18.5 C
Athens
Σάββατο, 11 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ φύση του εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο: Η τιμωρία της «πράξης» ως...

Η φύση του εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο: Η τιμωρία της «πράξης» ως σύγχρονη πραγματικότητα και η αξία του ανθρώπου


Του Γιάννη Δράμαλη, 

Στο Ελληνικό Σύνταγμα, όπως ισχύει από το 1975 με τις ανά τα χρόνια αναθεωρήσεις του, βρίσκεται το άρθρο 7, όπου μεταξύ άλλων «τυποποιείται το ποινικό φαινόμενο», δηλαδή κατοχυρώνεται συνταγματικά η απάντηση της οργανωμένης Πολιτείας στις «αντικοινωνικές» συμπεριφορές, αυτές που θεωρούνται κατακριτέες από την κοινωνία και χαρακτηρίζονται κοινώς ως εγκλήματα. Επίσης, στο άρθρο 7, στην πρώτη παράγραφό του, αποτυπώνεται η βασική αρχή του ποινικού δικαίου «nullum crimen nulla poena sine lege», δηλαδή, και κατά το γράμμα της ίδιας της διάταξης, ότι έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή μπορεί να επιβληθεί χωρίς την ύπαρξη από πριν νόμου που να προβλέπει τα στοιχεία του, μία αρχή που αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική κατάκτηση για τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα, παρουσιάζει ο προσδιορισμός του εγκλήματος από τη διάταξη ως «πράξη» με ρητή επισήμανση δύο φορές, ενώ η ίδια επισήμανση γίνεται και στα άρθρα 1 και 14 του Ποινικού Κώδικα. Και κατά τη θεωρία του ποινικού δικαίου, το έγκλημα στοιχειοθετείται από μία πράξη (και παράλειψη συνάγοντας ερμηνευτικά). Επίσης, είναι συνηθισμένο το έγκλημα να αναφέρεται από τους νομικούς ως «άδικη πράξη», με συνειδητή επιλογή λέξεων. Στο ποινικό δίκαιο, όπως φαίνεται, η επισήμανση αυτή κατέχει δεσπόζουσα θέση και όχι χωρίς λόγο. Το θεωρητικό υπόβαθρο είναι, πως ένας άνθρωπος μπορεί να τιμωρηθεί μόνον για κάτι που έκανε και όχι για κάτι που σκέφτηκε. Το ποινικό δίκαιο κατά κοινή παραδοχή αντίκειται στην τιμωρία του φρονήματος.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: tingey injury law firm

Η αναφορά σε «αξιόποινες πράξεις» του ποινικού δικαίου και εναντίωσή του στην τιμωρία του φρονήματος δεν είναι τυχαία. Το δίκαιο διαφέρει από τη μία κοινωνία στην άλλη και εξυπηρετεί τις ανάγκες των εκάστοτε κοινωνών, διαμορφωμένο από τους ίδιους, με βάση τη δική τους αντίληψη για το σωστό και το λάθος. Οι σύγχρονες δυτικές έννομες τάξεις έχουν επιλέξει να τιμωρούν μόνο τις πράξεις και όχι το φρόνημα, ενώ η θεωρία του ποινικού δικαίου τάσσεται εναντίον κάθε προσπάθειας τιμωρίας μέσω νόμου του φρονήματος. Το γιατί συμβαίνει αυτό θα γινόταν πιο εύκολα αντιληπτό, εάν αναζητούσαμε το τι χαρακτηρίζει το ποινικό δίκαιο ως έγκλημα, ή καλύτερα τι επιδιώκει να προστατεύσει με την τιμωρία του εγκλήματος.

Για τον λόγο αυτόν, θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε τη θεωρία περί «εννόμου αγαθού» στο ποινικό δίκαιο, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση τον «δυτικό» τρόπο σκέψης. Σύμφωνα με αυτήν, στον εξωτερικό κόσμο υπάρχουν διάφορα αντικείμενα αντιληπτά με τις ανθρώπινες αισθήσεις (όπως ένα εργαλείο, χρήματα, το ανθρώπινο σώμα), στα οποία αναγνωρίζεται μία φυσική ή κοινωνική ιδιότητα. Λόγω αυτών των ιδιοτήτων, τα αντικείμενα αυτά εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς στην καθημερινή ζωή σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και μέσα στο χώρο («με το εργαλείο δουλεύω, με την αξία που εκφράζουν τα χρήματα συναλλάσσομαι, με το σώμα μου κινούμαι, επικοινωνώ, ζω») και έτσι καλύπτονται οι ανθρώπινες ανάγκες. Ακριβώς λόγω της κάλυψης των αναγκών, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν στα αντικείμενα αυτά μια σημασία και αναπτύσσουν συμφέρον να τα προστατέψουν. Η ύπαρξη αυτού του συμφέροντος προστασίας αναγνωρίζεται από το Νομοθέτη, ο οποίος «τυποποιεί» αυτά τα αντικείμενα, εντάσσει δηλαδή την αναγκαιότητα προστασίας τους στο νόμο, με τη μορφή της τιμωρίας μέσα από το ποινικό δίκαιο όσων τα προσβάλλουν.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: ramdlon

Τελικώς, με την «τυποποίησή» τους αυτά ανάγονται από αντικείμενα απλού συμφέροντος σε «έννομα αγαθά», αναγνωρίζεται σε αυτά μια «αξία» και η ανάγκη για προστασία τους καθίσταται καθολική, αφορά όλα τα μέλη της κοινωνίας και ισχύει για τα αγαθά όλων. Στη θεωρία, μάλιστα, υποστηρίζεται, πως η «αναγωγή» αυτή ξεκινάει από το ατομικό-εμπειρικό επίπεδο του καθενός ανθρώπου, μεταβαίνει στο ενδιάμεσο στάδιο της μερικής ευρύτερης αναγνώρισης («δεν νοιάζομαι μόνον εγώ για την προστασία της ελευθερίας μου αλλά και η οικογένειά μου για τη δική της») και καταλήγει στη γενική με καθολική ισχύ αναγνώριση, επιβαλλόμενη από το κράτος και σεβαστή από όλους. Συνεπώς, αυτό που στις διατάξεις του ποινικού δικαίου περιγράφεται ως έγκλημα, είναι η προσβολή ενός αντικειμένου του εξωτερικού κόσμου, το οποίο τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας θα συμφωνούσαν ότι τους χρειάζεται σε κάτι στην καθημερινότητά τους ή για την επιβίωσή τους και δε θα ήθελαν να καταστραφεί.

Οι δυτικές κοινωνίες, ωστόσο, κατέληξαν στην προστασία αυτών των αγαθών και στην τιμωρία συγκεκριμένων συμπεριφορών μέσα από μία εξελικτική διαδικασία, από την οποία διαμορφώθηκαν και οι αντίστοιχες αξίες και αντιλήψεις. Στις δυτικές έννομες τάξεις ίσως το σημαντικότερο αγαθό είναι η ανθρώπινη ζωή και όσα συνεπάγονται αυτής, η ελευθερία, ο αυτοπροσδιορισμός και η αξιοπρέπεια. Αφετηρία αυτών των αντιλήψεων υπήρξε ο αγώνας των ανθρώπων για ανεξαρτησία από κάποιον ζυγό, μια δύναμη που στεκόταν διαρκώς από πάνω τους και φερόταν με αυθαιρεσία, εξυπηρετώντας ίδια συμφέροντα, είτε ήταν ο Μονάρχης είτε κάποιος αποικιοκράτης ή κατακτητής. Έχοντας, λοιπόν, ως στόχο την αποδέσμευση από την καταπίεση επιδιώχθηκε ένα σύστημα που θα απέδιδε ουσιαστική δικαιοσύνη, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία και αντίκρισμα στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο. Δε θα μπορούσε να τιμωρηθεί κάποιος για κάτι που σκέφτηκε ή κάτι που πιστεύει. Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν εύκολη η κατηγορία, δύσκολη η απόδειξη και στην πραγματικότητα δε θα είχε εξωτερικευτεί καμία βλαβερή συμπεριφορά στους άλλους.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: dariusz sankowski

Αντιθέτως, αυτό θα εξυπηρετούσε τον όποιον εξουσιαστή, εφόσον οποιαδήποτε απόδειξη των πεπραγμένων θα καθίστατο περιττή. Θα ήταν κατήγορος, δικαστής και εκτελεστής. Και εδώ αναδεικνύεται η σημασία της κατάκτησης της αρχής που περιγράφεται στο άρθρο 7 του Συντάγματος, δηλαδή η προστασία των ανθρώπων από την αυθαιρεσία. Πρώτιστη επιδίωξη είναι η αποτροπή εκμετάλλευσης του νόμου προς εξυπηρέτηση πολιτικών ή ατομικών συμφερόντων και καταπίεση των ανθρώπων, καταπάτηση της ελευθερίας τους. Για αυτόν τον λόγο είναι και το ποινικό δίκαιο τόσο αυστηρό, επειδή θα πρέπει να αποσκοπεί στην επιβολή εν τοις πράγμασι ουσιαστικής δικαιοσύνης, αλλά και να αποτρέπει την κατάχρησή του. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που κατά τη θεωρία παρουσιάζονται νόμιμες και επαρκείς οδοί στους ανθρώπους για την επίτευξη των στόχων τους από το δίκαιο. Όποιος επιλέξει συνειδητά να πετύχει τους στόχους με τρόπους που ο νόμος απαγορεύει, δηλαδή στην ουσία με τρόπους που θίγουν την ανθρώπινη ελευθερία ή αξιοπρέπεια, τελεί έγκλημα.

Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία περί «εννόμου αγαθού» και ποινικού δικαίου ριζωμένου στην πραγματικότητα και σεβόμενου την αξία του ανθρώπου είναι διανοήματα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και εξυπηρετούν τις δικές τους απαιτήσεις, ανταποκρινόμενες στις εντός αυτών διαμορφωμένες αντιλήψεις. Σε άλλες κοινωνίες, των οποίων η ιστορική, ηθική και ιδεολογική αφετηρία ήταν διαφορετική δεν αποκλείεται τιμωρία του φρονήματος, διαφορετικός προσδιορισμός του περιεχομένου του εγκλήματος, διαφορετικός τρόπος εφαρμογής του ποινικού δικαίου, ενώ η θεωρία περί «εννόμου αγαθού» είναι ανεστραμμένη, προσαρμοσμένη σε εκείνα τα δεδομένα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό δίκαιο- Επιτομή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, ΄Ζ Έκδοση, Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι/ Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννης Δράμαλης
Γιάννης Δράμαλης
Γεννήθηκε στην Έδεσσα το 2002. Φοιτά στη Νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βρίσκεται στο 4ο έτος φοίτησης. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, ενώ λατρεύει την ιστορία και την φιλοσοφία και στον ελεύθερό του χρόνο διαβάζει βιβλία και ασχολείται με τη ζωγραφική.