18.1 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΗ ιθαγένεια της Ε.Ε, η ουσία και η λειτουργία της

Η ιθαγένεια της Ε.Ε, η ουσία και η λειτουργία της


Της Κωνσταντίνας Γεωργίου,

Άρθρο 20.1 ΣΛΕΕ (Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης): «Θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης. Πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια».

Viviane Reding, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μάιος 2013: «Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θα έπρεπε να συμβολίζει για την πολιτική ένωση, αυτό που το Ευρώ συμβολίζει για την οικονομική και νομισματική ένωση».

Εν έτει 2020, λίγοι ευρωπαίοι πολίτες γνωρίζουν ότι έχουν τουλάχιστον δύο ιθαγένειες, την εθνική και την ευρωπαϊκή. Ωστόσο, για τη δεύτερη, ο όρος ιθαγένεια χρησιμοποιείται μάλλον καταχρηστικά και συμβολικά. Καταχρηστικά, επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί κρατική οντότητα και επομένως δεν δύναται να απονέμει ιθαγένεια ή υπηκοότητα. Συμβολικά, καθώς υποδηλώνει έναν πιο ουσιαστικό δεσμό μεταξύ Ένωσης και πολιτών και μια αίσθηση ισοπολιτείας.

Ειδικότερα, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια εισήχθη πρώτη φορά στο δίκαιο της Ένωσης με τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Σχετίζεται λοιπόν με το πέρασμα από μια καθαρά οικονομική κοινότητα (ΕΟΚ) σε μια πολιτική ένωση, όπως χαρακτηρίζεται σήμερα η Ε.Ε, η οποία αναγνωρίζει συγκεκριμένα δικαιώματα στους πολίτες της. Έτσι, όταν ένα άτομο αποκτά την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, αυτόματα του απονέμονται τα δικαιώματα του Πολίτη της Ένωσης: «Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες. […] Τα δικαιώματα αυτά ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που ορίζονται από τις Συνθήκες και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους». Πρόκειται για δικαιώματα όπως  του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στης ευρωεκλογές, της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος κρατών μελών, της προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή κ.α. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, παρά τη σχετική διατύπωση, η ιθαγένεια της Ε.Ε δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση τους πολίτες. Εντοπίζουμε εδώ άλλον ένα παράγοντα κατάχρησης του όρου, (καθώς η εθνική ιθαγένεια αναγνωρίζει στους φορείς της τόσο δικαιώματα όσο και υποχρεώσεις).

Ιστορικά, το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας είχε συζητηθεί και πριν από το Μάαστριχτ. Ήδη από τη δημιουργία της ΕΟΚ το 1957, ήταν φανερή η πλεονεκτική θέση των πολιτών των κρατών-μελών της κοινότητας (έναντι πολιτών τρίτων κρατών), κυρίως όσον αφορά σε ζητήματα οικονομικά. Η θέσπιση της εσωτερικής αγοράς συνδέθηκε με την ελεύθερη κυκλοφορία μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών, δηλαδή η μετακίνηση των προσώπων είχε συνδεθεί κατά βάση με την οικονομική δραστηριότητα (είχε μάλιστα δημιουργηθεί ο όρος «Πολίτες της Αγοράς»). Παράλληλα, όμως, στα αμέσως επόμενα χρόνια άρχισε να βαραίνει την ΕΟΚ το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» και η άποψη πως η κοινότητα δεν χαίρει νομιμοποίησης του λαού του, αλλά αντίθετα συντηρεί ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τους πολίτες. Αναγνωρίστηκε, επίσης, ο κίνδυνος ότι το οικοδόμημα αυτό οδηγείται προς μια τεχνοκρατική ένωση. Από τα πρώτα βήματα για την κάλυψη του «δημοκρατικού ελλείμματος» και την αίσθηση ισοπολιτείας ήταν η άμεση ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το 1979. Ταυτόχρονα, κατέστη σαφής και επιτακτική η ανάγκη θέσπισης κανόνων που θα ρύθμιζαν τα εκλογικά δικαιώματα.

Στα επόμενα δεκατρία έτη ωρίμασε η ιδέα μιας ένωσης που δεν θα βασίζεται μόνο σε οικονομικές σχέσεις και μέτρα, αλλά θα αποκτήσει βάσεις κοινωνικές και πολιτικές. Κινηθήκαμε από τον «πολίτη της αγοράς» προς τον «πολίτη της ένωσης» και το 1992 θεσπίστηκε η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, με επίσημη κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ευρωπαίων στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Όπως όμορφα εξέφρασε ο Γενικός Εισαγγελέας Poiares Maduro στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, «Αυτό είναι το καταπληκτικό με την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης: Ενισχύει τους δεσμούς που μας ενώνουν με τα κράτη μας, (αφού ο λόγος για τον οποίο είμαστε Ευρωπαίοι πολίτες έγκειται στο ότι είμαστε υπήκοοι των κρατών μας) και ταυτόχρονα μας χειραφετεί, (αφού είμαστε πλέον πολίτες πέρα από τα όρια του κράτους μας)».

Χρειάζεται να τονίσουμε ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι αυτοτελής, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την εθνική, καθώς το ποιος θα την λάβει εξαρτάται απόλυτα από το δίκαιο του κάθε κράτους μέλους. Μόνο υπήκοος κράτους μέλους μπορεί να γίνει «πολίτης της Ένωσης». Ένα ερωτηματικό επίσης πρέπει να μπει στο κατά πόσο η θέσπισή της προσέδωσε πράγματι χροιά ένωσης λαών και συνόλου ευρωπαίων, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι, σε ένα μεγάλο ποσοστό, ήδη υπάρχοντα δικαιώματα, (όπως αυτό της ελεύθερης κυκλοφορίας), απλά συστηματοποιήθηκαν. Ωστόσο, κάθε εξελικτική διαδικασία προχωρά με αργά βήματα, ενίοτε διστακτικά. Μήπως η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και ειδικά η επιλογή του συγκεκριμένου όρου χρειάζεται να μας κινήσει υποψίες για επιδίωξη ενός απώτερου σκοπού προς κάτι στενότερο, προς ένα ομοσπονδιακό ευρωπαϊκό κράτος;


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Γεωργίου
Κωνσταντίνα Γεωργίου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998 και είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, με ιδιαίτερη προτίμηση στη διεθνή οικονομική πολιτική. Έχει παρακολουθήσει σχετικά σεμινάρια-ομιλίες, γνωρίζει αγγλικά και μαθαίνει γαλλικά. Στον ελεύθερο χρόνο της έχει ασχοληθεί με την κιθάρα.