16.6 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑκυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος: Απόφαση Αρείου Πάγου (Ζ’ τμ. ποιν.) 385/2019

Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος: Απόφαση Αρείου Πάγου (Ζ’ τμ. ποιν.) 385/2019


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Στο παρόν άρθρο, θα παρουσιαστούν —ως συνέχεια των προηγούμενων συναφών— ευσυνόπτως οι καίριες θέσεις της υπ’ αριθμ. 385/2019 απόφασης του Ζ’ Τμήμ. του Αρείου Πάγου, η οποία πραγματεύτηκε το ζήτημα της προβολής ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε να δικαστεί, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.

Πριν την παράθεση των σκέψεων της απόφασης, κατά την οποία ίσχυε ο προϊσχύσας Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, σκόπιμο είναι να γίνει μία περίληψη των προβλέψεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για το ζήτημα αυτό, το οποίο δεν παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις σε σχέση με τον πλέον ισχύοντα Κώδικα, καθώς η απόφαση αυτές εφαρμόζει και ερμηνεύει το υπάρχον νομικό πλαίσιο.

Ειδικότερα, το κλητήριο θέσπισμα αποτελεί τρόπο παραπομπής —απευθείας κλήση— του κατηγορουμένου στο ακροατήριο που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον για την εκδίκαση της υπόθεσης. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να φέρει συγκεκριμένα στοιχεία ως περιεχόμενο, τα οποία και ορίζονται στο άρθρο 321§1 ΚΠΔ ως εξής:

«α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου,

β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται,

γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί,

δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και

ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα που εξέδωσε το θέσπισμα».

Η μη τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων, επιφέρει βάσει του 321§4 ΚΠΔ.: «Η τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 εδάφιο α΄ και β΄ επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης».

Πηγή Εικόνας: ntokas.gr

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 170 επόμ. ΚΠΔ, περί ακυροτήτων, συνάγεται ότι η μη τήρηση των στοιχείων α-ε που αναφέρθηκαν, επιφέρουν σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι για να διαγνωστεί η ύπαρξη της ακυρότητας, θα πρέπει να προταθεί από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον από αυτήν την ενέργεια. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι το κλητήριο θέσπισμα αποτελεί προπαρασκευαστική ενέργεια της διαδικασίας στο ακροατήριο, και γενικά μέριμνα του Νόμου αποτελεί η εκκίνηση της διαδικασίας στο ακροατήριο, απηλλαγμένη από ακυρότητες της προδικασίας, μέχρι πότε μπορεί να προβληθεί;

Το απώτατο χρονικό σημείο προβολής της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, λοιπόν, που πλέον ορίζεται στα άρθρα 174§2 εδ.γ΄ και 175§2 ΚΠΔ, αποτέλεσε τη θεματική της απόφασης που παρατίθεται ακολούθως:

Α.Π. (Ζ’ τμ. Ποιν.) 385/2019: Η μείζων σκέψη του Ανωτάτου Ακυρωτικού εκκινεί από την παράθεση της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στο άρθρο 510§1 περ. Β’ ΚΠΔ, αναφορικά με το πότε η σχετική ακυρότητα θεμελιώνει αναιρετικό λόγο. Εν συνεχεία, παραθέτοντας τα άρθρα 320, 321, 339, 340 και 343 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 174§2 και 175 ΚΠΔ, το Δικαστήριο αναφέρεται στην έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία, όπως προκύπτει, εκκινεί είτε με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωση του στη συζήτηση της υποθέσεως. Επί άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος, δεν αρχίζει η κυρία διαδικασία και δεν επέρχεται αναστολή της παραγραφής που για τα πλημμελήματα είναι πενταετής, συν το απώτερο χρονικό όριο των τριών ετών της αναστολής.

Πηγή Εικόνας: areiospagos.gr

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αναφέρεται στις περιπτώσεις που ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι η σχετική ακυρότητα για την προπαρασκευαστική του ακροατηρίου διαδικασία καλύπτεται, δηλαδή όταν ο κλητευθείς στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Πολύ σημαίνουσα σκέψη του Ανωτάτου Ακυρωτικού αποτελεί ο ορισμός της έναρξης της πρωτοβάθμιας δίκης ως απώτατου χρονικού ορίζοντα για την πρόταση της σχετικής ακυρότητας. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει το εξής: «Μετά την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης, δηλαδή την έναρξη της εκδικάσεως της υποθέσεως, που συντελείται με την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και την απαγγελία της κατηγορίας από τον εισαγγελέα, δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά από τον κατηγορούμενο τέτοια ακυρότητα αργότερα, ούτε και μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά τέτοια ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.».

Ακολούθως, εάν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί στην πρωτοβάθμια δίκη και δικαστεί ερήμην, καλύπτεται η τυχόν ακυρότητα της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος (ως διαδικαστικής πράξεως που κατ` ανάγκη επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί), ή αυτή που προκύπτει από την άκυρη επίδοσή τους και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφανθεί και επί του λόγου αυτού. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και όταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν παρών στην πρωτοβάθμια διαδικασία, προέβαλε αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης, υποβάλλοντας ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 321 ΚΠΔ), την οποία απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ επί παραλείψει σχετικής κρίσης του δευτεροβαθμίου ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως υπό την αρνητική έκφανσή του.

Πηγή Εικόνας: iefimerida.gr

Ο Άρειος Πάγος, από την εκτίμηση του απαραίτητου υλικού της δικογραφίας και της υπό αναίρεση απόφασης, τελικώς απεφάνθη ότι το Δικαστήριο της ουσίας έσφαλε, κηρύσσοντας άκυρη την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος και παύοντας οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, λόγω παρέλευσης της παραγραφής. Το σφάλμα έγκειται στο ότι η ακυρότητα που προβλήθηκε ήταν σχετική, επομένως είχε ήδη καλυφθεί. Άρα το Δικαστήριο της ουσίας, διαγιγνώσκωντας και πάλι ως εμπροθέσμως ασκηθείσα την έφεση, έπρεπε να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης και όχι να εκδώσει απόφαση παύουσα οριστικώς την ποινική δίωξη. Για αυτό και το Ανώτατο Ακυρωτικό προχώρησε στην αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας την υπόθεση για νέα συζήτηση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
  • Πόπη Η. Παπανδρέου, Διαγράμματα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 5η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη
  • Α.Π. (Ζ’τμ. Ποιν.) 385/2019: Νομική Βάση Δεδομένων Nomos Intrasoft

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.