17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΤο Lobbying και η επίδρασή του στην αμερικανική πολιτική

Το Lobbying και η επίδρασή του στην αμερικανική πολιτική


Του Νικηφόρου Δρακούλη,

Τα πολιτικά δρώμενα και οι νομοθετικές αποφάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ανέκαθεν ήταν άμεσα επηρεαζόμενες από τις εταιρείες Lobbying και την παρασκηνιακή πολιτική πίεση, που αυτές ασκούσαν. Οι ομάδες αυτές πολιτικής πίεσης άρχισαν σταδιακά να διαμορφώνονται ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ, τον 20ο, γνώρισαν ιδιαίτερη άνοδο, με τον 21ο να συντελεί στην εδραίωση και ισχυροποίησή τους. Το Lobbying έχει γίνει πλέον απαραίτητο για τη λειτουργία των γραναζιών του πολιτικού συστήματος της Αμερικής, ιδίως στην πρωτεύουσά της, Washington D.C. Με την αγανάκτηση του αμερικανικού λαού, όσον αφορά την κατάσταση στη Washington, να φτάνει στα ύψη και με τους ψηφοφόρους να εμπιστεύονται όλο και παραπάνω υποψηφίους που θεωρούνται πολιτικά αποστασιοποιημένοι από τη φερόμενη διαφθορά στην πρωτεύουσα, είναι καιρός να αναλογιστούμε τον τρόπο λειτουργίας, τα αποτελέσματα και τους σημαντικότερους συμμετέχοντες του παρασκηνιακού αυτού συστήματος.

Καταρχάς, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε σύντομα τον τρόπο λειτουργίας αυτού του συστήματος. Ουσιαστικά το Lobbying είναι το μέσον με το οποίο συγκεκριμένες ομάδες επιχειρούν να επηρεάσουν μέλη του Κογκρέσου για νομοθετική αλλαγή, κάτι που το καθιστά καίριο για την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας, καθώς ομάδες επιρροής λειτουργούν ως σύνδεσμος της κοινωνίας με τα στρώματα της πολιτειακής θεσμοθέτησης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που δείχνουν την πρόοδο που έχουν επιτύχει οργανώσεις, όπως το NAACP (National Association for the Advancement of Colored People), μέσω της άσκησης πιέσεων για την ενίσχυση των Δικαιωμάτων των αφροαμερικανών στον νότο και για την απαγόρευση των ρατσιστικών νόμων σε πολλές Πολιτείες. Όμως, ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες, το Lobbying έχει σταματήσει να εκπροσωπεί τόσο τα συμφέροντα του κοινού, αλλά κυρίως προσανατολίζεται σε αυτά των εταιρειών και των πολυεθνικών, πολύ απλά επειδή αυτές έχουν το κεφάλαιο, ώστε να «επενδύσουν» στην πολιτική μέσω των lobbyists. Υπολογίζεται πως για κάθε ένα δολάριο που ξοδεύει ένα σωματείο ή ομάδα κοινού συμφέροντος, ομάδες εταιρικών συμφερόντων ξοδεύουν 34 δολάρια. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι 95 από τις 100 ισχυρότερες εταιρείες Lobbying το 2012 εκπροσωπούσαν εταιρικά συμφέροντα. Οι επενδύσεις αυτές αποδεικνύονται, ομολογουμένως εξαιρετικά επιτυχημένες, αφού για κάθε δολάριο, που ξοδεύει μια εταιρεία, έχει μια επιστροφή 760 δολαρίων σε μορφή φοροαπαλλαγών και κρατικής υποστήριξης. Συνεπώς, μιλάμε για μια επιστροφή της τάξης του 76.000% καθιστώντας την πολιτική έναν από τους πιο επιτυχημένους τομείς επένδυσης.

Στις Η.Π.Α., όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου, κάθε μέλος της γερουσίας ή της Βουλής των Αντιπροσώπων χρειάζεται μεγάλα χρηματικά ποσά, για να επανεκλεγεί. Έτσι, ενώ η χρηματική υποστήριξη ενός εκλεγμένου μέλους του Κογκρέσου με αντάλλαγμα την ψήφιση νομοθεσίας ευνοϊκής προς τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων απαγορεύεται ρητά, αφού συνιστά δωροδοκία, η αποδοχή χρημάτων μέσω εταιρειών Lobbying, οι οποίες διοργανώνουν πολιτικούς εράνους με ισχυρούς παρευρισκόμενους, δεν αντίκειται σε κάποιον νόμο. Επακολούθως, ομάδες εταιρικών συμφερόντων μπορούν μέσω Lobbying να πιέσουν τον νομοθέτη να υποστηρίξει ή να αντιτεθεί σε συγκεκριμένους νόμους υπό την απειλή ότι αν δεν πράξει αναλόγως, η χρηματική υποστήριξη όχι μόνο θα πάψει αλλά και θα χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη πολιτικών του αντιπάλων. Ταυτόχρονα, επιπλέον μέσον που χρησιμοποιούν εταιρείες Lobbying, ώστε να επηρεάσουν μέλη του Κογκρέσου, είναι η υπόσχεση επαγγελματικής αποκατάστασης μετά το τέλος της θητείας τους, πρόταση ιδιαίτερα δελεαστική, αφού ο μέσος μισθός του lobbyist υπολογίζεται ότι είναι 1.452% μεγαλύτερος από αυτόν ενός Γερουσιαστή ή μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων. Με αυτόν τον τρόπο, μη εκλεγμένες ομάδες ανθρώπων μπορούν να επηρεάζουν την νομοθέτηση, ακόμα και αν η θέση τους είναι αντίθετη σε αυτή της κοινής γνώμης.

Η ερώτηση, όμως, που φυσικά γεννάται είναι ποιοι οργανισμοί απαρτίζουν τη λίστα με τις ισχυρότερες ομάδες συμφερόντων στη Washington αυτή την εποχή και ποιοι οι στόχοι του; Το 2019, αυτοί που ξόδεψαν τα μεγαλύτερα ποσά, για να επιτύχουν την ψήφιση ευνοϊκής νομοθεσίας μέσω Lobbying, ήταν οι φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες επένδυσαν σχεδόν 300 εκατομμύρια δολάρια, έτσι ώστε να αποφύγουν κρατικές ρυθμίσεις εις βάρος τους, να μην επιτρέψουν τη σύσταση ενός κρατικού συστήματος υγείας και να παρατείνουν τον χρόνο της πνευματικής ιδιοκτησίας των φαρμάκων τους, κινήσεις οι οποίες όλες θα μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Ένας άλλος κλάδος που παρείχε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, το περασμένο έτος, ήταν οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες συνέζευξαν τις προσπάθειες τους κατά ενός κρατικού συστήματος υγείας. Παράλληλα, τεράστια ποσά συνεισφέρουν εταιρείες ορυκτών καυσίμων ξοδεύοντας 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια από το 1998 υποστηρίζοντας νομοθέτες οι οποίοι αντιτίθενται σε νέες πράσινες μορφές ενέργειας, στην επιβολή κυρώσεων για ζητήματα καταστροφής του περιβάλλοντος, ενώ, αντίθετα, υποστηρίζουν τη διανομή κρατικής γης σε εταιρείες πετρελαίου για εξορύξεις. Εταιρείες, όπως η ΒΡ και η Exxon, είναι μόνιμοι υποστηρικτές Γερουσιαστών, όπως ο Jim Inhofe, ο οποίος το 2015 έφερε μια πραγματική χιονόμπαλα μαζί του στη Γερουσία ως επιχείρημα ενάντια στην κλιματική αλλαγή.

Είναι, λοιπόν, προφανές, πως το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την ίδια την δημοκρατία, αφού απειλεί την ηθική ακεραιότητα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να περιοριστεί η δυνατότητα του χρήματος να επηρεάζει τη νομοθεσία, αλλά χωρίς να καταργηθεί το θεμιτό φαινόμενο των αιτημάτων από ομάδες ανθρώπων, που έχουν ως γνώμονα το κοινό συμφέρον, στο Κογκρέσο; Πολλοί υποστηρίζουν, πως το σημαντικότερο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση είναι η απαγόρευση των πολιτικών εράνων, που διοργανώνονται από lobbyists, με παρευρισκόμενους που έχουν σκοπό να επηρεάσουν τους αντιπροσώπους των πολιτών με χρηματικές συνεισφορές. Ταυτόχρονα, απαραίτητο κρίνεται να μην επιτρέπεται σε πρώην μέλη του Κογκρέσου να δουλεύουν ως lobbyists μετά το τέλος της θητείας τους. Τέλος, είναι μόνο εύλογο, σύμφωνα με πολλούς, πολιτικοί οι οποίοι έχουν λάβει χρήματα από ομάδες συγκεκριμενών συμφερόντων να μην μπορούν να αναλαμβάνουν θέσεις που καλούνται να επιβάλλουν κανονισμούς και ρυθμίσεις επί ζητημάτων τα οποία αφορούν τα συμφέροντα των ομάδων αυτών.

Αναμφίβολα, το Lobbying αποτελεί ένα πολύ περίπλοκο θέμα στην αμερικανική πολιτική σκηνή και δεν μπορεί να αναλυθεί σε ένα άρθρο. Όμως η αναφορά σε αυτό και η προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου χρήζει ιδιαίτερης σημασίας, αφού πρόκειται για θέμα το οποίο απασχολεί τους ψηφοφόρους στην Αμερική. Ενδεικτικό της αγανάκτησης των πολιτών για το σύστημα αυτό ήταν οι εκλογές του 2016, στις οποίες ο υποψήφιος τότε Trump υποσχέθηκε πως θα έλυνε αυτό το πρόβλημα της Washington έχοντας ως σλόγκαν το “drain the swamp”, να αδειάσει δηλαδή τον βάλτο της διαφθοράς, που έπληττε τη χώρα  (υπόσχεση την οποία αργότερα δεν κράτησε). Το αποτέλεσμα ήταν να κερδίσει πολλές πολιτείες που ιστορικά υποστήριζαν τους δημοκρατικούς, αφού η Clinton χαρακτηριζόταν ως ιδιαίτερα βαθιά αναμειγμένη στην καρδιά της διαφθοράς της Washington. Απομένει να διαφανεί, λοιπόν, τι επίδραση θα έχει το Lobbying στο μέλλον της πολιτικής στην Αμερική και πώς η κοινή γνώμη θα μπορέσει να διαμορφώσει ένα πιο δίκαιο και δημοκρατικό σύστημα. Είναι, όμως, προφανές ότι, σήμερα, οι τέτοιου είδους παρασκηνιακές διαδικασίες εξακολουθούν να υπονομεύουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και να θέτουν σε κίνδυνο την αμερόληπτη νομοθέτηση εκ μέρους των εκπροσώπων των πολιτών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • Industries, OpenSecrets Centre for Responsive Politics, available here
  • Which Industry Spends the Most on Lobbying?, Investopedia, available here
  • Is Lobbying Good or Bad, Represent Us, available here
  • What we get wrong about lobbying and corruption, The Washington Post, available here

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νικηφόρος Δρακούλης
Νικηφόρος Δρακούλης
Γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα και ζει από το 2018 στο Βερολίνο. Σπουδάζει στο τμήμα Βιολογίας του πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά. Μεγάλα του ενδιαφέροντα αποτελούν η έρευνα στον τομέα της βιολογίας, η αρχαία και η νεότερη ιστορία, όπως και τα πολιτικά δρώμενα σε διεθνές επίπεδο. Θέλει να ασχοληθεί με την ενημέρωση, επειδή πιστεύει πως ένα σωστά ενημερωμένο κοινό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας.