19.6 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟ Τουρκοπερσικός Πόλεμος του 1821 - 1823: Ένας πολύτιμος αντιπερισπασμός

Ο Τουρκοπερσικός Πόλεμος του 1821 – 1823: Ένας πολύτιμος αντιπερισπασμός


Του Βασίλη Δημόπουλου,

Ταυτόχρονα με την έκρηξη και πορεία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει πολυάριθμες διπλωματικές και πολεμικές συνθήκες, που είχαν δημιουργηθεί από τη χρόνια κακομεταχείριση των ηγετικών προσωπικοτήτων της, ειδικότερα εκείνων που βρίσκονταν στις συνοριακές γραμμές της. Τέτοιους είδους συνθήκη θεωρείται και ο Τουρκοπερσικός πόλεμος, που διήρκησε από το 1821 μέχρι και το 1823 και εν πολλοίς συνέδραμε στον ένοπλο αγώνα που έδινε το Ελληνικό Έθνος, κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης.

Οι ρίζες των διαφορών μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών, εκείνης της Περσίας και της Οθωμανικής Τουρκίας, είναι βαθιά τοποθετημένες στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ουαιώνα. Η νοητή διαχωριστική γραμμή, που θεωρούνταν και το όριο των συνόρων ανάμεσα στις δύο δυνάμεις, βρισκόταν στα σημερινά κράτη του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Τούτα τα σύνορα, όμως, στο πέρασμα των χρόνων, αποδείχθηκαν δύστροπα στις εκκολαπτόμενες σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών, ειδικότερα αν λάβει κάποιος υπόψιν του πως μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα μάχονταν συνεχώς η μία με την άλλη.

Πολλές περσικές φυλές αισθάνονταν δυσφορία απέναντι στο απολυταρχικό χαρακτήρα των Τούρκων Πασάδων που βρίσκονταν τοποθετημένοι στις προαναφερόμενες συνοριακές περιοχές και διαρκώς επιθυμούσαν την εμπλοκή τους σε μία πολεμική συνθήκη. Η σαφέστατη, βέβαια, στρατιωτική κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα συνεχή προβλήματα που αντιμετώπιζε στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξε εμφανής, αφήνοντας τις επιθυμίες των περσικών φυλών ανολοκλήρωτες.

Για αυτό το λόγο, από το 1813, ο Πέρσης διάδοχος του θρόνου, Abbas Mirza, είχε αποφασίσει τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών του δυνάμεων. Έτσι, απέστειλε στη Μεγάλη Βρετανία αρκετούς άνδρες που προέρχονταν από τον οργανωμένο στρατό της Αυτοκρατορίας, ώστε να απορροφήσουν τις δυτικές στρατιωτικές τέχνες, με την ελπίδα να εφαρμοστούν άμεσα έναντι των Οθωμανών. Η προεργασία και προετοιμασία ενός επικείμενου πολέμου, υπήρξε βασικό στοιχείο της γενικότερης δράσης του κατά το διάστημα που δε βρισκόταν ακόμα στο θρόνο.

Η αντίπερα όχθη, εκείνη δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρατηρούσε και επεξηγούσε διαφορετικά τις πράξεις της περσικής δύναμης. Σύμφωνα με τους πασάδες που βρίσκονταν στα σύνορα του σημερινού Αζερμπαϊτζάν, οι περσικές φυλές δημιουργούσαν διαρκώς ζητήματα απειλώντας πολλές φορές τους Οθωμανούς κατοίκους. Αν και δε βρισκόμαστε σε θέση που μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την ακρίβεια των ισχυρισμών αυτών, αν επικαλεστούμε τις διάφορες γνώσεις μας αναφορικά με τη συμπεριφορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε άλλους λαούς, μπορούμε να υποθέσουμε πως η εκδοχή της περσικής αντίληψης μοιάζει η πιο αληθοφανής.

Πορτραίτο του Abbas Mirza. Νερομπογιά σε χαρτί. Έργο του L. Herr (1833) Πηγή/wikiwand.com

Έχοντας, λοιπόν, θωρακίσει με νέες μεθόδους και τεχνικές το στρατιωτικό του σύνολο, ο Abbas Mirza ξεκινάει το 1821 μία επίθεση απέναντι στους Οθωμανούς των συνόρων της Υψηλής Πύλης. Η πολυπόθητη αφορμή, δόθηκε όταν ο Ντέρβις Πασάς της λίμνης Βαν, αρνήθηκε να παραδώσει αιχμάλωτους της περσικής φυλής Sipki, καθώς, σύμφωνα με εκείνον, είχαν περάσει παράνομα τα προκαθορισμένα σύνορα, σηματοδοτώντας την έκρηξη ενός πολέμου. Η πραγματικότητα, ωστόσο, σχετικά με τις αληθινές αιτίες αυτού του πολέμου μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών, παρουσιάζεται αρκετά διαφορετική.

Η Ρωσία, κυρίως υποκινούμενη από τη θέληση της να δράσει κατά της Οθωμανικής απειλής, χωρίς απαραίτητα να διασπάσει τις εμπορικές και ενίοτε πολεμικές σχέσεις που είχε, διαφαίνεται ως ο ιθύνων νους της περσικής πολιορκίας. Η μεγάλη Ευρωπαϊκή δύναμη, ώθησε το Mirza να εισβάλει στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού ο τελευταίος είχε καταλάβει τις περιοχές που γειτνίαζαν με το σημερινό Αζερμπαϊτζάν. Έπειτα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες κατάληψης των περιοχών που βρίσκονταν στη σημερινή Αρμενία, όμως, οι οποίες προήλθαν τόσο από τον ίδιο το Mirza, όσο και από τον αδελφό του, Mohammad Ali Mirza, που μπορούν να αιτιολογηθούν από την υπεροχή του συνόλου των στρατιωτικών δυνάμεων που διέθεταν οι Οθωμανοί, η πολιορκία βρισκόταν μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Η αποφυγή εκείνου του αδιέξοδου, μπορούσε να πραγματοποιηθεί έπειτα από νίκη της Περσίας στην περιοχή Ερζερούμ κοντά στη λίμνη Βαν, λίγες ημέρες αργότερα.

Η καθοριστική, λοιπόν, μάχη θα δινόταν στο Ερζερούμ, κοντά στην λίμνη του Βαν, στο ανατολικό άκρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες παρατάχθηκαν υπό τις οδηγίες του ηγέτη τους, Abbas Mirza, με μία δύναμη που οριακά έφθανε τους 30.000 στρατιώτες. Οι Οθωμανοί, βέβαια, γνωρίζοντας την μαχητική θέληση και εκπαίδευση που κατείχαν οι αντίπαλοι τους, προτίμησαν να παραταχθούν με ένα στρατιωτικό σύνολο που ξεπερνούσε τις 50.000, ελπίζοντας σε μία επικράτηση που θα αναπτέρωνε το ηθικό τους.

Συγχρόνως, μαίνεται η επαναστατική κίνηση απέναντι στους Οθωμανούς από την πλευρά των ελληνικών δυνάμεων της Μολδοβλαχίας και εν συνεχεία της Πελοποννήσου. Η οθωμανική πλευρά φαίνεται πως έχει να αντιμετωπίσει παράλληλα δύο σημαντικές επιθετικές ενέργειες εναντίον της, με διαφορετικό, βέβαια, χαρακτήρα, αλλά εξίσου ζημιογόνο πολεμικό αποτέλεσμα. Η σύσταση και συγκρότηση των στρατιωτικών της οργάνων και τεχνικών υπήρξε απαρχαιωμένη και επιβαλλόταν άμεσα εισαγωγή εκσυγχρονιστικών μεθόδων και μέσων. Αν και κάτι τέτοιο είχε παρατηρηθεί από το τέλος της εποχής των Ρωσοτουρκικών πολέμων, το απαιτούμενο κόστος μίας τέτοιου είδους αναδιοργάνωσης ήταν αδύνατο να βρεθεί.

Ο Μαχμούτ Β΄, 30ος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και 109ος Χαλίφης του Ισλάμ. Έργο του Αθανασίου Καραντζούλα. 1,89×0,9 m. Πηγή/commons.wikimedia.org

Το προαναφερθέν τεκμηριώθηκε από το τελικό αποτέλεσμα της μάχης του Ερζερούμ, όπου τελικά οι Πέρσες κατάφεραν να νικήσουν το σχεδόν διπλάσιο, αλλά ταλαιπωρημένο και μη εκπαιδευμένο στρατό των Οθωμανών, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να βαδίσουν περισσότερο προς το εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατόπιν της προειρημένης αρνητικής εξέλιξης, οι Οθωμανοί αναγκάσθηκαν να στείλουν πολλά στρατεύματα προς τα σύνορά τους, προς συνδρομή των ήδη εγκατεστημένων εκεί δυνάμεων. Αυτά τα στρατεύματα, θα μπορούσαν να είχαν σταλεί στην Ελλάδα για την κατάπνιξη της επανάστασης και την παροχή σημαντικής βοήθειας στους Οθωμανούς της περιοχής, χωρίς, όμως, μία τέτοια επιλογή να αποτελεί μία λύση που θα εξασφάλιζε νικηφόρα αποτελέσματα, εξαιτίας τόσο του επαναστατικού μένους των Ελληνικών δυνάμεων, όσο και της προαπαιτούμενης αναδιοργάνωσης του Οθωμανικού στρατού, η οποία, όπως αναφέρθηκε, δεν είχε πραγματοποιηθεί ποτέ.

Ωστόσο, μία φρικτή επιδημία χολέρας, που τράνταξε το δυναμικό της στρατιωτικής δύναμης του Mirza, ανάγκασε την Περσική Αυτοκρατορία να παύσει την πολιορκία της. Απότοκο τούτου, ήταν η συνέχιση των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών για τα επόμενα δύο χρόνια, οι οποίες περιορίστηκαν στις συνοριακές περιοχές του σημερινού Αζερμπαιτζάν και της σημερινής Αρμενίας. Το 1823, υπεγράφη συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στις δύο δυνάμεις, με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος, δίχως να διευκρινίζονται εδαφικές αλλαγές και μετατοπίσεις πληθυσμών.

Συνοψίζοντας, ο σχετικά άγνωστος πόλεμος μεταξύ Περσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και σύντομος χρονικά, συγκαταλέγεται σε μία μακρά λίστα περιστατικών που σημάδεψαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η παράταξη πολυάριθμων Οθωμανικών δυνάμεων στα σύνορα της Αυτοκρατορίας, με σκοπό να αποτρέψει τους Πέρσες στρατιώτες να εισβάλουν στο εσωτερικό της, δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθεί ενισχυτική στρατιωτική βοήθεια στους Οθωμανούς που καταπολεμούσαν την επανάσταση στην Πελοπόννησο, δίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα στους Έλληνες να αναπτυχθούν καλύτερα πολεμικά και να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους χωρίς εξωτερικές βοήθειες. Βέβαια, ακόμα και με την ύπαρξη του ενδεχόμενου διαφορετικής τροπής των γεγονότων, μία στρατιωτική ενίσχυση της Οθωμανικής δύναμης στον Ελλαδικό χώρο, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πιο ασφαλής επιλογή που θα οδηγούσε σε πιθανή κατάπνιξη της Επανάστασης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • M.Sykes (1921), A History of Persia. Λονδίνο: Εκδ. Macmillan and Co.
  • Σπ. Τρικούπης (2010), Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Α΄. Αθήνα: Έκδ. Λιβάνη.
  • R. Farmanfarmaian (2015), War and Peace in Qajar Persia – Implications Past and Present, Λονδίνο: Εκδ. Routledge.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Δημόπουλος
Βασίλης Δημόπουλος
Γεννημένος το 1998, μεγάλωσε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στην πόλη της Καλαμάτας. Από τα σχολικά του χρόνια μέχρι και σήμερα, αφιερώνει σημαντικό κομμάτι του ελεύθερου του χρόνου στην μελέτη της Νεότερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας και στην συμμετοχή του σε Ιστορικές και Φιλολογικές ημερίδες. Του αρέσει ο αθλητισμός και ιδιαίτερα η καλαθοσφαίριση, η μαγειρική, η παρακολούθηση σειρών και η συναναστροφή με τους κοντινούς του ανθρώπους.