14.3 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςSuperPACs και δωρεές στις Αμερικανικές Εκλογές: Κεκτημένο δικαίωμα ή αχίλλειος πτέρνα της...

SuperPACs και δωρεές στις Αμερικανικές Εκλογές: Κεκτημένο δικαίωμα ή αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας;


Του Τάσου Μοσχονά,

Δεν είναι ψέμα πως οι Αμερικανικές Εκλογές και οι καμπάνιες των υποψηφίων για την Προεδρία είναι πολυδάπανες. Το κόστος περιλαμβάνει τα πάντα, από μισθούς των χιλιάδων συμβούλων και αναλυτών, μέχρι διαφημιστικά έξοδα για τοπικές καμπάνιες, που πρέπει να καλύψουν όλες τις άκρες της αμερικανικής επικράτειας. Έχοντας ως δεδομένο το γεγονός, πως μόνο δύο κόμματα μπορούν με επιτυχία να αναλάβουν το κόστος αυτό, είναι πασιφανές πως η πηγή των εσόδων τους δεν είναι άλλη από τις δωρεές.

Κάποιος απλά πρέπει να μπει στην κεντρική ιστοσελίδα ενός υποψηφίου και κατ’ επέκταση της καμπάνιας του, για να διαπιστώσει, πως στην αρχική σελίδα, σε ευκρινές σημείο, εμφανίζεται σε κάποια μορφή η λέξη “donate” (δωρίστε). Οι δωρεές μπορεί να είναι μικρές, ύψους 15 δολαρίων, ενώ αγγίζουν συνήθως ένα ταβάνι 3.000 δολαρίων, για δωρεές εντός του site. Δυνατά, πάντως, είναι και τα εξατομικευμένα αιτήματα για μεγαλύτερα ποσά. Όμως, παρ’ όλο που φαίνεται πως αυτού του είδους οι δωρεές αποτελούν τη βάση οικονομικής στήριξης της καμπάνιας, δεν αποτελούν παρά αμελητέα ποσά μπροστά στους αληθινούς χορηγούς της καμπάνιας. Τις εταιρείες-κολοσσούς, και, κυρίως, τους ιδιοκτήτες τους.

Όμως, παρ’ όλο που οι Η.Π.Α. θεωρούνται από τις πλέον οικονομικά φιλελεύθερες χώρες, με σχετικά χαλαρό παρεμβατισμό στις ελευθερίες του πολίτη, ειδικά τις οικονομικές, μέχρι πρότινος, η κατεύθυνση των κυβερνητικών πολιτικών, αναφορικά με τις δωρεές, ήταν να περιοριστεί, όσο είναι δυνατόν, η παρέμβαση των εκάστοτε εταιρικών συμφερόντων στην έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος. Ιστορικά, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1970, έλαβε χώρα μια πολιτική περιορισμών των ιδιωτικών πόρων, που διοχετεύονταν σε καμπάνιες. Το 1971, η πολιτική αποκρυσταλλώθηκε με τη δημιουργία του Federal Election Commission, που επέβαλλε ακόμα μεγαλύτερους περιορισμούς, καθώς και αυξημένο καθήκον διαφάνειας για τις εταιρείες, υποχρεώνοντάς τες να αναφέρουν επακριβώς ονόματα των δωρητών και θέτοντας όριο στο ποσό, που μπορούσαν να διαθέσουν.

Πηγή: (Image: BCJ/maystra/APK/Peter Stark)

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί στόχευαν στη μείωση της εισροής του hard money, των χρημάτων, δηλαδή, που διοχετεύονταν απευθείας στα κόμματα και στις Προεδρικές καμπάνιες, με σκοπό την άμεση στήριξή τους. Πρόβλημα, όμως, ανέκυψε σχετικά με τις ελλιπείς ρυθμίσεις του λεγόμενου “soft money”, της έμμεσης υποστήριξης μέσα από εταιρικές δωρεές σε τρίτες οργανώσεις, θυγατρικές των εταιρειών, που σκοπό είχαν την αύξηση της πολιτικής επιρροής υποψηφίων. Ως απάντηση, το 2002, ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το Bipartisan Campaign Reform Act (γνωστό και ως McCain-Finegold Act), με σκοπό την απαγόρευση του electioneering. Όπου electioneering, νοείται η επιρροή μέσα από ποικίλα μέσα, όπως διαφημίσεις ή ακόμα και ταινίες με πολιτική χροιά, από αυτού του είδους τις οργανώσεις, τα λεγόμενα Political Action Committees (PACs).

Στο σημείο αυτό, άρχισε να αναπτύσσεται η βάση, αλλά και η προβληματική, για τη θεμελίωση του σύγχρονου καθεστώτος των εκλογικών χρηματοδοτήσεων. Ήδη από το 1976, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην εμβληματική απόφαση Buckley vs Valeo, ανέφερε πως η ύπαρξη της Eκλογικής Επιτροπής FEC και οι εκτεταμένες απαγορεύσεις και περιορισμοί, που θέσπιζε, αντιτίθενται στο 1st Amendment του Αμερικανικού Συντάγματος, ήτοι στη θεμελιώδη ελευθερία της έκφρασης. H απόφαση αυτή και οι νέες απαγορεύσεις του McCain-Finegold Act έφεραν ξανά στο τραπέζι ακανθώδη ερωτήματα, όπως εάν πρέπει να επιτραπεί απεριόριστη πρόσβαση των εταιρειών στις εκλογικές αναμετρήσεις ή τα χαλινάρια θα πρέπει να μείνουν αυστηρά δεμένα.

Μία ετέρα ιστορική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έμελλε να αλλάξει τα δεδομένα και να θέσει μια νέα δυναμική. Το έτος είναι 2008 και το Δημοκρατικό κόμμα, στις προκριματικές εκλογές, βιώνει μια από τις πιο αμφίρροπες εκλογικές αναμετρήσεις για το Προεδρικό χρίσμα ανάμεσα στον Barack Obama και τη Hillary Clinton. Ένα εκ των πολλών Pac, με σκοπό τη χρηματοδότηση εκστρατειών, καταβάλλει 1 εκατομμύριο δολάρια για τη δημιουργία μιας ταινίας, που σκοπό είχε να σπιλώσει την εικόνα της Clinton. Το Pac, που ονομαζόταν Citizens United, κατέφυγε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την ποινή της FEC. Η ιστορική απόφαση Citizens United v FEC έληξε υπέρ της πρώτης, με μια απόφαση που δίχασε το δικαστήριο με αποτέλεσμα 5 υπέρ – 4 κατά. Το αιτιολογικό του δικαστηρίου βασίστηκε στην ελευθερία της έκφρασης, όπως το 1976. Ο έλεγχος της ταινίας και η κατηγορία της ως electioneering θα διεύρυνε, κατά το Ανώτατο Δικαστήριο, σημαντικά τον κύκλο ελέγχου της κυβέρνησης και της FEC σε επίπεδα που δυνητικά το οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικά χρωματισμένο και συνεπώς ως “electioneering”. Εφόσον τα μορφώματα αυτά λειτουργούσαν αυτόνομα από τις Προεδρικές καμπάνιες, κάθε κριτική και χρηματοδοτική στήριξη σε τέτοια εγχειρήματα, όπως η ταινία για τη Hillary, είναι θεμιτή και προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος.

Πηγή: https://www.history.com/topics/united-states-constitution/citizens-united [Antenna/Getty Images]

Η απόφαση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και το παραθυράκι για την ανάπτυξη των ξακουστών Superpacs. Μέχρι το 2010 και την απόφαση αυτή, τα Pacs λειτουργούσαν με όρια. Μέχρι λίγα χιλιάδες δολάρια σε κάθε υποψήφιο και απαγόρευση δωρεάς χρημάτων, που προέρχονται από αποθεματικά εταιρειών. Πλέον, με την ευλογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα Pacs μπορούν να διαθέσουν απεριόριστα τεράστια ποσά, χρησιμοποιώντας αποθεματικά από τις μητρικές τους εταιρείες, με μόνη προϋπόθεση πως λειτουργούν αυτόματα και δεν δωρίζουν απευθείας για τις καμπάνιες των Προεδρικών υποψηφίων, αλλά για την ανάπτυξη του κόμματος εν γένει. Όπερ μεθερμηνευόμενο πως η στήριξη γίνεται σε τοπικούς, κατά κύριο λόγο, υποψηφίους, αλλά τα πρόσωπα στη διοίκησή τους έχουν στενές σχέσεις με τους εκάστοτε υποψηφίους του κόμματος. Η εικονικότητα αυτών των οργανισμών και η δυνατότητά τους να χρησιμοποιήσουν τα παραθυράκια της απόφασης του 2010 τούς προσέδωσαν την ονομασία SuperPACs.

Κανείς πρέπει να δει τα ποσά, για να το πιστέψει. Από εκεί που τα Regular PACs μάζευαν μερικά εκατομμύρια δολάρια, το 2008, τα νέα, μη ελεγχόμενα από την FEC SuperPACs μάζεψαν πάνω από 1 δισ. δολάρια και για τα δύο κόμματα, το 2012 και το 2016. Μόνο το SuperPAC Priorities Usa μάζεψε 192 εκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη της καμπάνιας της Hillary Clinton, το 2016, ενώ ο αριθμός τους άγγιξε τα 2.400. Αρκετά ανήκουν σε δισεκατομμυριούχους μεγιστάνες, όπως ο ιδιοκτήτης casino, Sheldon Adelson, βασικός συντηρητικός δωρητής της καμπάνιας του Donald Trump, ενώ στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών ο επίσης δισεκατομμυριούχος hedge fund manager, Tom Steyer, ίδρυσε το Superpac Next Gen America, για να προωθήσει όχι μια καμπάνια, αλλά μεμονωμένους υποψηφίους, που στηρίζουν την «ατζέντα» της προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτό δείχνει πως, ορισμένες φορές, οι δωρεές γίνονται για στήριξη ιδεών, πέρα από κομματικά στεγανά, με παρόμοια PAC να στοχεύουν π.χ. στη στήριξη της οπλοκατοχής και την επιβολή περιορισμού των αμβλώσεων.

Η επικράτηση του soft money στην αμερικανική πολιτική, μετά το 2010, δεν έχει μείνει χωρίς κριτική. Σε μια χώρα, όπου το lobbying και η πολιτική εξαγορά υποψηφίων από οργανισμούς είναι λίγο πολύ κοινός τόπος, η απόφαση του Citizens United v. FEC απηχεί στη γενικότερη φιλοσοφία του αμερικανικού ονείρου. The winner takes it all και με κάθε κόστος, γιατί επιτρέπεται από το σύστημα. Land of the free, αλλά με τόση μεγάλη επιρροή του κεφαλαίου στο πολιτικό γίγνεσθαι, η ελεύθερη βούληση των Αμερικανών ψηφοφόρων ίσως να επηρεάζεται από το εύρος της καμπάνιας ενός τοπικού υποψηφίου, ο οποίος δεν θα κατάφερνε να στείλει εκείνα τα φυλλάδια στο απομακρυσμένο σπίτι ενός μικρού χωριού, χωρίς τη στήριξη και τη δωρεά των SuperPACs είτε της προοδευτικής είτε της συντηρητικής γραμμής. Και όλα αυτά σε βάρος της δημοκρατίας και της ίσης πρόσβασης, επιβεβαιώνοντας πως οι Η.Π.Α. είναι η χώρα της ελεύθερης επιλογής… για τους έχοντες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τάσος Μοσχονάς
Τάσος Μοσχονάς
Γεννήθηκε το 1997 και έχει μεγαλώσει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πλέον εργάζεται ως ασκούμενος δικηγόρος. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά, με την ελπίδα, κάποτε, να αρχίσει και Ισπανικά. Παθιάζεται ιδιαίτερα με τον κινηματογράφο, τη γεωγραφία, τη γεωπολιτική και με ό,τι αφορά την pop κουλτούρα. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη συγγραφή, το πιάνο, τις τέχνες κάθε είδους και την ανάγνωση βιβλίων.