15.7 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΥγείαΨυχαναλυτική - Ψυχοδυναμική προσέγγιση

Ψυχαναλυτική – Ψυχοδυναμική προσέγγιση


Της Χριστίνας Σονούντα,

Η «ψυχοθεραπεία» είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει διάφορες προσεγγίσεις στη θεραπεία. Μια τέτοια προσέγγιση είναι η ψυχοδυναμική θεωρία που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα καθώς και το πώς μπορούν να σχετίζονται με την εμπειρία της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Η συγκεκριμένη προσέγγιση ενδιαφέρεται για τις δυναμικές σχέσεις ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο κίνητρο. Στόχος της είναι να βοηθήσει τους θεραπευόμενους να αποκτήσουν επίγνωση και να κατανοήσουν τους λόγους των προβλημάτων τους, να αποκτήσουν ώριμη ικανότητα για να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε μελλοντικό πρόβλημα. Προκειμένου να συντελεστεί αυτή η διεργασία, ο σύμβουλος πρέπει να είναι ικανός να προσφέρει στον θεραπευόμενο ένα περιβάλλον σταθερό και ασφαλές για να μπορέσει ο τελευταίος να εκφράσει με ασφάλεια τις φαντασιώσεις και τις πεποιθήσεις πόνου ή ντροπής.

Η ψυχοδυναμική συμβουλευτική έχει τις ρίζες της στις ιδέες του Sigmund Freud, παρόλο που η τρέχουσα θεωρία και πρακτική έχει ξεπεράσει τις διατυπώσεις του. Ο Freud ήταν πεπεισμένος ότι οι αναμνήσεις και οι καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες αποτελούν την πηγή των προβλημάτων του ασθενή, ενώ οι επόμενες γενιές έχουν αναπτύξει μια πιο κοινωνική προσέγγιση, προσανατολισμένη στις σχέσεις. Οι ψυχοδυναμικές μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί για να κατανοηθεί και να θεραπευτεί ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων μέσω της ομαδικής θεραπείας και συμβουλευτικής σε συζύγους ή ζευγάρια. Ο επιφανέστερος ψυχίατρος της εποχής, Charcot, δίδαξε στον Freud την τεχνική της ύπνωσης. Ο Freud άρχισε να βλέπει ασθενείς με συναισθηματικές διαταραχές, ανακάλυψε ότι η ύπνωση δεν ήταν αποτελεσματική -κατά τη γνώμη του- ως θεραπευτική τεχνική και σταδιακά εξέλιξε τη δική του μέθοδο, που την αποκάλεσε «ελεύθερο συνειρμό» (σύμφωνα με αυτήν ο ασθενής ξάπλωνε σε άνετη στάση και έλεγε ό,τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή). Η διαδικασία αυτή ανέβλυζε συχνά δυνατά συναισθήματα, αναμνήσεις και σεξουαλικές εμπειρίες από την παιδική ηλικία. Μια από τις ασθενείς του, η Anna O., ονόμασε τη μέθοδο «ομιλούσα θεραπεία». Αργότερα η θεραπευτική αυτή μέθοδος ονομάστηκε ψυχανάλυση. Από τότε η μέθοδος και η θεωρία του έγιναν ευρέως γνωστές και χρησιμοποιήθηκαν από τρίτους. Οι ιδέες του συνεχώς μεταβάλλονται και εξελίσσονται από άλλους επαγγελματίες της ψυχανάλυσης αλλά και συγγραφείς με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν πολλοί ψυχοθεραπευτές και σύμβουλοι που θεωρούν ότι εργάζονται μέσα στην προσέγγιση που εγκαινίασε ο Freud και την αποκαλούν ψυχοδυναμική και όχι ψυχαναλυτική. Τα κυριότερα στοιχεία που διακρίνουν την ψυχοδυναμική προσέγγιση είναι: α)η υπόθεση ότι οι δυσχέρειες του πελάτη έχουν τις απώτατες ρίζες τους σε εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, β)η υπόθεση ότι ο πελάτης μπορεί να μην έχει συνειδητή επίγνωση των αληθινών κινήτρων ή παρωθήσεων που βρίσκονται πίσω από τις πράξεις του, γ)η χρήση στη συμβουλευτική και στη θεραπεία της ερμηνείας της σχέσης μεταβίβασης.

Ο Freud σημείωσε ότι στην κατάσταση του «ελεύθερου συνειρμού» πολλοί ασθενείς του ανέφεραν δυσάρεστα γεγονότα και σεξουαλικά βιώματα από την παιδική ηλικία τους. Ακούγοντάς τους να μιλούν για τη ζωή τους, είκαζε ότι η σεξουαλική τους ενέργεια αναπτύσσεται και ωριμάζει μέσα από κάποιες διακριτές φάσεις. Οι διακριτές αυτές φάσεις βασίζονται σε πέντε στάδια, όπως χαρακτηριστικά τα ονόμασε ο ίδιος, από τα οποία θα μας απασχολήσουν τα τρία. Το πρώτο στάδιο (στοματικό στάδιο): στο 1ο έτος της ηλικίας του, το παιδί βιώνει μια σχεδόν ερωτική απόλαυση από το στόμα του. Τα μωρά ικανοποιούνται ρουφώντας, δαγκώνοντας και καταπίνοντας. Στο δεύτερο στάδιο (πρωκτικό), 3-4  ετών, τα παιδιά ικανοποιούνται από τον πρωκτό, τις αισθήσεις τους και τις εκκρίσεις τους. Στο τρίτο στάδιο (φαλλικό), 5-8 ετών, το παιδί αρχίζει να έλκεται πρώιμα από τον γονέα του αντιθέτου φύλου. Το συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης είναι το πιο σημαντικό, διότι οι επιπτώσεις του επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή του. Είναι συναισθήματα τα οποία το παιδί τα καταπιέζει, γιατί φοβάται την τιμωρία. Η επίπτωση στην ενήλικη ζωή τους μπορεί να σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί συνεχίζουν να καταπιέζουν τη σεξουαλικότητά τους και στη σεξουαλική τους ζωή να ψάχνουν ασυνείδητα τους γονείς του αντιθέτου φύλου, που ποτέ δεν είχαν.

Ο Freud υποστήριξε ότι τα βιώματα της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν την προσωπικότητα του ενήλικα. Θεωρούσε ότι η επενέργεια του ασυνείδητου νου συντελέστηκε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Το «ασυνείδητο» για αυτόν υπήρξε το μέρος εκείνο της ψυχικής ζωής ενός προσώπου το οποίο βρισκόταν εκτός της άμεσης αντίληψης. Ο Freud είδε το ανθρώπινο μυαλό να διαιρείται σε 3 περιοχές: Το «Εκείνο», ένα ένστικτο ορμών που συνιστούν τα απώτατα κίνητρα της συμπεριφοράς. Ο Freud διατύπωσε δύο θεμελιακές ενορμήσεις, την 1η: ζωή, αγάπη, σεξ, έρωτας και θάνατος και την 2η: μίσος, επίθεση, θάνατος. Το «Εκείνο» δεν έχει κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο με αποτέλεσμα οι αναμνήσεις που παγιδεύονται μέσα του να έχουν την ίδια ισχύ που είχαν τότε που έγινε το απωθημένο περιστατικό. Είναι ανορθολογικό και διέπεται από την «αρχή της ηδονής». Το «Εγώ», το συνειδητό μέρος του μυαλού  που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και παίρνει αποφάσεις. Το «Υπερεγώ» είναι η «συνείδηση», όπου αποθηκεύονται κανόνες και ταμπού σχετικά με το τι είναι σωστό και λάθος. Οι στάσεις του «Υπερεγώ» επιφυλάσσουν μια εσωτερίκευση που υιοθέτησαν από τους γονείς κυρίως. Ο Freud θεωρούσε ότι το «Εκείνο» και το μεγαλύτερο μέρος του «Υπερεγώ» είχαν σημαντικές συνέπειες στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού, αφού είναι εν πολλοίς ασυνείδητα για να μπορέσει να κατανοηθεί ένα μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς (π.χ φαντασιώσεις της παιδικής ηλικίας, καταπιεσμένες αναμνήσεις). Και οι τρεις περιοχές βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Για παράδειγμα, το «Εκείνο» ασκεί βίαιες πιέσεις ώστε να εκδηλωθούν σε βίαιες πράξεις, το «Εγώ» γνωρίζει ότι θα υπάρξουν ποινές για αυτές τις πράξεις από την κοινωνία και το «Υπερεγώ» προσφέρει ένα αίσθημα ενοχής για τις λανθασμένες πράξεις ή σκέψεις. Κατά συνέπεια, λόγω της σύγκρουσης αυτής υποστήριξε ότι το μυαλό αναπτύσσει μηχανισμούς άμυνας (απώθηση, άρνηση, αντιδραστικότητα, μετουσίωση, διανοητικότητα και προβολή). Έτσι, αυτά που πιστεύει συνειδητά το πρόσωπο είναι ένα μέρος της ιστορίας ή είναι ένα κομμάτι διαστρεβλωμένο.

Ένα ακόμα κύριο στοιχείο της ψυχοδυναμικής προσέγγισης είναι η σπουδαιότητα της αντιμεταβίβασης. Στα πρώτα χρόνια της ψυχανάλυσης ο ασθενής προέβαλλε φαντασιώσεις που βασίζονταν σε ανέλπιστες συναισθηματικές συγκρούσεις από το παρελθόν. Έγινε ευρέως παραδεκτό από πρόσφατα γραπτά ψυχοθεραπείας και ψυχοδυναμικής συμβουλευτικής ότι η συναισθηματική ανταπόκριση του θεραπευτή προς τον πελάτη, η «αντιμεταβίβαση», είναι η κύρια πηγή δεδομένων για το τι συμβαίνει στη θεραπεία. Υπάρχουν 3 εκδοχές για το από που πηγάζει η «αντιμεταβίβαση», όπως υποστήριξε η ψυχαναλυτική γραμματεία. Η πρώτη εκδοχή δεν είναι άλλη από την κλασική φροϋδική που τη θέλει να προέρχεται από την προσωπικότητα του θεραπευτή, ιδίως από συγκρούσεις που δεν έχουν λυθεί και κατανοηθεί από τον θεραπευτή, καθώς εμπλέκονται στη θεραπευτική διαδικασία. Χαρακτηριστικά, η άποψη αυτή συναντά μια διάταξη της «λευκής οθόνης». Η δεύτερη εκδοχή εξηγεί την «αντιμεταβίβαση» ως ανταπόκριση του θεραπευτή στους χαρακτηριστικούς τρόπους με τους οποίους ο ασθενής συνάπτει σχέσεις με άλλα άτομα. Τα αισθήματα που συνάπτει ο θεραπευτής για τον πελάτη είναι άχρηστα κλειδιά για τον ασθενή και τον εσωτερικό του κόσμο. Τρίτον, η «αντιμεταβίβαση», όπως υποστήριξαν ορισμένοι ψυχοδυναμικοί συγγραφείς, αποτελεί κοινή διαπροσωπική πραγματικότητα που πλάθουν μεταξύ τους ο πελάτης και ο θεραπευτής. Ερευνητικές εργασίες των Holmqvist και Armelius οδήγησαν μερικούς θεραπευτές να απασχολούνται σε κέντρα αγωγής με άτομα με σοβαρές διαταραχές. Σύμφωνα με τον κατάλογο που είχε καταρτιστεί, ζητήθηκε από τους θεραπευτές να σκεφτούν έναν ασθενή και να επιλέξουν στον πίνακα επιθέτων και να απαντήσουν στο ερώτημα για το τι σκέφτονται και νιώθουν όταν μιλούν για τον επιλεγόμενο ασθενή. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις προέρχονταν από τις μεταβιβάσεις του ασθενή προς αυτόν. Παρόλα αυτά, η συναισθηματική ανταπόκριση δεν προέρχεται από το προσωπικό ύφος ή τις ανέλπιστες συγκρούσεις, διότι δεν θα ξεχώριζε έναν ασθενή αλλά θα τους κατέτασσε όλους με τον ίδιο τρόπο. Η έρευνα αυτή αποδεικνύει ότι τα συναισθήματα του θεραπευτή προέρχονται από την καρδιά του τρόπου με τον οποίο εκείνος αντιδρά συναισθηματικά απέναντι στους πελάτες του.

Η Ψυχανάλυση προσέφερε ένα σύνολο εννοιών και μεθόδων στη συμβουλευτική. Οι ψυχοδυναμικές ιδέες στην εξατομικευμένη θεραπεία και συμβουλευτική, στην ομαδική εργασία, στη συμβουλευτική για ζευγάρια και στην ανάλυση οργανισμών φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες. Οι ιδέες του Freud είναι ανθεκτικές στον χρόνο, διότι έχουν αντέξει στην αναδιατύπωσή τους από πολλές πηγές. Όλοι οι θεραπευτές και οι σύμβουλοι έχουν επηρεαστεί από την ψυχοδυναμική σκέψη και πρέπει να αποδεχτούν ή να απορρίψουν τη φροϋδική θεωρία.


Βιβλιογραφία

  • McLeod J.(2003), An introduction to counseling, 3rd ed. Maidenhead: Open University press

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστίνα Σονούντα
Χριστίνα Σονούντα
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Ναύπακτο. Είναι τριτοετής φοιτήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις στην Πάφο ενώ έχει και πτυχίο στο πιάνο. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, παίζει πιάνο και ερασιτεχνικά κιθάρα.