16.6 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΟι επικριτές του Πούτιν λιγοστεύουν

Οι επικριτές του Πούτιν λιγοστεύουν


Της Εύας Δημητρίου,

«Σας ζητώ να κατηγορήσετε την Ρωσική Ομοσπονδία για το θάνατό μου.». Αυτή ήταν η τελευταία δημοσίευση της δημοσιογράφου Irina Slavina, λίγες ώρες πριν αυτοπυρποληθεί, έξω από το τοπικό παράρτημα του Υπουργείου Εσωτερικών της Ρωσίας, στην πόλη όπου διέμενε. Μια μέρα πριν το θάνατό της, στις 1 Οκτωβρίου, αναφέρει, σε δημοσίευμά της στο Facebook, πως 12 αστυνομικοί εισέβαλαν στο διαμέρισμά της τα ξημερώματα, αναζητώντας στοιχεία που τη συνδέουν με την «ανεπιθύμητη» οργάνωση “Open Russia”, του αντικαθεστωτικού Mikhail Khodorkovsky. Η Slavina είχε ασχοληθεί με τα γεγονότα που σχετίζονταν με την παραπάνω οργάνωση ως δημοσιογράφος. Το παραπάνω περιστατικό ήταν, κατά τα φαινόμενα, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της εκτεταμένης παρενόχλησης και πίεσης που δεχόταν για πολλά χρόνια από τις αρχές, σχετικά με τα ερευνητικά ρεπορτάζ της. Στη Ρωσία του Πούτιν, η ελευθερία του τύπου αργοπεθαίνει και μαζί της και οι υποστηρικτές της.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσική Ομοσπονδία τερματίζει στην 149η θέση παγκοσμίως, χαμηλότερα ακόμη και από χώρες όπως το Αφγανιστάν ή το Νότιο Σουδάν, όσον αφορά στην ελευθερία του τύπου. Το Κρεμλίνο φαίνεται πως ακολουθεί ένα σχεδόν συγκεκριμένο μοτίβο καταπίεσης των δημοσιογράφων-επικριτών του, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς εκφοβισμού. Ωστόσο, αρκετοί το υπομένουν. Η Anna Politkovskaya, δημοσιογράφος της εφημερίδας Novaya Gazeta, εξαιρετικά επικριτική, όσον αφορά στις πολιτικές του Κρεμλίνου στην Τσετσενία και διεξάγοντας ανάλογες έρευνες στην περιοχή, δεχόταν διαρκώς απειλητικά τηλεφωνήματα, μηνύματα και e-mails. Το 2004, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της προς τη Βόρεια Οσετία, με σκοπό τη διαμεσολάβησή της στην κρίση του Belsan (Σφαγή του Belsan), ένα ποτήρι τσάι της δημιούργησε μια έντονη αδιαθεσία, με αποτέλεσμα να επιστρέψει. Οι γιατροί υποψιάζονταν πιθανή δηλητηρίαση. Ωστόσο, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε, καθώς τα αποτελέσματα των αιματολογικών της εξετάσεων εξαφανίστηκαν. Δύο χρόνια αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου του 2006, δολοφονήθηκε στο ασανσέρ του κτηρίου όπου διέμενε. Για τη δολοφονία της καταδικάστηκαν 5 Τσετσένοι άντρες, αν και παραμένει άγνωστο ποιος ήταν ο «εγκέφαλος» της επιχείρησης.

Την ίδια μοίρα είχαν και άλλα πρόσωπα του επαγγελματικού της κύκλου. O Stanislav Markelov, δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκπροσωπούσε συχνά Τσετσένους πολίτες σε ανάλογες υποθέσεις κατά του Ρωσικού στρατού. Ακόμη, αντιπροσώπευε και δημοσιογράφους, όπως για παράδειγμα την Politkovskaya, όταν έρχονταν αντιμέτωποι με νομικά προβλήματα, εξαιτίας των δημοσιευμάτων τους. Δολοφονήθηκε το 2009, μαζί με την επίσης δημοσιογράφο στην Novaya Gazeta, Anastasia Baburova. Λίγους μήνες μετά, η ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Natalia Estemirova, έπεσε νεκρή μετά από πολλαπλούς πυροβολισμούς. Η Estemirova, στα πλαίσια του ακτιβιστικού της έργου, διερευνούσε εξωδικαστικές εκτελέσεις, εξαφανίσεις, βασανιστήρια, καθώς και άλλες παραβιάσεις στην Τσετσενία. Στο παρελθόν, είχε συνεργαστεί με την Politkovskaya και δημοσίευε άρθρα στην Novaya Gazeta. Κανένας δεν καταδικάστηκε για το θάνατό της.

Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε μια χώρα όπου αυτά παραβιάζονται εκτεταμένα και κατάφωρα, δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη να έχουν τέτοιο τέλος. Σε κάθε περίπτωση, είτε αναφερόμαστε σε δημοσιογράφο, είτε σε ακτιβιστή, είτε σε οποιονδήποτε άλλο επικριτή του καθεστώτος με κάποια αξιόλογη επιρροή, είναι βέβαιο πως το εν λόγω πρόσωπο μπαίνει στο στόχαστρο. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως πίσω από όλες τις δολοφονίες των επικριτών του Πούτιν κρύβεται ο ίδιος. Πολλοί εξ αυτών είχαν δημιουργήσει ισχυρούς εχθρούς εκτός του Κρεμλίνου, που θα μπορούσαν να φέρουν κίνητρα. Ορισμένες δολοφονίες όμως ταυτίζονται με εξαιρετικά κρίσιμες χρονικές συγκυρίες για να θεωρηθούν σύμπτωση. Για παράδειγμα, το 2004, στην υπόθεση του Paul Klebnikov, εκδότη της ρωσικής έκδοσης του Forbes, πόσο τυχαίο ήταν ότι δολοφονήθηκε αφού δημοσίευσε μια αναλυτική αναφορά με τίτλο «Οι 100 πλουσιότεροι άνδρες της Ρωσίας»; Δεδομένου της τότε οικονομικής κατάστασης του κράτους και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και φτώχειας, μια τέτοια έκθεση ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη και επιβλαβής για το καθεστώς.

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κρεμλίνου βρίσκονται, επίσης, στις «ομάδες υψηλού κινδύνου». Και ιδιαίτερα εκείνοι που ανακατεύονται σε υποθέσεις καίριας πολιτικής (ή/και στρατιωτικής) σημασίας για το Ρωσικό κράτος. Για παράδειγμα, κατά το δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, πολλοί κατηγορούσαν τον Πούτιν πως δημιούργησε ένα πρόσχημα για το ξέσπασμά του, το 1999, ανατινάζοντας συγκρότημα διαμερισμάτων στη Μόσχα και κατηγορώντας Τσετσένους αυτονομιστές για την επίθεση. Ανάμεσα στους επικριτές ήταν η Politoskaya και ο Alexander Litvinenko. Ο Litvinenko ήταν πράκτορας της KGB, έως ότου αποσχίστηκε, διέφυγε στο Λονδίνο και ένωσε τις δυνάμεις του με τον επίσης πολιτικό αντίπαλο του Πούτιν, Boris Berezovsky. Έκτοτε, αποτελούσε έναν από του πιο γνωστούς προδότες του κράτους. Το 2006, τον δηλητηρίασαν με το ραδιενεργό Polonium-210. Λίγο αργότερα, οι υποψίες στράφηκαν προς την FSB (διάδοχο της KGB) για τη δολοφονία του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Boris Nemtsov, επιφανής πολιτικός της ρωσικής αντιπολίτευσης, ο οποίος διετέλεσε αναπληρωτής πρωθυπουργός στα τέλη του 1990, στην κυβέρνηση Yeltsin και ήταν σφοδρός επικριτής του προέδρου Putin. Ο Nemtsov δημοσίευσε αναφορές σχετικά με διαφθορά αξιωματούχων, διοργάνωνε μαζικές διαδηλώσεις κατά των πολιτικών της κυβέρνησης, ενώ κατέκρινε έντονα την ρωσική ανάμειξη στην Ουκρανία το 2014. Δολοφονήθηκε το Φεβρουάριο του 2015. Στα βήματα του Nemtsov, ο στενός του φίλος, Alexey Navalny, έφτασε κοντά στον θάνατο τον περασμένο Αύγουστο μετά από την δηλητηρίασή του. Ο Navalny κατηγόρησε ανοιχτά τον «Τσάρο της διαφθοράς», όπως τον έχει αποκαλέσει στο παρελθόν, Vladimir Putin, για την απόπειρα δολοφονίας του.

Η βία κατά των πολιτικών αντιπάλων συνδέεται με τη γενικότερη βία κατά της αντιπολίτευσης. Και η βία κατά των δημοσιογράφων, με την καταπίεση του ελεύθερου λόγου και Τύπου. Ωστόσο, η δημοσιογραφία δεν είναι ακόμα νεκρή. Τη διαφυλάσσουν οι άνθρωποι που μάχονται για να επιβιώσουν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ώστε να συνεχίσουν να μεταδίδουν την αλήθεια. Παράδειγμα είναι η Elena Kostyuchenko, η οποία, ενώ είχε πρόταση να εργαστεί στη ρωσική τηλεόραση, με απολαβές 10,000 δολαρίων μηνιαίως, την απέρριψε για να συνεχίσει το έργο της στην Novaya Gazeta, όπου κερδίζει όσα η αδερφή της πουλώντας τζιν σε κατάστημα ένδυσης. Γιατί; «Γιατί σε μας δεν υπάρχει λογοκρισία, και αυτό είναι σημαντικό». Ας μην ξεχνάμε ότι η ρωσική τηλεόραση αποτελεί επιτομή της προπαγάνδας και σημαντικό εργαλείο του Πούτιν. Οι επικριτές του μπορεί να λιγοστεύουν, αλλά, όσο συνεχίζει να «ηγεμονεύει», θα γεννιούνται όλο και περισσότεροι.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εύα Δημητρίου
Εύα Δημητρίου
Είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες προσομοιώσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων περιφερειακών οργανισμών. Μιλάει αγγλικά και γαλλικά και ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό.