15 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΕισαγωγή στο ζήτημα των τραπεζικών επιτοκίων

Εισαγωγή στο ζήτημα των τραπεζικών επιτοκίων


Της Ιωάννας Χριστακοπούλου,

Τα τραπεζικά επιτόκια είναι ένα ζήτημα μείζονος σημασίας, καθώς κάλλιστα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι απαντάται σε καθημερινή βάση, μιας και συνάπτονται χιλιάδες δανειακές συμβάσεις. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή η έννοια του επιτοκίου σε κάθε καταναλωτή, αφού αποτελεί καθοριστικό όρο για τη σύναψη του δανείου. Καταρχάς, το επιτόκιο είναι το ποσοστό που επιβαρύνει το κεφάλαιο του δανείου υπολογιζόμενο κατ’ έτος. Βάσει αυτού, έχουμε τον οφειλόμενο τόκο, τον οποίο και καλείται να επιστρέψει ο οφειλέτης συν το δανεισθέν κεφάλαιο.

Στο σημείο αυτό, εύλογα γεννάται το ερώτημα, κυμαινόμενο ή σταθερό επιτόκιο; Εν πρώτοις, αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή εμπίπτει στον ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή μιας και διενεργείται στο πλαίσιο της λιανικής τραπεζικής.  Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το επιτόκιο καθαυτό προσδιορίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με ανώτατο όριο το έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα επιτόκια διακρίνονται σε «τραπεζικά» και «εξωτραπεζικά». Τα μεν πρώτα, προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές, σε περίπτωση που ο δανειστής είναι η τράπεζα και συγχρόνως καθορίζονται από αυτή (ν. 4261/2014), ενώ από την άλλη, τα λεγόμενα «εξωτραπεζικά» επιτόκια είναι απόρροια διοικητικού προσδιορισμού, δηλαδή καθορίζονται από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις «εξωτραπεζικών» επιτοκίων μπορούμε να αναφέρουμε τα δικαιοπρακτικά επιτόκια και τα επιτόκια υπερημερίας, τα οποία αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις συνθήκες.

Πηγή εικόνας: Dreamstime

Ας επανέλθουμε, όμως, τώρα στο ανωτέρω ερώτημα. Κυμαινόμενο ή σταθερό επιτόκιο; Στην περίπτωση του κυμαινόμενου επιτοκίου, οι κίνδυνοι κατανέμονται και στα δύο μέρη, σε αντίθεση με τις συμβάσεις σταθερού επιτοκίου, όπου τον κίνδυνο μεταβολής του επιτοκίου τον αναλαμβάνει μεμονωμένα η τράπεζα, αλλά παραμένει ίδιος και για τις δύο πλευρές. Είναι προφανές ότι οι καταναλωτές, έστω και πρόσκαιρα, επιθυμούν να επωφεληθούν από την ισοτιμία και να περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το ύψος του οφειλόμενου τόκου.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παροράται ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο απαντάται σε πιστώσεις με μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Στο σημείο αυτό εύλογα διερωτάται κανείς αν υπάρχει κάποια λύση αναφορικά με τη ρύθμιση του κυμαινόμενου επιτοκίου. Η απάντηση είναι ότι οι καταναλωτές θα μπορούσαν να καταφύγουν σε συνεχόμενες συμβάσεις μικρότερης διάρκειας. Πλην όμως, για λόγους πρακτικής φύσεως, η λύση αυτή δεν είναι συμφέρουσα για κανένα από τα δύο μέρη, ιδίως λόγω των οικονομικών βαρών που καλούνται να επωμισθούν.

Άλλωστε, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος, οι τράπεζες να βρεθούν εκτεθειμένες σε μία πιθανή αφερεγγυότητα, πράγμα που σε κάθε περίπτωση συνεπάγεται νέα έξοδα, ούτως ώστε να διερευνηθεί η πιστοληπτική ικανότητα του αντισυμβαλλομένου. Γι’ αυτό λοιπόν, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο rating  που διενεργείται για τον έλεγχό της συν το ότι επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών, ανάλογα πάντα με τη χρηματοδότηση (και ειδικά όταν η πίστωση είναι μακροχρόνια), να μεταβάλλουν τον τρόπο αυτή χορηγείται. Αυτό, μάλιστα, το είδαμε να συμβαίνει πολλές φορές όταν η οικονομική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της, καθώς δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των πιστοληπτών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις οφειλές τους.

Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας ότι οι πιστολήπτες ακόμα και αν έχουν άψογη πιστοληπτική ικανότητα, σίγουρα δεν θα ήθελαν ως μονόδρομο την καταγγελία της σύμβασης, αλλά ούτε και την ανωτέρω λύση, διότι έτσι θα έρχονταν αντιμέτωποι με πολλά πρακτικά ζητήματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση κατά την οποία οδηγούνται σε αλλαγή τράπεζας με απότοκο να προκαλούνται νέα έξοδα όπως είναι οι νέες διαπραγματεύσεις και οι νέες ασφάλειες των πιστώσεων. Επομένως, οι καταναλωτές εκ των πραγμάτων θα προτιμήσουν μια σύμβαση κυμαινόμενου επιτοκίου, μιας και σαν επιλογή δείχνει να είναι όχι μόνο ασφαλέστερη, αλλά και πιο επικερδής. Δοθέντος του ότι αν οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές, η μεταβολή του επιτοκίου θα λειτουργήσει προς όφελός τους.

Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες έχουν αυξημένες υποχρεώσεις διαφάνειας κατά την ενημέρωση των μελλοντικών πελατών τους, καθώς από τη φύση τους βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση. Ως εκ τούτου γεννάται η υποχρέωση των τραπεζών για ενδελεχή και σαφή ενημέρωση των πελατών, ειδικά όσον αφορά το κομμάτι της ρήτρας αναπροσαρμογής του τόκου. Άλλωστε, σε καμία περίπτωση δεν θα τις συνέφερε η έλλειψη διαφάνειας, καθώς μπορεί να επιφέρει είτε συνολικά την ακυρότητα της σύμβασης είτε η τράπεζα να υποχρεωθεί σε αποζημίωση εξαιτίας της έλλειψης αυτής (άρθρο 281 ΑΚ).

Εξάλλου, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, σε μία σύμβαση κυμαινόμενου επιτοκίου, θα πρέπει πάντοτε κινούμαστε με βάση την οικονομική λογική και σαφέστερα με γνώμονα τέσσερις παράγοντες ήτοι: Το επιτόκιο της αγοράς χρήματος, την ελάχιστη μεταβολή του που μπορεί να επιφέρει μεταβολή του επιτοκίου της σύμβασης (0,25 ή 0, 50% τόσο για την αύξηση όσο και για τη μείωση), το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να υπάρξει δυνατότητα τροποποίησης του επιτοκίου και τέλος το συνολικό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το επιτόκιο θα παραμείνει κυμαινόμενο (έναρξη και λήξη).

Πηγή εικόνας: bankingnews.gr

Συνοψίζοντας, αυτό που διαπιστώνει κανείς μελετώντας εκ πρώτης όψεως το ζήτημα των τραπεζικών επιτοκίων είναι το γεγονός ότι αυτά διαμορφώνονται, όπως ειπώθηκε, ανάλογα με το κόστος της αγοράς χρήματος, τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, αλλά και το είδος της σύμβασης συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου που εμπεριέχεται σε αυτή. Επίσης, όσον αφορά το κομμάτι του κινδύνου, αξίζει να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αυτός είναι περιορισμένος σε συμβάσεις που αφορούν τα στεγαστικά δάνεια και τούτο διότι η λογική επιτάσσει ο καταναλωτής να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, προκειμένου να μη βρεθεί προ (δυσάρεστων) εκπλήξεων σε αντίθεση με την περίπτωση των καταναλωτικών συμβάσεων όπου ο κίνδυνος πολλαπλασιάζεται. Από πλευράς τους, οι τράπεζες έχουν υποχρέωση διαφάνειας, πράγμα που περιλαμβάνει και τη συνέπεια ως προς τη συμβατική πρόβλεψη. Τέλος, οφείλουν να μεταβάλλουν το επιτόκιο κατά τις νόμιμες διαδικασίες, ενώ στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να διατηρείται η αρχική σχέση αξίας παροχής και αντιπαροχής, παρά την όποια αναπροσαρμογή του επιτοκίου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • Ε. Βόγκλης, Κυμαινόμενο επιτόκιο, εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλας, Ιανουάριος 2005.
  • Δ. Λαδάς, Ζήτηματα προσδιορισμού του επιτοκίου σε συμβάσεις μεταξύ καταναλωτών και τραπεζών, Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Νικόλαο Κ. Κλαμάρη, εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Χριστακοπούλου
Ιωάννα Χριστακοπούλου
Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Αυτή την περίοδο πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές στο ίδιο τμήμα, στην κατεύθυνση «Δίκαιο, Τεχνολογία και Οικονομία». Παράλληλα, σπουδάζει χρηματοοικονομικά με υποτροφία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος. Αντικείμενα του ενδιαφέροντός της είναι το χρηματοπιστωτικό δίκαιο και η αλληλεπίδρασή του με τις νέες τάσεις των χρηματοοικονομικών, ενώ συμμετέχει σε αντίστοιχα συνέδρια. Μιλάει Αγγλικά, Γερμανικά και Ισπανικά και στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τον αθλητισμό και τη λογοτεχνία.