16.6 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων στον εργασιακό χώρο

Η εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων στον εργασιακό χώρο


Της Σοφίας Βογά, 

Με αφορμή την υπ’ αριθμ. C-157/2015 υπόθεση, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ) κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο υφίσταται δυσμενής διάκριση σε βάρος των εργαζομένων που απασχολούνται σε ιδιωτική επιχείρηση από την απαγόρευση που τους επιβλήθηκε να φορούν εντός του χώρου εργασίας τους εξωτερικά σύμβολα δηλωτικά των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.

Το ιστορικό της υπό κρίση υπόθεσης είχε ως εξής: Η μουσουλμανικού θρησκεύματος ενάγουσα ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων εργαζόταν ως υπάλληλος υποδοχής σε εταιρία με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Κατά τον χρόνο απασχόλησής της στην εν λόγω θέση, υφίστατο στην εταιρία άγραφος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο οι εργαζόμενοι απαγορευόταν να φέρουν κατά τον χρόνο εργασίας τους σύμβολα αποκαλυπτικά των θρησκευτικών, πολιτικών ή φιλοσοφικών τους φρονημάτων. Μετά την παρέλευση τριών ετών συνεχούς απασχόλησης στην εταιρία, η ενάγουσα ενημέρωσε τους ιθύνοντες αυτής ότι στο εξής θα φορούσε μαντίλα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις των στελεχών της εταιρίας, η οποία μέχρι τότε κρατούσε μια στάση πολιτικής και θρησκευτικής ουδετερότητας κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της. Ακολούθησε μια τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της επιχείρησης, ώστε να κατοχυρωθεί και γραπτώς η απαγόρευση προς όλους τους εργαζομένους να φορούν εμφανή σύμβολα των ενδόμυχων πεποιθήσεών τους κατά την εκτέλεση των εργασιακών τους καθηκόντων. Η επιμονή της προσφεύγουσας να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα οδήγησε τελικά στην απόλυσή της και εν συνεχεία, σε μια μακρά δικαστική διαμάχη μεταξύ των μερών.Τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο βελγικό δικαστήριο απέρριψαν την ασκηθείσα από την τέως εργαζόμενη αγωγή της κατά της εταιρίας, με την αιτιολογία ότι η απόλυση δεν ήταν αδικαιολόγητη, καθώς η απαγόρευση ίσχυε για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζομένους, ήταν δηλαδή γενικής ισχύος, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ούτε άμεση, αλλά ούτε κι έμμεση διάκριση σε βάρος της ενάγουσας. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι το δευτεροβάθμιο βελγικό δικαστήριο ερμήνευσε με λανθασμένο τρόπο την υπ’ αριθμ. 2000/78 οδηγία, που αφορούσε τη διάπλαση ενός γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και το άρθρο 9 ΕΣΔΑ κι έτσι, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του ακυρωτικού βελγικού δικαστηρίου, το οποίο απέστειλε στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα, ώστε να διακριβωθεί αν υφίσταται εν προκειμένω δυσμενής διάκριση σε βάρος της τέως εργαζόμενης μουσουλμανικού θρησκεύματος γυναίκας.

Το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι η έννοια της θρησκείας κατά την ΕΣΔΑ ερμηνεύεται κατά τρόπο ευρύ, ώστε να περιλαμβάνει και το forum internum, δηλαδή την ενδόμυχη πεποίθηση, αλλά και το forum externum, δηλαδή τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης. Σύμφωνα, δε, με τη θεώρηση αυτή, η θρησκευτική ελευθερία πρέπει να νοείται σε κάθε περίπτωση υπό τρεις όψεις, αυτή της ελευθερίας του ενδιάθετου φρονήματος, που είναι απολύτως απεριόριστη, αυτή της ελευθερίας θρησκευτικής λατρείας, η οποία είναι επιδεκτική ελάχιστων περιορισμών και τέλος, αυτή της εκδήλωσης των θρησκευτικών φρονημάτων, στο πλαίσιο της οποίας ενδεχομένως να είναι θεμιτοί κάποιοι περιορισμοί.

Το ΔΕΕ, εν συνεχεία, επεσήμανε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται άμεση διάκριση, προκαλούμενη από τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρίας, αφού αυτός θα εφαρμοζόταν κατά τρόπο γενικό και ομοιόμορφο σε όλες τις παρεμφερείς περιπτώσεις υπαλλήλων. Παράλληλα, το δικαστήριο απεφάνθη ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει αν υφίσταται έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 στοιχείο β’ της οδηγίας 2000/78, επισημαίνοντας σε κάθε περίπτωση ότι μια διάφορη μεταχείριση δε συνιστά έμμεση διάκριση, αν αιτιολογείται από έναν θεμιτό σκοπό του οποίου τα μέσα επίτευξης είναι πρόσφορα και αναγκαία.Το δικαστήριο δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι η επιδίωξη προβολής μιας εικόνας ουδετερότητας από την πλευρά της εταιρίας συναρτάται με την επιχειρηματική της ελευθερία και είναι προστατευτέα. Καίρια, δε, σημεία της υπόθεσης κατά την κρίση του ΔΕΕ, ήταν το κατά πόσο το μέτρο της απαγόρευσης εφαρμοζόταν στην επίμαχη εταιρία με διαχρονικότητα, συστηματικότητα και συνέπεια και το κατά πόσο θα μπορούσε η εταιρία να προβεί στη λήψη ενός ηπιότερου σε σχέση με την απόλυση μέτρου σε βάρος της εργαζομένης, όπως επί παραδείγματι σε μια επίπληξη. Τέλος, είναι υπό εξέταση κατά το ΔΕΕ το κατά πόσο θα μπορούσε η εργαζόμενη να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της ίδιας εταιρίας σε μια έτερη θέση εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας δε θα ήταν αναγκαίο να συναναστρέφεται τους πελάτες και να αποτελεί την εικόνα της όλης επιχείρησης, με σκοπό να μπορεί να εργάζεται φορώντας τη μαντίλα.

Με αφορμή την υπόθεση αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε φορά που το ΔΕΕ καλείται να ερμηνεύσει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τα εθνικά δικαστήρια, ούτε αποφαίνεται ποτέ επί του κύρους ή επί της ερμηνείας των κανόνων του εσωτερικού δικαίου. Έτσι, η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, μετά την απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος παραμένει έργο του εθνικού δικαστηρίου. Όμως, είναι γεγονός ότι ο εθνικός δικαστής δεσμεύεται από την ερμηνεία που έχει δοθεί στον ενωσιακό κανόνα από το ΔΕΕ, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος από ορισμένους συγγραφείς ακόμα και για την ύπαρξη «ερμηνευτικού δεδικασμένου», υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ακολουθήσει την ερμηνευτική οπτική του ΔΕΕ, αλλά και να εφαρμόσει τον εθνικό κανόνα υπό το φως του ενωσιακού κανόνα.

Παράλληλα, από την εν λόγω απόφαση ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η προσπάθεια του ΔΕΕ να συγκεράσει αντικρουόμενα κι εξίσου προστατευτέα δικαιώματα, των οποίων η κατοχύρωση είναι αδιαμφισβήτητη. Εν προκειμένω, υφίστατο σύγκρουση μεταξύ της επιχειρηματικής ελευθερίας της εταιρίας να διατηρεί μια στάση ουδετερότητας απέναντι σε οποιαδήποτε θρησκευτική, πολιτική και φιλοσοφική εκδήλωση και της εύλογης απαίτησης της εργαζομένης για ελεύθερη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής της πίστης. Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας φαίνεται να αποτελεί μονόδρομο, με απώτερο σκοπό την πρακτική εναρμόνιση μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση περιορισμού οποιοδήποτε προστατευτέου δικαιώματος, ο τεθειμένος περιορισμός πρέπει να είναι πρόσφορος, δηλαδή κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαίος, υπό την έννοια ότι πρέπει να επιβάλλεται ο ηπιότερος εξ όλων των κατάλληλων περιορισμών, αλλά και εν στενή εννοία αναλογικός, υπό την έννοια ότι δεν προσβάλλει τον πυρήνα του περιοριζόμενου δικαιώματος. Πιστή, λοιπόν, εφαρμογή της αρχής αυτής φαίνεται να προτείνει το ΔΕΕ, προτρέποντας το εθνικό δικαστήριο να εξετάσει με προσοχή τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ώστε να διαπιστώσει αν ο περιορισμός της δημόσιας εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων ξεπέρασε το αναγκαίο μέτρο.Σε κάθε πάντως περίπτωση, είναι σαφές ότι οι θρησκευτικές, πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις συνιστούν μια ιδιωτική υπόθεση, άκρως ενδόμυχη, δυναμική στο χρόνο και πάντοτε άξια προστασίας. Από την άλλη, όμως, πλευρά το ιδιωτικό κι εσωτερικό αυτό ζήτημα δεν μπορεί να δημιουργεί εμπόδια στη λειτουργία της δημόσιας ζωής ή να βλάπτει ανεπανόρθωτα άλλα εξίσου προστατευτέα δικαιώματα. Γι΄αυτό τον λόγο, ο συγκερασμός των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, ο οποίος επέρχεται μόνο μέσω αμοιβαίων υποχωρήσεων και συμβιβασμών, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι έννομες τάξεις παγκοσμίως, ώστε να οδηγηθούν στη βέλτιστη κι αποτελεσματικότερη προστασία όλων των πανανθρώπινων δικαιωμάτων…


Πηγές
  • Υπόθεση C-157/2015
  • Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)
  • Βασίλειος Χριστιανός, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011
  • Πρόδρομος Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012.
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2015
  • Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016.

Σοφία Βογά

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.