15.9 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός"SUNTAN" (2016): Η χαμένη ευκαιρία

“SUNTAN” (2016): Η χαμένη ευκαιρία


Του Χρήστου Χατζηκωνσταντίνου,

Όλοι έχουμε ακούσει για τον ελληνικό κινηματογράφο και για τις προσπάθειες που κάνει για να προσεγγίσει παραγωγές και υλικό από τον παγκόσμιο χώρο. Όμως, συνήθως δεν έχει τα «τυπικά προσόντα» για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι όμως, σήμερα θα μιλήσουμε για το Suntan μια ταινία που, αν και παίρνει το εαυτό της πολύ στα σοβαρά, η Ελλάδα δεν την αγκάλιασε όπως της αρμόζει. Είμαι μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού στοιχείου. Από τη μία το ανάλαφρο και ταυτόχρονα χυδαίο χιούμορ, από την άλλη η γραφική ατακαδόρικη νοοτροπία από τα παλαιότερα χρόνια, ο όρος ελληνική κωμωδία καταφέρνει πάντα να κερδίζει το ενδιαφέρον μου. Στο δράμα, όμως, έχουμε προβλήματα, όχι γιατί οι Έλληνες ηθοποιοί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, αλλά γιατί το κοινό δεν αποδέχεται εύκολα τα περίπλοκα σενάρια με στοχασμούς στο τέλος τους. Αντιτίθεται στη δραματική σκηνή, επικεντρώνεται στην καθημερινή σαπουνόπερα και αρκείται στην ανοιχτή τηλεόραση στο σαλόνι.

Πηγή εικόνας: freecinema.gr

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος προσπάθησε να κάνει τη διαφορά. Με ένα –όχι ακριβώς– πρωτότυπο σενάριο και με μια πολύ ωμή και ταυτόχρονα λογοτεχνική οπτική, προσέγγισε μια παράλληλη ελληνική πραγματικότητα στα νησιά μας. Η ταινία όχι μόνο εντάσσεται στην κατηγορία δράμα, που από μόνο του είναι παράτολμο, αλλά και στο θρίλερ, που εκεί γίνεται πραγματικά ένα αριστούργημα. Η έναρξη γίνεται με τον Κωστή (Μάκης Παπαδημητρίου) στο καράβι, να καταφτάνει στην Αντίπαρο, όπου αναλαμβάνει τον ρόλο του γιατρού για το νησί. Σύντομα, όμως, με την πάροδο των μηνών γνωρίζει την Άννα (Έλλη Τρίγγου), που είναι φοιτήτρια και ήρθε να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες στο νησί. Χωρίς να το γνωρίζει ο χαρακτήρας μας μπλέκεται σε ένα ατέρμονο κυνηγητό που το πραγματικό έπαθλό του είναι η ματαιοδοξία του. Όταν επιτέλους δηλώνει ερωτευμένος με την Άννα και έχει κατασταλάξει μέσα του, κάνει μια ενέργεια που αλλάζει τα πάντα.

Ας μην επεκταθούμε στο σενάριο, αφού σας προτείνω αδιαμφισβήτητα να τη δείτε. Ωστόσο, θα ήθελα να δούμε γιατί αυτή η ταινία δεν κατάφερε να λάβει όχι μόνο την απήχηση, αλλά και την αναγνωσιμότητα που της αρμόζει. Η ταινία έχει πολύ γυμνό με την κυριολεκτική έννοια του όρου και αυτό δημιουργεί μια δυσφορία στο μεγάλο κοινό. Δεύτερον, η ταινία δεν απευθύνεται σε μικρές ηλικίες αφού, όχι μόνο δεν μπορεί λόγω περιεχομένου, αλλά και το εφηβικό της κοινό το απομακρύνει δεδομένου ότι ολόκληρη την ταινία την «τρέχει» ένας 42 χρόνος γιατρός που απέτυχε στη σταδιοδρομία του και πηγαίνει στην Αντίπαρο. Τρίτον και τελευταίο, δείχνει τον πλούτο και την κουλτούρα της Ελλάδος, αλλά ταυτόχρονα δείχνει όλο τον «μαύρο» κόσμο που κατοικεί στα νησιά του Αιγαίου, από επιχειρηματίες μέχρι ναρκωτικά και εξωφρενική έως και αποτρόπαια διασκέδαση.

Πηγή εικόνας: gsc.com.gr

Με όλα αυτά στο μυαλό μας γεννιούνται τα ερωτήματα: Γιατί έχει προβληθεί σε τόσα φεστιβάλ; Γιατί κέρδισε και το βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας; Η απάντηση είναι πολύ απλή: είναι τόσο καλή ταινία! Διθυραμβική και ανεπανάληπτη, καταφέρνει κάτι πραγματικά εκπληκτικό. Έχει εκθαμβωτικούς χαρακτήρες, τοπία και σενάριο που είναι τόσο άμεσο και κλιμακούμενο. Η συνολική πλοκή του Suntan περιστρέφεται γύρω από την ενηλικίωση, με το σώμα να ακολουθεί, αλλά όχι η ψύχη (αν και στα νεότερα άτομα συμβαίνει το αντίστροφο). Ο Κωστής, από την αρχή της ταινίας, είναι ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος, ενώ η Άννα βρίσκεται πάνω στην ηλικία και αισθάνεται άτρωτη.

Σαν στόχο, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Γιάννης Παπαδημητρόπουλος προσπαθεί –και καταφέρνει κατά τη γνώμη μου– να δημιουργήσει αφηγηματικές αντιθέσεις όπως για παράδειγμα: μέρα-νύχτα, ήλιος-σκοτάδι, ψυχή-σώμα, δουλειά-διακοπές. Έτσι, το σενάριο παίρνει αυτά τα δίπολα και εξελίσσει τους χαρακτήρες του. Η ιστορία αυτή μαζί με το ιδιαίτερο έργο που μας παρουσιάζεται στη φωτογραφία. Δεδομένων αυτών, βλέπουμε ότι και με μια απλή αρχική ιδέα, αν υπάρχουν βάσεις, ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να κάνει τα πάντα!

Εντάξει, ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι καλός! Τον έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει από το Με λένε Βαγγέλη, Τέλειοι Ξένοι και Μαύρα Μεσάνυχτα. Στο Suntan, όμως, προσπάθησε να μας δώσει έναν άνθρωπο που στον φακό είναι ήρεμος, ενώ τα μάτια του μέσα βράζουν. Το παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όλη η ταινία βασιζόταν σε πάρα πολλά κοντινά πλάνα και αρκετή κινησιολογία, όχι μόνο κατάφερε να μας πείσει, αλλά να μας κάνει περήφανους σαν Έλληνες. Τα λόγια είναι περιττά. Η ταινία πήγε καλά στο εξωτερικό, με τον κόσμο να την αγκαλιάζει. Αποκορύφωμα; Την αγόρασε το Αμερικάνικο NETFLIX.

Πηγή εικόνας: imdb.com

Συνοψίζοντας, είναι κρίμα να μην δίνονται ευκαιρίες σε δημιουργούς για το όραμά τους. Εγώ αισθάνομαι ντροπή που χρειάστηκαν 6 ολόκληρα χρόνια για να συνειδητοποιήσω την ύπαρξή της, γιατί το κοινό της Ελλάδας θέλει τις παραγωγές του B-Movie. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε πολλές όμορφες και κομψές ταινίες, όπως το Εταίρος Εγώ του Σωτήρη Τσαφούλια, τον Καζαντζάκη του Σμαραγδή μέχρι και πιο πρόσφατα το Maestro του Παπακαλιάτη. Το Suntan είναι τρανή απόδειξη ότι ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να κάνει θαύματα, αρκεί να τον βοηθήσουν τα κανάλια διανομής από κοινού με το ελληνικό κράτος. Επιχειρήστε να δείτε το Suntan και σας υπόσχομαι ότι η ταινία θα δημιουργήσει τον δικό της χαρακτήρα στο μυαλό σας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Suntan, imdb.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου
Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου
Γεννήθηκε το 2000 στην Θες/νίκη, έχει κατοικήσει στην Πάτμο, την Καβάλα, την Καστοριά, στο Μάνχαϊμ και τους Λειψούς. Είναι τεταρτοετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα διεθνή δρώμενα, την πεζογραφία, Ιστορία και τους πολιτισμούς. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την μουσική καθώς παίζει ακορντεόν και κιθάρα, το διάβασμα, τον κινηματογράφο και την ζωγραφική.