15 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟι φάρες του Σουλιού: Εστίες Ηρώων

Οι φάρες του Σουλιού: Εστίες Ηρώων


Της Νάντιας-Ελπίδος Δουρίδα,

«Δεν έχω με τους Τσάμηδές σου καμία δουλειά, εγώ θέλω να αναμετρηθώ με τους καλύτερούς σου πολεμιστές», απάντησε ο επτάχρονος γιος του Φώτου Τζαβέλα, αρχηγού της φάρας των Τζαβελαίων και σπουδαίου Σουλιώτη οπλαρχηγού, στον Αλή Πασά, που τον κρατούσε αιχμάλωτο, αφού τον είχε προηγουμένως παροτρύνει να αντιμετωπίσει τους μαχητές του. Αυτή η απάντηση κρύβει όλο το σθένος, το κουράγιο και την ελπίδα, που αναζωπύρωνε τις ψυχές των Ελλήνων. Αυτή η απάντηση προαναγγέλλει πως, τριάντα χρόνια μετά, τα έντονα αυτά συναισθήματα θα μετατρέπονταν σε μία ηρωική επανάσταση, με την επιτυχία της οποίας το έθνος καρπώθηκε την ελευθερία του.

Η εύλογη, όμως, ερώτηση που ακολουθεί, έγκειται στο πώς είναι δυνατόν ένα μικρό παιδί να εκφέρει τέτοιου είδους επιθυμίες. Η απάντηση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι οι ήρωες της επανάστασης είχαν διαφορετική καταγωγή, και κατ’ επέκταση διαφορετική ανατροφή. Το παρόν, λοιπόν, άρθρο αναφέρεται συγκεκριμένα στους Σουλιώτες, στο γένος των οποίων άνηκε φυσικά και ο τολμηρός νεαρός, γιος του Φώτου Τζαβέλα. Από την καταγωγή τους μέχρι και τον τρόπο που επέλεγαν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, αλλά και τα ηρωικά τους επιτεύγματα, οι Σουλιώτες έχουν μία ξεχωριστή θέση στην ιστορία του έθνους μας.

Η καταγωγή τους φαίνεται πως είναι αμφίβολη, καθώς έχουν σχηματιστεί πολλές και διαφορετικές απόψεις επί του θέματος. Η επικρατέστερη είναι πως οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν, περί το 1600, αφού μετανάστευσαν από την Τσαμουριά, τη Θεσπρωτία και την Κάτω Αλβανία. Ήταν, μάλιστα, Αρβανίτες στην καταγωγή, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες. Άλλες θεωρίες τούς παρουσιάζουν ως γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων, που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις.

Ένα γεγονός, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο: η πολεμική τους ανδρεία τους εντάσσει στους πρωταγωνιστές του αγώνα για την ανεξαρτησία, καθώς σφυρηλάτησαν το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων και συνέβαλαν άμεσα στην ενσάρκωση των εθνικών οραμάτων. Οι Σουλιώτες, με τις πράξεις τους, δίκαια απέκτησαν τον τίτλο του «συνδετικού κρίκου» ανάμεσα στον νέο και τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ή αλλιώς τον τίτλο των «σύγχρονων Σπαρτιατών».

Ο Φώτος Τζαβέλας. Πηγή-wikipedia.org

Χριστιανοί τσάμηδες και μία από τις μεγαλύτερες απειλές προς τα επεκτατικά σχέδια του Αλή Πασά στην Ήπειρο, οι Σουλιώτες ζούσαν στην απρόσιτη τους περιοχή υπό ένα καθεστώς ιδιότυπης και πρωτόγονης δημοκρατίας, η οποία εφαρμοζόταν με άξονα τα σουλιώτικα χωριά. Πρώτο στην τάξη ήταν το λεγόμενο «Τετραχώρι», που αποτελούνταν από τα τέσσερα επιμέρους χωριά, την Κιάφα, το Αβαρίνο, το Σούλι και τη Σαμονίβα. Στο διάβα των χρόνων, με την αύξηση του πληθυσμού τους, δημιουργήθηκαν ακόμη τα εξής επτά χωριά: Τσεκούρι, Αλεποχώρι ή Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Περιχάτι, Βίλια, Κοντάτες και Γκονάλα. Τα χωριά αυτά αποτέλεσαν το Επταχώρι.

Η λεγόμενη «Ομοσπονδία» ή Συμπολιτεία του Σουλιού αποτελείτο από το Τετραχώρι και το Επταχώρι, λειτουργώντας ως «κράτος εν κράτει», ενώ στην κορυφή βρίσκονταν οι οικογένειες των πολέμαρχων Τζαβέλα και Μπότσαρη. Το ανώτατο όργανο ήταν η Γερουσία, στην οποία υπήρχε ένας εκπρόσωπος από κάθε φάρα.

Όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών, οι Σουλιώτες φαίνεται πως από πολύ μικρή ηλικία τα ενέτασσαν σε μία καθημερινότητα σκληρή. Σαν τους Σπαρτιάτες, με τους οποίους, όπως προαναφέρθηκε, έχουν παρομοιαστεί, οι Σουλιώτες δεν επικεντρώνονταν τόσο στην καλλιέργεια του πνεύματος, όσο στην καλλιέργεια του σώματος. Από την ηλικία των δέκα ετών, οι νεαροί είχαν σκληρές και καθημερινές εκγυμνάσεις, διήγαν βίο στρατιωτικό και φυσικά εκπαιδεύονταν στα όπλα. Με τα δεδομένα αυτά, η αντίδραση του μικρού γιου του Φώτου Τζαβέλα οδήγησε στην παρότρυνση του Αλή Πασά να παλέψει, ακόμη κι αν ήταν μικρός.

Με ποιόν τρόπο, όμως, οι οικογένειες αυτές απέδειξαν την ασυναγώνιστη πολεμική ικανότητα του πνεύματος των Σουλιωτών; Είναι άξιο αναφοράς πως οι δύο κυρίαρχες και πιο σημαντικές από πολεμικής πλευράς «φάρες» ήταν δύο: των Μποτσαραίων και των Τζαβελαίων. Ξεκινώντας από τους πρώτους, εγκαταστάθηκαν στο Σούλι, κατά τον 17ο αιώνα, ενώ αρχηγός της φάρας θεωρείτο ο Κίτσος Μπότσαρης. Οι Τζαβελαίοι, από την άλλη, είχαν ως επικεφαλής τον Λάμπρο Τζαβέλα, ο οποίος πρωταγωνίστησε στους αγώνες εναντίον του Αλή.

Εκτός των δύο ηγετικών οικογενειών, στο Σούλι κατοικούσαν πολλές ακόμη φάρες ανδρείων μαχητών. Σύμφωνα με τον Λάμπρο Κουτσονίκα, Σουλιώτη αγωνιστή και ιστοριογράφο της επανάστασης, οι κυριότερες φάρες ήταν οι εξής: Δαγκλαίοι, Τζασφαίοι, Κουτσονικαίοι, Καραμπιναίοι, Καλογεραίοι, Σεχαίοι, Ζαρμπαίοι, Τονταίοι, Θανασαίοι, Παπαγιαναίοι και πολλές ακόμα. Επίσης, στα υπόλοιπα χωριά, που αποτελούσαν το Τετραχώρι, κατοικούσαν οι Ζερβαίοι, οι Τζιοραίοι, οι Δαγκλιαναίοι και πολλές ακόμη.

Ο Κίτσος Μπότσαρης. Πηγή/haniotika-nea.gr

Οι Σουλιώτες είναι φανερό πως, παρακινημένοι από το άγονο έδαφος, έκαναν πολλές ένοπλες επιδρομές σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από τα Γιάννενα, αποτελώντας το βασικό τροχοπέδη στα επεκτατικά οράματα και την ενιαία τάξη πραγμάτων, που επιδίωκε ο Αλή Πασάς. Μάλιστα, το 1790, σηματοδοτείται ως η αρχή μιας αιματηρής και δύσκολης 15ετίας για τούτους τους αγωνιστές. Ο Αλή Πασάς, έχοντας συμμετάσχει ενεργά και αποτελεσματικά στον πόλεμο κατά της Ρωσίας, εκστράτευσε στο Δούναβη και διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Τότε, όμως, οι Σουλιώτες, παρακινούμενοι από τους Ρώσους, άρπαξαν την ευκαιρία και εξεγέρθηκαν απειλώντας τα Γιάννενα και λεηλατώντας την περιοχή της Τσαμουριάς.

Σε πρώτη φάση, αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Αλή να επιστρέψει το 1791 στην Ήπειρο και να αναλάβει την κατάσταση, η οποία είχε βγει εκτός ελέγχου. Με 3.000 στρατιώτες στο πλάι του επιχειρεί να καταλάβει το Σούλι, αποτυγχάνει όμως και γυρνά ηττημένος και με πολλές απώλειες στα Γιάννενα. Η προσπάθεια του όμως δεν θα σταματήσει εδώ. Έτσι, το 1792 σηματοδοτείται η δεύτερη φάση αυτής της μακροσκελούς αναμέτρησης. Ο Αλή Πασάς ήθελε πλέον να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του στο Αργυρόκαστρο. Για να αιφνιδιάσει τους Σουλιώτες, έστειλε στους πολέμαρχους Τζαβέλα και Μπότσαρη μια επιστολή τάχα ζητώντας βοήθεια. Οι αγωνιστές, όμως, υποπτευθήκαν τις υποχθόνιες διαθέσεις του, στέλνοντας μόλις 70 στρατιώτες στα Γιάννενα με επικεφαλής τον Λάμπρο Τζαβέλα. Όπως ήταν όμως αναμενόμενο, ο Αλή τούς φυλάκισε όλους. Όμως ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να αιφνιδιάσει τους Σουλιώτες.

Ένας αιχμάλωτος πολεμιστής κατάφερε να δραπετεύσει και να ειδοποιήσει τους συμπατριώτες του, οι οποίοι απέκρουσαν αποτελεσματικά και έγκαιρα την επίθεση. Ο Αλή τότε, σε μια κίνηση απελπισίας, άφησε ελεύθερο τον Λάμπρο Τζαβέλα, ώστε να παροτρύνει τους συμπολεμιστές του να υποχωρήσουν, ειδάλλως θα του κόστιζε τη ζωή του γιου του, Φώτου. Ο Τζαβέλας, όμως, θυσίασε τον γιο του, προτρέποντας τους Σουλιώτες να αντισταθούν, νικώντας για δεύτερη φορά τον Αλή Πασά, αυτή τη φορά με τη βοήθεια της Μόσχως Τζαβέλα και των ατρόμητων γυναικών του Σουλιού, οι οποίες εγκλώβισαν σε απόκρημνα σημεία τους εχθρούς με μεγάλα λιθάρια. Ο Αλή, μετά την ήττα του αυτή, δέχτηκε να συνθηκολογήσει, δεχόμενος την αυτονομία των Σουλιωτών, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν πως θα σταματήσουν τις ληστρικές επιδρομές.

Ο Λάμπρος Κουτσονίκας. Σχέδιο του απογόνου του Λ. Κουτσονίκα Πηγή-agrinionews.gr

Στην τρίτη φάση του αιματηρού πολέμου εναντίον του Σουλιού, το 1802, ο Αλή έστειλε 10.000 άνδρες, με επικεφαλής τον γιο του Βελή, στα αφιλόξενα βουνά του Σουλιού, με στόχο τον αποκλεισμό του. Η επίθεση στέφθηκε με επιτυχία. Οι Σουλιώτες αποκλεισμένοι υποσιτίζονταν, ενώ οι θανατηφόρες ασθένειες τούς θέριζαν. Έτσι, λοιπόν, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η συνθήκη ειρήνης, η οποία υπέγραψαν με τον Βελή, όριζε την εγκατάλειψη του τόπου τους, με το δικαίωμα να εγκατασταθούν οπουδήποτε αλλού θέλουν, παίρνοντας μαζί τους την κινητή τους περιουσία.

Αυτό, δυστυχώς, το κατόρθωσαν μόνο οι 2.000 Σουλιώτες υπό τους Φώτο Τζαβέλα, Βέικο Ζάρμπα και Δήμο Δράκο, οι οποίοι κατάφεραν να μεταφερθούν στην Πάργα. Οι 1.000 που κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα δέχθηκαν επίθεση από στρατιώτες του Αλή και εξοντώθηκαν. Γυναίκες απελπισμένες, βλέποντας το άδοξο τέλος των συντρόφων τους, αυτοκτόνησαν στο Ζάλογγο με τα παιδιά τους. Από την τραγική αυτή καταστροφή, ξέφυγαν 28 οικογένειες, οι οποίες κατέφυγαν στον Πύργο του Δημουλά, αρνούμενες να παραδοθούν στους διώκτες τους. Με επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση, αρχηγό της φάρας των Σεχαίων μετά τον θάνατο του άντρα της, πολέμησαν γενναία τους Τούρκους. Όταν τα βόλια τους τελείωσαν, έβαλαν φωτιά στη μπαρούτη, ανατινάζοντας τον πύργο και τους εαυτούς τους. Ανάλογη αυτοθυσία έδειξε και ο μοναχός Σαμουήλ, ο οποίος, αρνούμενος να παραδώσει τα βαρέλια μπαρουτιού, που είχε στη Μονή, την ανατίναξε, παρασύροντας στον θάνατο 5 συντρόφους του και αρκετούς Τούρκους. Η τρίτη φάλαγγα, υπό τους Μποτσαραίους, κατέφυγαν στη Μονή Σέλτσου, όπου περικυκλώθηκαν και σφαγιάσθηκαν.

Μέσα από αυτή την ιστορική αναδρομή, αλλά και την πιο προσεκτική ματιά στους Σουλιώτες, τα συμπεράσματα, που εξάγονται, επιβεβαιώνουν τον ηρωισμό και την ανδρεία, προτερήματα για τα οποία έχουν μείνει γνωστοί στην ιστορία. Έχοντας αποκρούσει δύο φορές έναν εχθρό πολύ δυνατότερο από αυτούς, αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα, αρνήθηκαν να πεθάνουν ντροπιασμένοι και επέλεξαν έναν θάνατο, που θα τιμούσε και αυτούς που είχαν απομείνει αλλά και όσους χάθηκαν για την ανεξαρτησία της πατρίδας.


Βιβλιογραφία
  • Κουτσονίκας Λ. (1863) Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Α΄. Αθήνα: Τύπος του «Ευαγγελισμού»
  • Ψιμούλη Β. (1995), Σούλι και Σουλιώτες. Οικονομικά, Κοινωνικά και Δημογραφικά Δεδομένα. Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Αθήνα
  • Συλλογικό Έργο (2003), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000. Τόμος 1ος . Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Περραιβός X. (s. d.), Ιστορία του Σουλιού. Αθήνα: Τύποις και Αναλώμασι Π.Δ. Σακελλαρίου

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νάντια-Ελπίς Δουρίδα
Νάντια-Ελπίς Δουρίδα
Είναι γεννημένη στην Αθήνα, είναι 18 ετών και φοιτά στο τμήμα της Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Από μικρή ηλικία είχε μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και τον γραπτό λόγο. Έχει συμμετάσχει και διακριθεί σε πολυάριθμους ρητορικούς και φιλοσοφικούς διαγωνισμούς, καθώς και προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών στην αγγλική γλώσσα. Ασχολείται τακτικά με τη συγγραφή κειμένων, λογοτεχνικών και μη, ενώ από τους αγαπημένους της συγγραφείς είναι ο Ντοστογιέφσκι και ο Καζαντζάκης.