15.9 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςReview ή σκέψεις για τη "Rebecca" (2020)

Review ή σκέψεις για τη “Rebecca” (2020)


Της Μαρίας-Ελένης Καποτά,

“It’s over. She’s won.”

Στις 21 Οκτωβρίου 2020, η πολυαναμενόμενη ταινία “Rebecca”, κυκλοφόρησε στο Netflix. Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο (1938) της Daphne du Maurier, ακολουθώντας μια ήδη οσκαρική εκδοχή της ίδιας ιστορίας από τον Alfred Hitchcock το 1940, με σκηνοθέτη τον Ben Wheatley (“High-Rise” (2015), “Free Fire” (2016) κ.ά.) και πρωταγωνιστές τους Armie Hammer και Lily James, oι προσδοκίες ήταν υψηλές.

Η “Rebecca” (2020) ακολουθεί τα βασικά μέρη της πλοκής του μυθιστορήματος της du Maurier. Ξεκινάει με την ηρωίδα, της οποίας το όνομα και στα δύο μέσα δεν αναφέρεται ποτέ (Lily James), να ονειρεύεται όλα όσα έζησε στην έπαυλη Manderley πλάι στον άντρα της Maxim de Winter (Armie Hammer). Όπως ακριβώς και στο βιβλίο, έτσι και στην ταινία, ο Wheatley παρουσιάζει την πλοκή ως ένα flashback. Καταφέρνει να βάλει τον θεατή από την αρχή στο κλίμα της ταινίας με τα διάσημα λόγια της ηρωίδας “Last night I dreamt I went to Manderley again…”. Η αφήγησή της γρήγορα μεταβαίνει στη νεαρή της ηλικία στο ξενοδοχείο Regina (δεν είναι μάλλον τυχαία η επιλογή του ονόματος ή του τεράστιου “R” στο έδαφος μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου) στο Μonte Carlo, στα μέσα του 1930, όπου, όντας συνοδός/βοηθός της κυρίας Van Hopper (Ann Dowd), γνωρίζει τον γοητευτικό χήρο Maxim, τον οποίο ερωτεύεται και παντρεύεται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Μaxim της προτείνει να μείνουν στην έπαυλή του, Manderley. Με την είσοδό της, όμως, στο μεγαλοπρεπές σπίτι, η ηρωίδα έρχεται αντιμέτωπη με την οικονόμο Danvers (Kristin Scott Thomas), αλλά και με τη σκιά της Rebecca, της πρώην γυναίκας του Maxim, η οποία, αν και νεκρή, κατακλύζει και επηρεάζει το Manderley και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτό.

Ο Wheatley καταφέρνει να δημιουργήσει μια αισθητικά όμορφη ταινία και να παραμείνει όσο πιο πιστός μπορεί στη ροή των γεγονότων της ιστορίας, με κάποιες δικές του ενδιαφέρουσες προσθήκες, αλλά και συμπτύξεις σκηνών ή αφαιρέσεις τους. Ιδιαίτερα, το περιβάλλον της ταινίας, με την ευχάριστη και φωτεινή χρωματική παλέτα στα πλάνα στο Monte Carlo, αλλά και, αντίθετα, στο επιβλητικό Manderley με το μυστηριώδες εσωτερικό του και τη βραχώδη παραλία του, τα νερά της θάλασσας που φαίνονται να προμηνύουν και να μαρτυρούν, συμβάλλει με έμμεσο τρόπο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του έργου, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τον θεατή. Όμως, παρόλο που η ταινία ξεκινάει με τις σκέψεις της ηρωίδας, αυτές, μετά από μερικά πλάνα, διακόπτονται για να συνεχιστούν πάλι στο τέλος της. Δεν τους δίνεται μεγάλη έμφαση, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, αφού το βιβλίο της du Maurier στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς την συνεχή αναφορά στις σκέψεις την κεντρικής ηρωίδας. Είναι ουσιαστικά η ψυχή της ιστορίας, η οποία εντείνει το δραματικό στοιχείο.

Στην ταινία γίνεται, επίσης, αναφορά πολλών εκφράσεων-ορόσημων της ξένης λογοτεχνίας. Εντούτοις, ο Wheatley προσθέτει τις δικές του πινελιές και τα δικά του σύμβολα, τα οποία φαίνεται να προκύπτουν από την επιθυμία του να εντείνει το στοιχείο του σασπένς. Παρουσιάζει, όμως, και πτυχές οι οποίες δεν είναι, για παράδειγμα, απαραίτητες για την αποτύπωση του γοτθικού ερωτισμού που ίσως ήθελε να πετύχει. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να παραβλέψουμε πως είναι ευφυής η αποτύπωση της επιθυμίας της ηρωίδας να γίνει πιο ελκυστική στα μάτια του Maxim, κάτι το οποίο συμφωνεί με το βιβλίο. Ο Wheatley κινείται εύστοχα, δίνοντας έμφαση στη σύγκριση μεταξύ της Rebecca και της ηρωίδας μας, ιδιαίτερα μέσα από τις διαφορές στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά τους γενικότερα. Βέβαια, η σύγκριση ανάμεσα σε νυν και πρώην θα μπορούσε να είναι πιο έντονη.

Αυτό το οποίο είναι σίγουρο, είναι πως η ομορφιά των πλάνων υπερισχύει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας και μάλιστα, πολλές φορές, έναντι του διαλόγου και της πλοκής. Και αυτό είναι αρνητικό, όχι γιατί δεν αρέσκομαι στα ωραία πλάνα -το αντίθετο μάλιστα-, αλλά γιατί ιδιαίτερα ο Armie Hammer, αν και γοητευτικός, προσφέρει ένα βλέμμα συχνά απλανές το οποίο όμως, με κάποιες εξαιρέσεις, δεν λειτουργεί υπέρ του μυστηρίου που (θα έπρεπε να) καλύπτει σαν πέπλο τον Maxim. Επιπροσθέτως, οι αντιδράσεις του σε κάποια δραματικά σημεία της ταινίας είναι αρκετά επίπεδες.

via Netflix. Πηγή εικόνας: thetab.com

Η Lily James, από την άλλη, παίζει με πιστό προς το κείμενο τρόπο την ντροπαλή ανώνυμη ηρωίδα, η οποία ωριμάζει απότομα μέσα από διάφορες συγκυρίες. Mε κάποιες παρ’ όλ’ αυτά επιτηδευμένες και όχι τόσο εσωτερικές εκφράσεις, καταφέρνει να ενσαρκώσει τον ρόλο με επιτυχία.

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες, όμως, όπως η κυρία Van Hopper και η οικονόμος Danvers, προσδίδουν μια εντυπωσιακή φυσικότητα και είναι αυτοί που κερδίζουν το ενδιαφέρον του θεατή. Η ομαλή, για παράδειγμα, εναλλαγή της Van Hopper από την ψεύτικη χαρά της στο άκουσμα των νέων σχετικά με τον γάμο του ζευγαριού, στον προσβλητικό τόνο της φωνής της όταν μένει μόνη ξανά με τη νεαρή ηρωίδα, αποτελεί κάποιο από τα θετικά στοιχεία της ταινίας. Το ίδιο, και σε ακόμα πιο έντονο βαθμό, συμβαίνει και με την ενσάρκωση του ρόλου από την Kristin Scott Thomas. Η ηθοποιός αποπνέει με τέτοια φυσικότητα το ψυχρό αλλά γεμάτο υποκείμενο πάθος βλέμμα της οικονόμου, ειδικά όταν αυτή βρίσκεται στο ίδιο κάδρο με την ηρωίδα. Είναι μια ήρεμη απειλή η οποία προκαλεί δέος όχι μόνο στον χαρακτήρα που υποδύεται η James, αλλά και στον θεατή.

Mrs. Danvers: “I wonder what she’s thinking about you. Taking her husband and…using her name.”

Η Lily James ως Mrs. de Winter και η Kristin Scott Thomas ως Mrs. Danvers. Kerry Brown / Netflix—2020 © Netflix, Inc. Πηγή εικόνας: time.com

Εντέλει, ο Wheatley καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία η οποία θέλει να δείξει το δράμα του να προσπαθείς να ενσωματωθείς σε ένα νέο περιβάλλον, όπου τα πάντα μοιάζουν να είναι εναντίον σου, να ζεις με τα φαντάσματα του παρελθόντος, να προσπαθείς να επιβεβαιωθείς για την αγάπη του συντρόφου σου. Και το καταφέρνει αυτό ως ένα βαθμό, καθώς δίνει μια σύγχρονη πνοή στη Rebecca, αλλά λείπει αυτό το επιπρόσθετο στοιχείο έτσι ώστε η ταινία να καθηλώσει τον θεατή και ιδιαίτερα εκείνον τον θεατή ο οποίος έρχεται να την παρακολουθήσει διαβασμένος. Ίσως, επειδή το μυθιστόρημα της du Maurier, ιδιαίτερα διαχρονικό, είχε πολλές κατευθύνσεις που χρησιμοποιηθήκαν μέσω μιας προσπάθειας ανάμειξης των κεντρικών ιδεών και ισορροπίας του ερωτικού δραματικού στοιχείου με αυτό του σκοτεινού μυστηρίου, αλλά με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η έμφαση να δίνεται περισσότερο στην εξωτερική εμφάνιση του έργου, χωρίς κάτι καινούργιο, χωρίς να κατακλύζει τον θεατή με τα έντονα συναισθήματα της ηρωίδας, χωρίς να οδηγεί κάπου αλλού η ταινία πέρα από την, σε κάποια σημεία, γρήγορη εξιστόρηση των γεγονότων.

Ποιος ήταν ο στόχος της ταινίας; Πώς θα την χαρακτήριζα; Δεν έχω καταφέρει να απαντήσω μέχρι στιγμής.

Αν, φερειπείν, δινόταν περισσότερη έμφαση στο στοιχείο του τρόμου, κάτι το οποίο σίγουρα θα μπορούσε να καταστεί δυνατό μέσα από την εμμονή, για παράδειγμα, της ηρωίδας με τη Rebecca και τη συμπεριφορά του Maxim, όπως πολύ ωραία μας τα παρουσιάζει ο Wheatley, ίσως να είχαμε οδηγηθεί σε κάτι διαφορετικό. Ή, αντίθετα, θα μπορούσε το έργο να δώσει έμφαση στον φεμινισμό, στην κοινωνία του 1930 και τον ρόλο της γυναίκας, αφού, όπως τονίζει η Danvers, “We women, we can either marry or go into service, and I’m too old for either”. Ειδάλλως, ποιο το νόημα μιας ακόμη “Rebecca” η οποία παλεύει με νύχια και με δόντια να βρει τη θέση της μέσα σε κάποιο κινηματογραφικό είδος;


Δείτε το trailer της ταινίας Rebecca (2020), διαθέσιμο εδώ


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρία-Ελένη Καποτά
Μαρία-Ελένη Καποτά
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι τεταρτοετής φοιτήτρια του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στην κατεύθυνση «Πολιτισμός και Πολιτιστική Διαχείριση» του Παντείου Πανεπιστημίου. Κατέχει διπλώματα πιάνου (Μέση Α’) και κλασσικού χορού (certificat de 2nd degré) και υπήρξε μέλος της χορωδίας «Μανώλης Καλομοίρης». Από το 2017 παρακολουθεί ημερίδες σχετικές με την ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία. Ομιλεί ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά, ενώ λατρεύει τον κινηματογράφο, την ζωγραφική, τα ταξίδια και την πεζοπορία.