηθήκαμε στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση. Από τότε και με το πέρασμα των προγραμμάτων λιτότητας, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πέρασε από 40 κύματα… Η κρίση επιδείνωσε την ήδη δύσκολη κατάσταση για τις τράπεζες. Απόσυρση καταθέσεων και μείωση συναπτόμενων δανείων έγιναν ο κανόνας, ενώ μεγάλο ποσοστό των ήδη υπαρχόντων δανείων «κοκκίνισαν», αφού πολλοί δανειολήπτες είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται και συνολικά την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Τα τρία ανωτέρω στοιχεία συνθέτουν την ουσία του τραπεζικού προβλήματος στη χώρα μας. Σε αυτό το περιβάλλον, οι τράπεζες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Άλλωστε, η ταυτόχρονη μείωση δανείων και καταθέσεων προκαλεί συγχρόνως, για μια τράπεζα, συρρίκνωση του Ενεργητικού της και των διαθεσίμων της. Δεν ήταν, λοιπόν, οικονομικά παράλογο να οδηγηθούμε σε δύο νέες ανακεφαλαιοποιήσεις τα έτη 2013 και 2014.

Μετά την τελευταία, ωστόσο, και με δεδομένο ότι το δεύτερο μνημόνιο ολοκληρωνόταν στις αρχές του 2015 υπήρχε η ελπίδα ότι θα ήταν και η τελευταία. Όνειρο απατηλό! Τι κι αν μόλις οι ελληνικές τράπεζες είχαν περάσει με επιτυχία τα stress tests… μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, η εκλογή μιας νέας κυβέρνησης και ένα καταστροφικό για την οικονομία εξάμηνο εσωστρέφειας και πολιτικών παλινωδιών ήταν αρκετά για να φέρουν τις τράπεζες στο χείλος της καταστροφής. Η μαζική απόσυρση καταθέσεων το καλοκαίρι του 2015, το προσωρινό κλείσιμο των τραπεζών και έπειτα τα capital controls θα μείνουν στην ιστορία σαν μια μελανή σελίδα για τον κλάδο και τρανό παράδειγμα του πως η πολιτική μπορεί να διαλύσει μια οικονομία. Τελικώς, το αποτέλεσμα και πάλι ήταν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση για τρίτο συναπτό έτος το φθινόπωρο του 2015. Όλες αυτές οι εξελίξεις και τα γεγονότα που περιγράφηκαν αποτυπώθηκαν και στις μετοχές των τραπεζών και δη στο χρηματιστηριακό δείκτη του κλάδου, ο οποίος στην χαμηλότερη τιμή του άγγιξε τις 281,7 μονάδες στις αρχές του έτους. Πρακτικά οι μετοχές των τραπεζών το διάστημα εκείνο σχεδόν μηδένισαν. Ο δείκτης σημειωτέον, μέσα στην κρίση, είχε προσεγγίσει στην άνοδό του ακομά και τις 30000 μονάδες το 2014, ενώ τα τελευταία δυο χρόνια παρά τις έντονες διακυμάνσεις κινείται γύρω στις 600. Αν και τα νούμερα αυτά εξαρτώνται ως έναν βαθμό και από τις αποφάσεις των εταιριών, στην προκειμένη περίπτωση μιλούν από μόνα τους.

Πάμε, ωστόσο, στο σήμερα. Ας δούμε τις προκλήσεις και τα ζητήματα που μας αφορούν εν έτει 2019, μετά την αναγκαία ιστορική αναδρομή… Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων συνεχίζει μέχρι και σήμερα, παρά τις διάφορες προσπάθειες για την ανάσχεσή του, να αποτελεί μια μάστιγα για τις τράπεζες. Είναι πιο κρίσιμο από ποτέ να διαμορφωθεί ένα συνολικό πλαίσιο λύσης ακόμα και αν περιλαμβάνει περισσότερες δόσεις ή κούρεμα δανείων. Εκφράζονται φόβοι πως αν δεν υπάρξει μια άμεση λύση στο ζήτημα της ρύθμισης των δανείων ενδεχομένως να καταστεί αναγκαία μια ακόμα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αυτή τη φορά όμως με bail-in, με κούρεμα δηλαδή μέρους των καταθέσεων για ποσά άνω των 100.000€, όπως φαίνεται. Σε αυτό το σημείο, βέβαια, εμπλέκονται και ζητήματα πολιτικής διαχείρισης όπως η προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να ικανοποιηθούν κατά το δυνατόν και οι δύο πλευρές. Ούτε να φτάσουμε να βλέπουμε νοικοκυραίους να ξεσπιτώνονται μαζικά ούτε όμως και να τεθεί σε κίνδυνο εκ νέου η βιωσιμότητα των τραπεζών.

Από την άλλη, μπορεί τα capital controls να φτάνουν στο τέλος τους και θα ήταν λογικό να κινούμασταν προς μια κάποια σταθερότητα, ωστόσο η πλήρης εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα δεν έχει αποκατασταθεί και οι καταθέσεις που «έφυγαν» το 2015 δεν έχουν επιστρέψει… Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να πείσεις όσους απέσυραν τα χρήματά τους από την τράπεζα για να τα τοποθετήσουν στην ασφάλεια του… εσωτερικού του στρώματος να κάνουν το βήμα της επανατοποθέτησης. Σαφώς το παραπάνω δεν αποτελεί δικαιολογία, αλλά καταδεικνύει τη δυσκολία της οικοδόμησης της τραπεζικής πίστης. Η απώλειά της, ωστόσο, όπως είδαμε είναι πολλαπλώς ευκολότερη.

Η ελπίδα; Η άνοδος, με αργά βήματα, της οικονομίας μπορεί να συντελέσει στη βελτίωση της εικόνας και του τραπεζικού συστήματος. Η προσωρινή, για την ώρα, έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, το τελευταίο διάστημα, είχε ως άμεση συνέπεια την αύξηση των τιμών των μετοχών των τραπεζών, που παραμένουν ωστόσο σε «πολικα» επίπεδα… Προτεραιότητα, πλέον, θα πρέπει να αποτελεί η ρύθμιση συνολικά των μη εξυπηρετούμενων δανείων για την ανακούφιση των τραπεζών και συγχρόνως όσο γυρίζει η οικονομία να αρχίσουν να επιστρέφουν καταθέσεις και να συνάπτονται πιο εύκολα δάνεια, πράγμα που την τελευταία δεκαετία είχε καταστεί είδος υπό εξαφάνιση για την οικονομία. Ο δρόμος είναι μακρύς και η πολιτική ηγεσία είναι ανάγκη επιτέλους να στηρίξει πάση δυνάμει τις τράπεζες να σταθούν στα πόδια τους… Όχι για το καλό των τραπεζιτών, όπως θα μπορούσε κάποιος εύκολα να απαντήσει, αλλά για το καλό της ελληνικής οικονομίας, των ιδιωτών, των επιχειρήσεων… όλων!


Μανώλης Ανδριγιαννάκης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ