20.1 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ δολοφονία του Γιάννη Ζεύγου

Η δολοφονία του Γιάννη Ζεύγου


Του Στέργιου Παπαστεργίου,

Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από έντονη αβεβαιότητα ως προς το πώς θα επιτευχθεί εθνική ομόνοια, ύστερα από τα γεγονότα του κατοχικού εμφυλίου και των Δεκεμβριανών. Ιδιαίτερα μετά την υπογραφή των συνθηκών της Καζέρτας και της Βάρκιζας και κυρίως μετά το ολέθριο λάθος της αποχής του ΚΚΕ από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946, παραστρατιωτικές ομάδες της ακροδεξιάς με τη στήριξη του κράτους εξαπέλυσαν ένα ανελέητο κυνηγητό ενάντια στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Την περίοδο αυτή που έμεινε γνωστή ως Λευκή Τρομοκρατία, κάθε είδους βία ήταν καθημερινό φαινόμενο, με την κατάσταση ιδιαίτερα στην ύπαιθρο να είναι αποπνικτική. Εξαιτίας του κλίματος αυτού, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειπαν τα χωριά τους προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο στα αστικά κέντρα.

Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις είχαν καταστεί κράτος εν κράτει, και πολλά από τα μέλη τους ήταν άτομα που είχαν προηγουμένως συνεργαστεί με τον κατακτητή. Εκμεταλλευόμενες το κατά τόπους αρνητικό λαϊκό αίσθημα έναντι των Κομμουνιστών λόγω των ακροτήτων των τελευταίων στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στην κρατική δομή και να καταλάβουν θέσεις εξουσίας, δρώντας τόσο αυτόνομα όσο και με άνωθεν διαταγές. Επίκεντρο των εμφυλιοπολεμικών διεργασιών υπήρξαν περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίες στα τέλη του 1946 είχαν σχεδόν αποκοπεί από την Παλαιά Ελλάδα λόγω της δράσης των ανταρτών.

Μέλη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του 1944 στην οποία συμμετείχε και το ΕΑΜ. Πηγή εικόνας: prin.gr

Αυτοί είχαν καταφύγει στον ένοπλο αγώνα σε ένα πλαίσιο που η στάση των αρχών γινόταν ολοένα και πιο σκληρή, υπό την καθοδήγηση αρχικά των Βρετανών και έπειτα των Αμερικάνων. Το περιβόητο Γ’ Ψήφισμα του Ιουνίου του 1946 «περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευόμενων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» είχε ως αποτέλεσμα τις πρώτες εκτελέσεις κατάδικων κομμουνιστών, ενώ μετά από πρόταση του νέου αρχηγού του ΓΕΣ Κ. Βεντήρη, δημιουργήθηκαν τρία στρατόπεδα εξορίας σε ξερονήσια για την «αποτοξίνωση» των αριστεροφρόνων. Η τρομοκρατία είχε συνάφεια και με το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό, που ξαναέφερε τον βασιλιά Γεώργιο Β’ με ποσοστό κοντά στο 70%, και που ήταν αποτέλεσμα έντονων πιέσεων.

Ενόσω είχαν ήδη ξεκινήσει οι εχθροπραξίες που θα οδηγούσαν σε κανονικό Εμφύλιο, το ΚΚΕ φαινόταν να πατά σε δύο βάρκες, αυτή της ρητορικής συμφιλίωσης και εκείνη της ενίσχυσης των αντάρτικων σωμάτων. Ως αντίδραση στα εξοντωτικά μέτρα που του είχαν επιβληθεί, προοδευτικά έθεσε ως στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, με τον ΔΣΕ μέχρι τότε να σημειώνει επιτυχίες στα πεδία των μαχών. Την κατάσταση επιδείνωσε και η απομάκρυνση επιφανών καθηγητών και ανωτάτων κρατικών στελεχών που θεωρήθηκε πως ήταν συμπαθούντες της αριστεράς. Η επτακομματική κυβέρνηση «εθνικής ενότητος» που σχηματίστηκε τον Ιανουάριο του 1947 δεν κατόρθωσε να φέρει λύσεις, την ώρα που το κράτος είχε διαλυθεί. Στο πλαίσιο αυτό, κατέφθασε στην Αθήνα και έπειτα στη Θεσσαλονίκη πολυμελής επιτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με σκοπό την εξέταση της κατάστασης που επικρατούσε στην Ελλάδα και των σχέσεων με τους βόρειους γείτονές της. Τότε ήταν που το επιφανές μέλος του ΚΚΕ, Γιάννης Ζεύγος, θα εύρισκε το θάνατο στους δρόμους της συμπρωτεύουσας. Ποιος ήταν όμως ο άνθρωπος αυτός και τι του συνέβη;

Ο Γιάννης Ταλαγάνης, που καθιερώθηκε με το συνωμοτικό επίθετο Ζεύγος ή Ζέβγος, ήταν δάσκαλος, ιστορικός και δημοσιογράφος, και αποτέλεσε ένα από τα πιο «βαριά» στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Λόγω της δραστηριότητάς του κατά τον Μεσοπόλεμο εξορίστηκε, φυλακίστηκε, ενώ αργότερα διορίστηκε Υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου στο Κάιρο, συμμετέχοντας στην υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας τον Σεπτέμβρη του 1944. Αν και κατά τα πρώτα χρόνια ήταν το πλέον αδιάλλακτο στέλεχος, στην πορεία άλλαξε τη στάση του, συνειδητοποιώντας πως η χώρα μπορεί να πάει μπροστά μόνον με εθνική ενότητα. Για τη στροφή του αυτή, καθώς και για τις υποχωρήσεις που έκανε στη σύσκεψη της Καζέρτας όπου αποφασίστηκε ο ορισμός του Βρετανού Ρόναλντ Σκόμπι ως αρχιστράτηγου των ελληνικών στρατευμάτων, κατηγορήθηκε για «δεξιά παρέκκλιση» και έπεσε σε δυσμένεια. Διατηρώντας όμως το κύρος του, εξακολουθούσε να επηρεάζει τις μάζες, με τη μετριοπάθεια και τον ρεαλισμό του.

Τον Φεβρουάριο του 1947, ο Ζεύγος είχε μεταβεί στη Θεσσαλονίκη ώστε να καταθέσει στην Επιτροπή σχετικά με την τρομοκρατία στην ελληνική ύπαιθρο. Το πρωί λοιπόν της 20ής Μαρτίου του 1947, αφού συνέταξε επιστολή προς την Επιτροπή στα γραφεία της κομμουνιστικής εφημερίδας Αγωνιστής ως εκπρόσωπος της ΚΕ του ΕΑΜ, και γευμάτισε επί της Αγίας Σοφίας, κατηφόρισε προς τη Τσιμισκή, ώστε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο Αστόρια όπου διέμενε. Τότε, ένας κοντόσωμος άνδρας γύρω στα 30, τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής και ο Ζεύγος, πρόφτασε να κάνει ένα-δυο βήματα, «εταλαντεύθη ολίγον και εσωριάσθη εις το πεζοδρόμιον κεραυνόπληκτος». Ο δολοφόνος κατάφερε να διαφύγει προσωρινά, πριν τον σταματήσει ένας τυχαίος πολίτης με τη βοήθεια χωροφύλακα.

Η οδός Τσιμισκή σε φωτογραφία της εποχής. Αριστερά διακρίνεται το ξενοδοχείο Αστόρια, όπου διέμενε ο Γιάννης Ζεύγος πριν δολοφονηθεί. Πηγή εικόνας: culturalsociety.gr

Ο δράστης ήταν ο Χρήστος Βλάχος, Σερραίος κρεοπώλης 32 ετών, ο οποίος σύμφωνα με τη χωροφυλακή εξέφρασε την αγανάκτησή του για τις πράξεις των κομμουνιστών και για τα όσα είχε υποφέρει ως πρώην ελασίτης στο στρατόπεδο Μπούλκες όπου έμεινε εγκάθειρκτος για έξι μήνες. Παρ’ όλα αυτά, το Υπουργείο Τύπου διοχέτευσε στις εφημερίδες πληροφορίες που έκαναν λόγο όχι για πολιτικό έγκλημα, αλλά για «έγκλημα τιμής». Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, ο Βλάχος όντας σε ψυχικό βρασμό αποφάσισε να δολοφονήσει τον Ζεύγο διότι αυτός και άλλοι κομμουνιστές εκπόρνευσαν τη σύζυγό του. Αν και την αμέσως επόμενη περίοδο το ζήτημα ξεχάστηκε λόγω της οργανωμένης συγκάλυψης και των γεγονότων του εμφυλίου, η αλήθεια δεν άργησε να λάμψει.

Την αρχή έκανε η εφημερίδα του ΚΚΕ. Ο Ριζοσπάστης ισχυρίστηκε πως ο χρόνος που θα έπρεπε να μεσολαβήσει μεταξύ του γεγονότος και της δημοσίευσης της είδησης θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερος, και άρα υπήρχαν σοβαρές υποψίες πως η είδηση που παρουσιάστηκε ήταν προκατασκευασμένη από την Ασφάλεια. Επιπλέον, ΕΑΜική εφημερίδα αποκάλυψε πως ο Βλάχος βρισκόταν ως τρόφιμος στο κτήριο της ΕΣΑ επί σαράντα ημέρες εκπαιδευόμενος κατάλληλα, γεγονός που παραδέχθηκε και ο ίδιος αργότερα. Το ότι εκείνες της μέρες βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη οι αρμόδιοι υπουργοί, της Δικαιοσύνης και της Δημοσίας Τάξης ενέτεινε την καχυποψία, ιδιαίτερα τη στιγμή που Υπουργός Δημοσίας Τάξης ήταν ο σφόδρα αντικομουνιστής και αρχηγός της ανταρτικής οργάνωσης ΕΔΕΣ κατά την κατοχή, Ναπολέων Ζέρβας. Λίγο αργότερα, το κυρίαρχο αφήγημα διέψευσε και η ίδια η πρώην σύζυγος του Βλάχου, χαρακτηρίζοντάς τον «εγκληματικό στοιχείο», «μέθυσο» και «χασισοπότη».

Την πόρτα όμως που θα οδηγούσε στους ηθικούς αυτουργούς του εγκλήματος άνοιξαν τρεις επιστολές που δημοσιεύτηκαν σε αριστερές εφημερίδες τον Απρίλη του 1947. Αυτές μιλούσαν ξεκάθαρα για οργανωμένο από το κράτος σχέδιο εξόντωσης επιφανών αριστερών με πρώτο στόχο τον Ζεύγο, όπου εμπλεκόταν ο στρατός και κυβερνητικά στελέχη. Οι αποκαλύψεις αυτές δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή, σε σημείο που και κυβερνητικές εφημερίδες ζητούσαν τη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Ο Γιάννης Ζεύγος μιλώντας από το βήμα του Εθνικού Συμβουλίου της ΠΕΕΑ, που συνήλθε το Μάιο του 1944 στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας. Πηγή εικόνας: sansimera.gr

Ο δολοφόνος δεν ακολούθησε κανονικές ποινικές διαδικασίες. Εν τέλει, σε δίκη παρωδία το 1948 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών, βγήκε όμως πολύ νωρίτερα και φυγαδεύτηκε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, τόπο κατοικίας πολλών χιτλερικών φυγάδων. Αφού επέστρεψε μετά από χρόνια, περιφερόταν ρεμάλι στη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες, καθώς οι άνθρωποί του τον απαρνήθηκαν. Κατέληξε στα αζήτητα του ψυχιατρείου της Λέρου και λίγο πριν το θάνατό του ομολόγησε πως δούλευε για την ελληνική και τη συμμαχική κατασκοπεία, εκτελώντας άνωθεν εντολές, και πολεμώντας «τους κομμουνιστές και τους Τούρκους».

Ο Γιάννης Ζεύγος θεωρήθηκε επικίνδυνος αντίπαλος διότι διέθετε επιρροή στις λαϊκές μάζες, κατακρίνοντας τα εγκλήματα του παρακράτους τα οποία κάλυπτε η καθεστηκυία τάξη. Ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα που πάσχιζε για τη συμφιλίωση και τη σύμπνοια του λαού, και η δολοφονία του έκανε φανερό πως ο δρόμος προς τον καταστροφικό Εμφύλιο δεν μπορούσε πλέον να ανακοπεί.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Σ. Κουζινόπουλος, (2013), Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ιανός
  • Γ. Μαργαρίτης, (2002), Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, τόμος Α, Αθήνα, εκδ. Βιβλιόραμα

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέργιος Παπαστεργίου
Στέργιος Παπαστεργίου
Γεννήθηκε το 2002 στην Καλαμαριά και είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑΜΑΚ, με κύρια κατεύθυνση την Ιστορία. Γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά και στο τμήμα του διδάσκεται ρωσικά. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, διαβάζει λογοτεχνία και συγγράμματα της επιστήμης του, παρακολουθεί κινηματογράφο, ενώ ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία δρόμου.