15.9 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΣυνεντεύξειςΟ Γιωργος Παγουλατος μιλάει στο offlinepost για τις εξελίξεις και τις προκλήσεις...

Ο Γιωργος Παγουλατος μιλάει στο offlinepost για τις εξελίξεις και τις προκλήσεις σε Ευρώπη – Ελλάδα

Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,

Ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, μιλάει στο offlinepost για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, το νέο υπόδειγμα ανάπτυξης της Ελλάδας και απαντάει στο ερώτημα για το εάν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος του Grexit.

Πιο συγκεκριμένα, αποτυπώνει την άποψη του στο ερώτημα εάν η οικονομία έχει σταθεροποιηθεί, διατυπώνει την γνώμη του ως προς το ποια θα πρέπει να είναι η μετά-Brexit εστίαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρει τις πιθανές δυσχέρειες που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι μελλοντικές κυβερνήσεις και μιλάει για τις μεταρρυθμίσεις που θα κληθούν να προωθήσουν. Εκφράζει, επίσης, την άποψη του σχετικά με το που θα πρέπει να στραφεί η ελληνική οικονομία και για το εάν οι Έλληνες πολίτες είναι έτοιμοι να υποδεχτούν περισσότερο στη καθημερινότητά τους την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Σχολιάζει, τέλος, το πρόσφατο κύμα εξέγερσης στην Γαλλία, από το Κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων».

Τον καθηγητή κ. Γιώργο Παγουλάτο πολλοί, ίσως, να έχουν διαβάσει στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Καθημερινή» από το 2007, χρονιά οπότε και ξεκίνησε την συνεργασία του με την ιστορική εφημερίδα. Σίγουρα οι περισσότεροι οικονομολόγοι, φοιτητές οικονομικών και πολιτικών τμημάτων, γνωρίζουν μέσα από τα εγχειρίδια που έχει συγγράψει, επιμεληθεί ή απλώς γράψει το επίμετρο αυτών.

Ο ίδιος σπούδασε στη Νομική Αθηνών, έλαβε Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έπειτα, συνέχισε την μεταδιδακτορική του έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον (ΗΠΑ), με αντικείμενο την συγκριτική οικονομική πολιτική. Σήμερα, διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, στην Μπρυζ του Βελγίου.

Το πιο πρόσφατο βιβλίο του κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος (2016) και φέρει τον τίτλο «Το Νησί που φεύγει 121+1: Κείμενα για την Ελληνική Κρίση». Είναι ενεργός στα social media και ιδιαίτερα στο twitter (@gpagoulatos).

Τον ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση της συνέντευξης.

  1. Κύριε καθηγητά, ποιο θεωρείτε ότι είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τις εξελίξεις με το Brexit και τη γενικευμένη άνοδο του προστατευτισμού; Είναι ώρα για μια εμβάθυνση, που μπορεί να φτάσει σε ομοσπονδοποίηση ή πάμε για μια ακόμα διεύρυνση;

Για να είμαστε ρεαλιστές, για να ξεκινήσω από το τελευταίο ερώτημα, το παράθυρο ευκαιρίας για περαιτέρω εμβάθυνση έκλεισε με το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, το οποίο έβαλε στο συρτάρι τις πιο γενναίες προτάσεις για εμβάθυνση της ευρωζώνης και θα ξανανοίξει μετά από πολλά χρόνια και αυτό είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη.

Σε ότι αφορά τη διεύρυνση, η όρεξη είναι πολύ περιορισμένη. Θα είναι περιορισμένης εμβέλειας και με σημαντική καθυστέρηση. Τώρα, που πηγαίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, λειτουργώντας υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, έχοντας να διαχειριστεί μια πολυκρίση (ο όρος poly-crisis, είναι αυτός που επικράτησε στις Βρυξέλλες για να περιγράψει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια) έχοντας το Brexit, τα απόνερα της κρίσης της Ευρωζώνης, έχοντας τη μεταναστευτική κρίση, την κρίση του προσφυγικού και έχοντας από την άλλη άκρη του Ατλαντικού έναν εξαιρετικά προβληματικό εταίρο στο πρόσωπο του Trump. Παρόλα αυτά η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα, αυτό από μόνο του δεν είναι επιτυχία, αλλά αν συγκρίνει κανείς τα κεκτημένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, είναι κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία για μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο Ευρωπαϊκό project και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, των Ευρωπαίων για την Ένωση που έχουν φτιάξει.

Αυτή η Ένωση φάνηκε πολύ ισχυρή απέναντι στη Βρετανία. Κάτι το οποίο πολλοί δεν έχουν προσέξει είναι ότι όχι μόνο το Brexit εξελίσσεται με έναν τρόπο, κατά τον οποίο οι καταστροφικές συνέπειες εκδηλώνονται κυρίως εις βάρος της Βρετανίας, που στο κάτω-κάτω επέλεξε αυτή την αυτοκαταστροφική πορεία, αλλά και οι δυσμενείς επιπτώσεις περιορίζονται σε ότι αφορά την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά επίσης κυρίως το γεγονός ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση επέδειξε μία πάρα πολύ ισχυρή αλληλεγγύη και ενότητα υπεράσπισης ενός κράτους-μέλους της, την Ιρλανδία, απέναντι στην αποχωρούσα Βρετανία. Οι όροι του Brexit όπως έχουν διαμορφωθεί είναι τέτοιοι ώστε να προστατεύουν πλήρως τα δικαιώματα της Ιρλανδίας όπως αυτά απορρέουν από τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, το Good Friday Agreement και όπως απορρέουν από το κεκτημένο για την Ιρλανδία της ενιαίας αγοράς. Από αυτή τη διαδικασία, λοιπόν, η Βρετανία ζημιώνεται, σε βαθμό τέτοιο που να απειλείται ακόμα και η συνοχή του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτό είναι εκείνο που έχει προκαλέσει αυτή την κοινοβουλευτική και πολιτική κρίση στην Βρετανία, προκείμενου να προστατευτεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα κράτος-μέλος. Για τη Βρετανία είναι η μεγαλύτερη ζημιά εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Για την ΕΕ είναι μια κορυφαία στιγμή ενότητας και επίδειξης κοινοτικής αλληλεγγύης.

Σε ότι αφορά, δε, την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ναι τα χειρότερα έχουν αποφευχθεί αλλά η ΕΕ παραμένει διαιρεμένη, διαιρεμένη μεταξύ Βορρά και Νότου στο θέμα της Ευρωζώνης, και μεταξύ Ανατολής και Δύσης στο προσφυγικό και στο μεταναστευτικό. Αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή πρόκληση που δεν είναι μόνο από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπως ο προστατευτισμός του Τrump, αλλά είναι και η ανάδυση ενός αντιφιλελεύθερου ή αυταρχικού προτύπου διακυβέρνησης όπως αυτό εκπέμπεται όχι μόνο από τον Ερντογάν, τον Πούτιν, τον Τραμπ που έχουν τις ίδιες τάσεις αλλά και από το ίδιο το εσωτερικό της ΕΕ, από κυβερνήτες όπως ο Ορμπάν. Αυτό είναι μια μεγάλη απειλή, πρόκληση για το ευρωπαϊκό κεκτημένο την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση ως τώρα αντιμετωπίζει με ενότητα, αλλά όχι πλήρη ενότητα, όχι όλων των μελών της και η άνοδος του εθνικισμού είναι μια σοβαρή πρόκληση για την ΕΕ, η οποία θα εκδηλωθεί και στις επόμενες ευρωεκλογές. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν πρόκειται να δώσει ένα ευρωκοινοβούλιο καλύτερο από το σημερινό. Καθ’ όλες τις ενδείξεις το Ευρωκοινοβούλιο που θα προκύψει τον Μάιο του 2019 θα είναι χειρότερο από το σημερινό, θα είναι περισσότεροι οι εθνικιστές της Λε Πεν, του Ορμπάν, του Σαλβίνι και άλλων συναφών δυνάμεων. Αυτό όμως θα είναι ξανά μια ευκαιρία για την Ευρώπη να επανεπιβεβαιώσει τα ιδεώδη της, τις αξίες της και να ενδυναμώσει την προσπάθεια προστασίας του σημαντικού, ευρωπαϊκού κεκτημένου σε πολλούς τομείς και την προσπάθεια, η οποία κρατάει πολύ χρόνο και εκτείνεται σε βάθος ιστορικού χρόνου, περαιτέρω εμβάθυνσης αυτού του κεκτημένου.

  1. Η καταστάση στην ελληνική οικονομία δεν έχει πλήρως σταθεροποιηθεί. Εσείς θεωρείτε ότι υφίσταται ακόμα ένας κίνδυνος Grexit; Θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον ζητήματα τύπου οικονομικής ελάφρυνσης, όπως ένα haircut ή θεωρείτε πώς πάμε για ένα 4ο μνημόνιο;

Δεν θεωρώ ότι ο κίνδυνος του Grexit είναι ισχυρός στο ορατό μέλλον. Βεβαίως, η πιθανότητα δεν είναι μηδενική αλλά είναι πολύ χαμηλή κυρίως γιατί η χώρα ολοκλήρωσε μια σημαντική προσαρμογή με τεράστιες αδυναμίες και κυρίως με τεράστιες απώλειες ευκαιριών. Όπως αυτό που έζησε η χώρα την περίοδο μετά το 2015, όταν χάσαμε την ευκαιρία να ωφεληθούμε από την σημαντική ανάκαμψη στην ευρωζώνη και από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και ήμασταν η μόνη χώρα στην ευρωζώνη που έμεινε με ύφεση το ’15 και το ’16 και με πολύ αδύναμη ανάπτυξη το ’17. Ενώ θα έπρεπε, βγαίνοντας από μία τέτοια ύφεση να βγούμε πολύ ταχύτερα (θυμίζω, το ’14 ήταν έτος θετικής ανάπτυξης) και να βγούμε με πολύ δυναμικότερη ανάπτυξη και να επωφεληθούμε από το πλαίσιο, το εξαιρετικά ευνοϊκό για την ευρωζώνη, που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν και στις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Χάσαμε, λοιπόν, πολύτιμες ευκαιρίες αλλά τουλάχιστον θα έλεγα, το χειρότερο αποφεύχθηκε, το Grexit έχει φύγει από τον ορίζοντα, το θέμα είναι ότι η κρίση έχει αφήσει μεγάλες πληγές και δεν μιλάω μόνο για την ανεργία, την απώλεια παραγωγικού κεφαλαίου, την αποεπένδυση, το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης και την απώλεια ανθρώπινου δυναμικού, το λεγόμενο Brain Drain, που όλα αυτά είναι από μόνα τους τεράστια προβλήματα, αλλά μιλάω και για το βάρος της υπερφορολόγησης, το οποίο περιορίζει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

Για τους λόγους αυτούς, νομίζω ότι θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια στο πεδίο της ενίσχυσης της ανάπτυξης και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, στο πεδίο του να εμπνεύσει η επόμενη κυβέρνηση εμπιστοσύνη στους επενδυτές και στο πεδίο του να ενδυναμώσει την στροφή της ελληνικής οικονομίας προς μεγαλύτερη εξωστρέφεια και να ενισχύσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Το κούρεμα του χρέους είναι έξω από την συζήτηση, αλλά αυτό που θα έχουμε μπροστά μας, θα είναι διαδοχικές κινήσεις διαχείρισης του χρέους μέσα από επιμηκύνσεις λήψεων, μέσα από επιμηκύνσεις περιόδων χάριτος, μέσα από μειώσεις επιτοκίων, μέσα από μικρής εμβέλειας ή μεγαλύτερης reprofiling του χρέους και αυτό θα καταστήσει το χρέος βιώσιμο. Προκειμένου αυτό να γίνεται και να εκτείνεται σε βάθος χρόνου θα πρέπει η χώρα να επιδεικνύει δημοσιονομική αξιοπιστία και προσήλωση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

  1. Ποιό θεωρείτε ότι θα είναι το κυριότερο οικονομικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν οι επόμενες κυβερνήσεις στο μέλλον;

Νομίζω ότι θα είναι η ανάγκη να αυξηθεί η παραγωγική δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας, να αυξηθεί δηλαδή η δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να αναπτύσσεται μακροχρόνια με υψηλότερους ρυθμούς από αυτούς που οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις εκτιμούν ότι θα είναι γύρω στο 1%. Πρέπει η ελληνική οικονομία να μπορεί να αναπτύσσεται κοντύτερα στο 1.5% μακροπρόθεσμα και να έχει ισχυρότερη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, κοντά και πάνω από 2% σε σχέση με τις πολύ πιο μετρημένες προβλέψεις που διατυπώνονται. Ήδη κάποιες τελευταίες εκθέσεις δείχνουν ότι αναμένουμε κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης για το 2021, 2022 και τα λοιπά.

Αυτό θα απαιτήσει την προσέλκυση μεγάλης κλίμακας επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, θα απαιτήσει μεταρρυθμίσεις που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα, θα απαιτήσει στόχευση των επενδύσεων, θα απαιτήσει σειρά παρεμβάσεων που βελτιώνουν την συνολική ανταγωνιστικότητα και ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας και, βέβαια, ένα μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, που θα είναι πιο φιλοαναπτυξιακό από αυτό που ήτανε τα τελευταία χρόνια.

  1. Μετά την ψήφιση της μη περικοπής των συντάξεων, θεωρείτε πως θα καταστεί αναγκαίο το μέτρο αυτό μελλοντικά; Πώς θα κληθεί να αντιμετωπίσει στο μέλλον η οποιαδήποτε κυβέρνηση μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση;

Η γνώμη μου είναι ότι οι περαιτέρω ασφαλιστικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, θα είναι αδύνατο να αποφευχθούν, όπως άλλωστε θα είναι αναγκαίο να υπάρξουν παρεμβάσεις στα ασφαλιστικά συστήματα όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως της ευρωζώνης, που είναι και οι πιο αναπτυγμένες χώρες ή εν πάση περιπτώσει αυτές που έχουν και μεγαλύτερο βάρος ασφαλιστικού χρέους, κατά τεκμήριο. Θα χρειαστούν λοιπόν στο μέλλον και άλλες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό και στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτές θα έχουν την μορφή επέκτασης των ορίων ηλικίας, πιθανόν να έχουν και την μορφή μείωσης συντάξεων, που φοβάμαι ότι αυτό σε βάθος χρόνου θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί εάν δεν αυξηθεί το παραγωγικό δυναμικό. Αυτό που θα κρίνει την τελική έκβαση θα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και το ποσοστό απασχόλησης σε αυτήν.

Εάν η ελληνική οικονομία μπορεί να τρέξει ταχύτερα, να μειώσει την ανεργία και να επαναπατρίσει ένα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού που έχει χαθεί, τότε ασφαλώς οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό θα είναι ηπιότερες. Αν όμως η οικονομία παραμείνει σε μία κατάσταση στασιμότητας με υψηλή ανεργία, τότε θα κλειδωθούμε σε ένα φαύλο κύκλο μη βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος, πολύ υψηλών ασφαλιστικών εισφορών που θα συνθλίβουν τα κίνητρα για απασχόληση και για δημιουργία θέσεων εργασίας και συρρικνούμενων συντάξεων.

  1. Που θα πρέπει να εστιάσουμε σαν χώρα; Σε ποιους τομείς της οικονομίας, πέραν του τουρισμού, θα πρέπει να στραφούμε;

Αυτή είναι η συζήτηση για το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Μια σειρά εκθέσεων έχουν δείξει, ότι κατ’ αρχήν υπάρχει μία σύγκλιση ως προς τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει το νέο υπόδειγμα ανάπτυξης. Πρέπει να στηρίζεται στις επενδύσεις και όχι τόσο στην κατανάλωση. Με μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, στις οποίες η ελληνική οικονομία έχει πολύ χαμηλές επιδόσεις προσέλκυσης. Πρέπει να στηρίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις εξαγωγές και την εξωστρέφεια. Το κόστος των εξαγωγών παρά την αύξηση που συντελέστηκε στα προηγούμενα χρόνια της κρίσης παραμένει πολύ χαμηλό σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μιλάω για χώρες ανεπτυγμένες με εξαγωγική βιομηχανία. Μιλάω για χώρες όπως η Πορτογαλία, που βελτίωσαν θεαματικά τις επιδόσεις τους σε εξαγωγές τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως τις επιδόσεις τους σε εξαγωγές υψηλής ποιότητας και υψηλότερης τεχνολογίας προϊόντων.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μία οικονομία η οποία θα έχει αυτά τα χαρακτηριστικά μεγαλύτερης εξωστρέφειας στις εξαγωγές και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Μεγαλύτερης έμφασης στις στοχευμένες επενδύσεις και στην δημιουργία παραγωγικού κεφαλαίου μέσα από καλύτερη στόχευση αυτών των επενδύσεων, όπως οι τομείς υψηλής τεχνολογίας, σε reskilling, επανακατάρτιση και βελτίωση των δεξιοτήτων. Αυτό χρειάζεται έμφαση στην καλύτερη σύνδεση του συστήματος εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες της με την παραγωγή, χρειάζεται διαρθρωτικές παρεμβάσεις σε αυτόν τον τομέα και χρειάζεται διαρθρωτικές παρεμβάσεις σε πλήθος τομέων, όπως εκείνοι που επισημαίνονται κάθε χρόνο από τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, από την World Bank, το World Economic Forum, τον ΟΟΣΑ, κτλ.

Τώρα, ποιοι είναι οι τομείς στους οποίους θα μπορούσε να εστιαστεί η ελληνική οικονομία έχουν αναφερθεί από διάφορες εκθέσεις. Αναδεικνύεται μία σειρά τομέων. Είναι οι τομείς που αφορούν τους εμπορεύσιμους κατ΄αρχήν κλάδους, τους tradable sectors, τους κλάδους που μπορούν να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες για την διεθνή ζήτηση, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς τους οποίους η ελληνική οικονομία έχει συγκριτικά, ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

Ο τουρισμός είναι ένας από αυτούς που αναφέρατε, αλλά όχι μόνο. Μία οικονομία αποκλειστικής εξάρτησης από τον τουρισμό είναι μια οικονομία που κινδυνεύει από κρίσεις συγκυριακού χαρακτήρα και επίσης, μία οικονομία που δεν μπορεί να βελτιώνει τα εισοδήματα σε σταθερό ρυθμό. Χρειάζεται, επίσης, καλλιέργεια και τομέων που συνδέονται με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα, όπως είναι ο ευρύτερος τομέας του πολιτισμού, της αγροτοβιομηχανίας, η ανάπτυξη συμπληρωματικοτήτων μεταξύ πολιτιστικού προϊόντος, τουριστικού προϊόντος και αγροτικού προϊόντος με διάφορους τρόπους – υπάρχουν οι επιχειρήσεις που τα συνδυάζουν όλα αυτά μαζί – η έμφαση στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, ο κλάδος των logistics, οι επιχειρήσεις εφοδιαστικής αλυσίδας, οι μεταφορές. Η Ελλάδα μπορεί να έχει υψηλές επιδόσεις σε συγκεκριμένους κλάδους υψηλής τεχνολογίας, software κτλ.

Πρέπει να «καβαλήσουμε» το επόμενο κύμα τεχνολογικής εξέλιξης – η λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση –, πρέπει να προσανατολίσουμε την παραγωγή μας προς αυτούς τους κλάδους, ούτως ώστε να μπορούμε να είμαστε, όταν ξαναμπούμε στην ανάπτυξη, «καβάλα» στο επόμενο κύμα τεχνολογικής ανάπτυξης και όχι στο προηγούμενο. Να οργανώσουμε και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα στη βάση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, χώρες όπως η Εσθονία το έχουν κάνει.

Αυτό δίνει ένα περίγραμμα των κλάδων με την ανάπτυξη των οποίων θα μπορούσε η ελληνική οικονομία να γίνει πιο ανταγωνιστική και να επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον.

  1. Ως προς αυτό, πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να υποδεχθεί περισσότερες μορφές ηλεκτρονικής διακυβέρνησης;

Κοιτάξτε, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση προϋποθέτει για να μπορέσει να αξιοποιηθεί – γιατί εδώ δεν είναι το θέμα απλώς ότι εισάγεις μία νέα τεχνολογία- το θέμα της διάχυσης αυτής της τεχνολογίας, η οποία θα μπορεί να έχει ευμενείς συνέπειες στην παραγωγικότητα μόνο εάν μπορεί να υιοθετηθεί σε ευρεία κλίμακα και να αλλάξει την ζωή των ανθρώπων, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συναλλάσσονται και λειτουργούν σε σχέση με το κράτος. Άρα, χρειαζόμαστε διάχυση των τεχνολογιών και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.

Αυτό σημαίνει «ξεβόλεμα». Σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι πρέπει να αλλάξουν συνήθειες, όπως αλλάξαμε συνήθειες στο πως υποβάλλουμε τις φορολογικές μας δηλώσεις και πλέον πρέπει να αποκτήσουμε ηλεκτρονικό μητρώο, όπως αλλάξαμε συνήθειες στο πως πρέπει να συναλλασσόμαστε με την δημόσια διοίκηση και τώρα πια αντί για ουρές στους δημόσιους οργανισμούς αρκεί να μπαίνουμε στο internet. Αυτό θέλει μια δυσκολία μετάβασης, πολλές φορές ιδίως για τους πιο ηλικιωμένους συμπολίτες μας μπορεί να είναι πιο δύσκολο. Αλλά η πρόοδος είναι αυτό το πράγμα.

Όπως είχε πει η Ντόροθι Πάρκερ «δεν έχω τίποτα εναντίον της προόδου, το πρόβλημά μου είναι ότι δεν είμαι πολύ ευτυχής με την αλλαγή». Δηλαδή, η πρόοδος είναι μία έννοια που την δεχόμαστε εύκολα αλλά δεν θέλουμε παράλληλα να αλλάζουμε τις συνήθειες μας. Πρέπει όμως να αλλάξουμε συνήθειες σε πολλά από αυτά, ιδίως εάν πρέπει να είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.

  1. Και κλείνοντας, μιας και είναι επίκαιρο θέμα και δεν έχει ακόμη κοπάσει, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια είναι η γνώμη σας σε σχέση με το Κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στην Γαλλία. Είναι πράγματι μόνο λαϊκό κίνημα ή εξυπηρετεί κάποιους η συνέχισή του μετά τις παροχές Μακρόν;

Κατ’ αρχήν είναι σαφές ότι εξυπηρετεί τα άκρα των λαϊκιστών, είτε αυτά εκφράζονται ως άκρα δεξιά, εξυπηρετεί την Λε Πεν η οποία τρίβει τα χέρια της με τον Κίνημα των Γιλέκων, εξυπηρετεί τον Μελανσόν που πήρε να πάρει και εκείνος ένα μέρος από την δόξα και όλους γενικά που εχθρεύονται το φιλελεύθερο, δημοκρατικό κεκτημένο της Γαλλίας και της Ευρώπης.

Από εκεί και πέρα πρέπει να δούμε λίγο τις βαθύτερες αιτίες, διότι δεν αρκεί απλώς η καταδίκη ακραίων εκδηλώσεων, πρέπει κυρίως να κατανοήσουμε ποιες είναι οι αιτίες που τις προκαλούν. Και η πραγματικότητα είναι ότι πρώτον η Γαλλία είναι μία χώρα υπερφορολογημένη σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παγκοσμίως είναι μία από τις χώρες με το μεγαλύτερο βάρος φορολόγησης στον αναπτυγμένο κόσμο. Αυτό είναι κάτι το οποίο οι Γάλλοι το αισθάνονται στην αγοραστική τους δύναμη. Και δεύτερον είναι μία χώρα στην οποία, όπως και σε πολλές άλλες του ανεπτυγμένου κόσμου (αλλά λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ ή τη Βρετανία να σημειώσουμε), είναι αισθητή, τις τελευταίες δεκαετίες, η διεύρυνση των ανισοτήτων.

Υπάρχει ένα αναδυόμενο χάσμα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, μεταξύ αυτών που τα εισοδήματα και ο πλούτος αυξάνονται, κάτι που έχουν δείξει μελετητές όπως ο Piketty. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι αυτοί που είναι πολύ πλούσιοι, περνάνε πολύ καλά, ο πλούτος τους και τα εισοδήματα από τον πλούτο (return on capital) μεγαλώνει, ενώ ένα μεγάλο μέρος πολιτών, εργαζομένων, που είναι είτε χαμηλότερων προσόντων, είτε ακόμα και κομμάτι της μεσαίας τάξης, των μεσαίων στρωμάτων, αισθάνονται ότι συμπιέζονται και ότι χάνουν έδαφος, και ότι οι αποδόσεις από την εργασία μένουν στάσιμες. Αυτό είναι λοιπόν -η αύξηση των ανισοτήτων και η στασιμότητα των μεσαίων στρωμάτων και ακόμη περισσότερο των πιο αδύνατων στρωμάτων – η γενεσιουργός αιτία του λαϊκισμού και στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως και στην Αμερική, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την άνοδο του Τραμπ.

Ειδικότερα στην Γαλλία έχουμε μία διεύρυνση των ανισοτήτων διαπεριφερειακά. Η Γαλλία είναι μία χώρα με μεγάλη ενδοχώρα και πολύ σημαντική και εκτεταμένη περιφέρεια/επαρχία. Η επαρχία, λοιπόν, έχει αρχίσει τις τελευταίες δεκαετίες να χάνει έδαφος εισοδηματικά σε σχέση με το κέντρο, γιατί ο πλούτος, η αξία, η γνώση, σωρεύονται στις μεγάλες πόλεις και επειδή η αξία αυτή δεν υπάρχει στην περιφέρεια, αυξάνεται και η εισοδηματική της απόσταση από το κέντρο. Εν προκειμένω από το Παρίσι ή από άλλες μεγάλες πόλεις της Γαλλίας.

Άρα, έχουμε μία διεύρυνση και των διαπεριφερειακών ανισοτήτων. Αυτό για πολύ κόσμο στην Γαλλία, που ζει στην επαρχία και χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του είτε για να πηγαίνει σε μία γειτονική πόλη, είτε για να πηγαίνει στο χωράφι, στο εργοστάσιο ή στην δουλειά, σημαίνει ότι εάν το κόστος της βενζίνης, του πετρελαίου αυξηθεί μέσω του φόρου, αυτό το πράγμα θα πλήξει ιδιαίτερα τα στρώματα εκείνα που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά τους.

Θέλω να σημειώσω ότι ο φόρος της βενζίνης, που ήταν η αφορμή για την οποία ξέσπασε αυτό το Κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων ήταν απολύτως ένα προοδευτικό μέτρο, κατά τ’ άλλα. Ήταν η προσπάθεια της Γαλλίας να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της Συνθήκης του Παρισιού για το παγκόσμιο κλίμα, για τον περιορισμό των ρύπων. Βλέπουμε, όμως, ότι και αυτή η καθ’ όλα προοδευτική και σημαντική προσπάθεια της Ευρώπης, στην οποία έχει παγκόσμια πρωταγωνιστικό και ηγετικό ρόλο, στην προσπάθεια περιορισμού των αερίων του θερμοκηπίου – άλλωστε η Συμφωνία του Παρισίου είναι κυρίως παιδί της Ευρώπης, απ΄την οποία βγήκε μονομερώς η Αμερική του Τραμπ – αντιμετωπίζει μεγάλες πολιτικές δυσκολίες και συνεπάγεται όχι μόνο οικονομικό αλλά και πολιτικό κόστος.

Αυτό είναι κάτι που δίνει το μέτρο των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ανεπτυγμένες Δημοκρατίες, καθώς προσπαθούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε ένα περιβάλλον παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού. Προσπαθούν να διαφυλάξουν τα κοινωνικά κεκτημένα, προσπαθούν να κρατήσουν όσο γίνεται και περιορισμένες τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και να αποτρέψουν την διεύρυνσή τους και προσπαθούν παράλληλα να πετύχουν τους στόχους της περιβαλλοντικής προστασίας και της αειφόρου ανάπτυξης, τους οποίους η ίδια η Ευρώπη έχει δεσμευτεί, και παράλληλα όλα αυτά, διαφυλάσσοντας το φιλελεύθερο, δημοκρατικό κεκτημένο, χωρίς να γλιστράνε σε αυταρχικές ή δημαγωγικές λύσεις τύπου Ορμπάν. Αυτό είναι λοιπόν μία πολύ δύσκολη προσπάθεια και είναι σαφές ότι οι κραδασμοί της εκδηλώθηκαν, εν προκειμένω, και στην προσπάθεια της Γαλλίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νικόλαος Ερμής, Ιδρυτής
Νικόλαος Ερμής, Ιδρυτής
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, Κρήτης και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι πολιτικός επιστήμονας και διεθνολόγος. Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες προσομοιώσεις, συνέδρια και σεμινάρια της νέας γενιάς. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στο ελεύθερο του χρόνου ασχολείται με την ιστορία ως ακαδημαϊκό αντικείμενο και την μελέτη του ελληνικού τραγουδιού.