17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαH άμυνα του υπερθεματιστή σε περίπτωση νομικού ελαττώματος του πράγματος

H άμυνα του υπερθεματιστή σε περίπτωση νομικού ελαττώματος του πράγματος


Της Αλεξάνδρας Οικονόμου, 

Στο πλαίσιο του πλειστηριασμού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, ιδρύεται μία ιδιόρρυθμη σχέση πώλησης ανάμεσα σε ένα τρίτο πρόσωπο που αγοράζει μέσω του πλειστηριασμού, το πράγμα, τα δημόσια όργανα και τον οφειλέτη. Αυτή η σχέση έχει καταρχήν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, αφού αποτελεί αναγκαστικό τρόπο επέμβασης στη νομική σφαίρα του οφειλέτη, και δη στην περιουσία του προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου. Ωστόσο, δεν παραβλέπεται το γεγονός ότι συνάπτεται αναγκαστικά μεν σύμβαση αγοραπωλησίας (513ΑΚ) και συνεπώς, η κυριότητα μεταβιβάζεται από τον οφειλέτη στον τρίτο.

Η σχέση αυτή απαρτίζεται από τρία πρόσωπα: Πρώτον τα δημόσια όργανα που λειτουργούν ως πωλητές, τον οφειλέτη, που είναι κύριος του πράγματος κι άρα πωλητής και τον τρίτο, που είναι ο αγοραστής. Η σχέση αυτή είναι ιδιόρρυθμή σε σχέση με τις ρυθμίσεις του ΑΚ, καθώς ειδικά στο ζήτημα των νομικών ελαττωμάτων η ευθύνη του οφειλέτη περιορίζεται μόνο στην περίπτωση που γνώριζε το ελάττωμα κατά τη μεταβίβαση και το αποσιωπούσε (515ΑΚ). Η ευθύνη του περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στα νομικά ελαττώματα, καθώς ακολουθείται αυστηρά το σύστημα της δημοσιότητας (βιβλία κατασχέσεων, υποθηκοφυλακείου, κτηματολογίου). Συνεπώς, δύσκολα ο τρίτος δεν αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος και άρα η προστασία του είναι περιορισμένη. Το ζήτημα είναι πώς μπορεί να προστατευθεί ο τρίτος σε περίπτωση που πράγματι υπάρχει νομικό ελάττωμα και δη ποια είναι η ευθύνη του, στην περίπτωση της μη καταβολής του πλειστηριάσματος από πλευράς του;

Ο νόμος ορίζει ότι σε περίπτωση που δεν καταβληθεί αυτό, κατόπιν όχλησης (εξώδικης) από τα δημόσια όργανα εντός 2 εργάσιμων ημερών, ο τρίτος (αρχικός υπερθεματιστής) καθίσταται υπερήμερος κι ακολουθεί αναπλειστηριασμός, ο οποίος γέννα αρνητικές συνέπειες στο πρόσωπο του υπερθεματιστή. Συγκεκριμένα, οφείλει να καταβάλει τόκους υπερημερίας από την παρέλευση της προθεσμίας καταβολής (εξώδικη όχληση) και τη διαφορά από το μικρότερο πλειστηρίασμα που τυχόν προκύψει. Παρατηρείται, ωστόσο, το εξής πρόβλημα: Ο υπερθεματιστής (αρχικός) ενέχει τον κίνδυνο ευθύνης από τον αναπλειστηριασμό, λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου ποσού και ταυτόχρονα λαμβάνει ένα πράγμα με νομικό ελάττωμα. Έχει τεθεί τόσο από τη θεωρία όσο κι από τη νομολογία το ερώτημα πώς μπορεί ο τρίτος να αμυνθεί σε περίπτωση νομικού ελαττώματος του αντικειμένου, επί ποιας βάσης και με ποιο λόγο.Ένα κομμάτι της θεωρίας αρνείται την αναγνώριση του δικαιώματος ανακοπής (933ΚΠοΛΔ) του τρίτου κατά του πλειστηριασμού, με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση. Κατά δεύτερη άποψη και προς προστασία του τρίτου ενόψει του 20Σ και της ύπαρξης νομοθετικού κενού, θα πρέπει αναλογικά να του αναγνωριστεί το δικαίωμα ανακοπής κατά του πλειστηριασμού με αίτημα την ακύρωσή του, λόγω του νομικού ελαττώματος. Το μειονέκτημα αυτής της θέσης είναι ότι ο τρίτος δεν μπορεί να θεμελιώσει έννομο συμφέρον προς ακύρωση και ότι ο λόγος περί νομικού ελαττώματος δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωσή του, καθώς ο τρίτος κινδυνεύει από τις αρνητικές συνέπειες αναπλειστηριασμού. Επομένως, δεν μπορεί με αυτό το σκεπτικό να ζητήσει ακύρωση του πλειστηριασμού. Η τρίτη κι ορθότερη άποψη είναι η εξής: Θα πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα ανακοπής στον τρίτο, βάσει του άρθρου 933 ΚΠολΔ όχι κατά του πλειστηριασμού, αλλά κατά του αναπλειστηριασμού, διότι από τη διεξαγωγή αυτού κινδυνεύει να πληρώσει τόκους και υπερβάλλον πλειστηρίασμα. Κι ο λόγος ανακοπής θα πρέπει να είναι η μη ύπαρξη ευθύνης, καθώς στο πλαίσιο του πλειστηριασμού δημιουργείται μια σχέση δημοσίου δικαίου με τον οφειλέτη να πωλεί το πράγμα και τον τρίτο να έχει αξίωση μεταβίβασης περιουσίας ελεύθερης από νομικά ελαττώματα. Όταν ο οφειλέτης παραβιάζει την υποχρέωση αυτή, ο τρίτος δικαιούται να μην καταβάλει το τίμημα κι άρα η μη καταβολή δε συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά που γεννά υπερημερία. Ο τρίτος, επομένως, μπορεί να επικαλεστεί ότι δεν υπάρχει αντισυμβατική παράβαση κι άρα ότι δεν πρέπει να γεννηθεί ευθύνη στο πρόσωπό του. Η διαπλαστική απόφαση του δικαστηρίου θα αποτελέσει θεμέλιο, ώστε να μη γεννηθεί υποχρέωση καταβολής.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση, προς άρση αυτού του νομικού αδιεξόδου, ορθότερη θα ήταν η νομοθετική επέμβαση προς ασφαλέστερη και αδιαμφισβήτητη επίλυση του ζητήματος.


Πηγές
  • Εγχειρίδιο αναγκαστικής εκτέλεσης Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Β’ έκδοση, σελ. 618-621, σελ. 66-67
  • Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού, Κορνηλάκης Πάνος, Β’ έκδοση, σελ. 89-96

Αλεξάνδρα Οικονόμου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Οικονόμου
Αλεξάνδρα Οικονόμου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.