17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στο οικογενειακό δίκαιo

Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στο οικογενειακό δίκαιo


Της Αναστασίας Ερνεάνου,

Όπως είναι γνωστό, οι ανθρώπινες κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων θέλησαν να διαμορφώσουν δικαιικά συστήματα στηριγμένα αρχικά σε εθιμοτυπίες και παραδόσεις και στη συνέχεια σε γραπτούς νόμους. Ένας θεσμός που αποτέλεσε από νωρίς κέντρο ενδιαφέροντος για το δίκαιο είναι εκείνος της οικογένειας, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για τον πυλώνα της κοινωνίας, τον “μικρόκοσμό” της. Σταδιακά, αναπτύχθηκε αυτός ο κλάδος του ιδιωτικού δικαίου που σήμερα καλούμε Οικογενειακό Δίκαιο.

Είναι αυτονόητο πως αυτός ο κλάδος έχει υποστεί ριζικές αλλαγές στο πέρασμα των χρόνων, καθώς ο ίδιος ο θεσμός της οικογένειας έχει πια διαφοροποιηθεί σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες μέσα από καινοτόμες αλλαγές, όπως η κατοχύρωση των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων, η Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά και η ίδια η κοινωνία. Έχοντας τούτο στον νου μας, αντιλαμβανόμαστε πως το Οικογενειακό Δίκαιο είναι απόλυτα λογικό να ακολουθεί και να προσαρμόζεται στις κοινωνικές εξελίξεις.

Ένα από τα φλέγοντα ζητήματα τα οποία ο νομοθέτης κλήθηκε να επιλύσει είναι εκείνο της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής ενόψει και της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας στη ζωή των ανθρώπων. Με τον νόμο 3089/2002 και πλήθος νομοθετημάτων που ακολούθησαν, ο Αστικός Κώδικας πέτυχε να δώσει λύσεις σε σοβαρά θέματα επί τούτου.

Το δικαίωμα στην αναπαραγωγή αποτελεί έκφανση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε πως η διαδικασία της τεχνητής γονιμοποίησης υπόκειται σε όρους και αυστηρές προϋποθέσεις, ούτως ώστε να προστατευτεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Μια από αυτές είναι η ιατρική αναγκαιότητα. Όπως προκύπτει από το 1455 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα, για να επιτραπεί η διαδικασία αυτή, πρέπει το ετερόφυλο ζευγάρι -καθώς το δικαίωμα δεν αναγνωρίζεται σε ομόφυλα ζευγάρια- να αδυνατεί να αποκτήσει παιδί με φυσικό τρόπο παρ’ όλες τις προσπάθειες που μπορεί να καταβάλει. Οι λόγοι, δηλαδή, πρέπει να είναι πραγματικοί και παρόντες, αλλά όχι κατ’ ανάγκη ιατρικοί. Επίσης, επιτρέπεται εφόσον επίκειται στο μέλλον κίνδυνος σοβαρός και βέβαιος, όπως η υποβολή του συζύγου σε χημειοθεραπεία. Η αδυναμία που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, προϋπόθεση, μπορεί να αποδεικνύεται και αντικειμενικά, όπως όταν ο σύζυγος έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η ισχυρή πιθανότητα μετάδοσης στο τέκνο σοβαρής ασθένειας μέσω της φυσικής αναπαραγωγής, που αποδεικνύεται με πορίσματα της επιστήμης και ιατρικές εξετάσεις. Ακολουθεί η προϋπόθεση της νόμιμης ηλικίας, η οποία ορίζεται στον νόμο και ερμηνεύεται στενά, καθώς σκοπός της διάταξης είναι η προστασία του παιδιού. Ειδικότερα, επιτρέπεται σε ενήλικα άτομα, με εξαίρεση τους έγγαμους ανήλικους και εκείνους που κινδυνεύουν σοβαρά να μείνουν στείροι, ενώ ως ανώτατο όριο ορίζεται η ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής. Στις γυναίκες, κατά κανόνα, αυτό είναι το πεντηκοστό έτος. Υποχρεωτικές, βεβαίως, είναι οι ιατρικές εξετάσεις κυρίως, για τον ιό της ανασοανεπάρκειας και της σύφιλης. Τελευταία προϋπόθεση αποτελεί η συναίνεση των μερών, πριν αρχίσει η διαδικασία της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής κατά τον συστατικό έγγραφο τύπο, ενώ απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο στην περίπτωση της άγαμης γυναίκας και του ζεύγους που ζει σε ελεύθερη ένωση. Η έγκυρη συναίνεση αποτελεί, συνεπώς, προϋπόθεση κύρους της διαδικασίας.

Εκτός από τους παραπάνω όρους, υπάρχουν και κάποιοι περιορισμοί που σκοπό έχουν να προστατέψουν την αξία του ανθρώπου. Πρώτον, ο Αστικός Κώδικας ορίζει ρητώς πως απαγορεύεται η κλωνοποίηση με την παροχή γενετικού υλικού, καθώς η διαδικασία αυτή αντίκειται στην ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα του ανθρώπου. Επίσης, απαγορεύεται η επιλογή φύλου, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί κάποια ασθένεια που επηρεάζει συγκεκριμένο φύλο.

Έχοντας ξεκαθαρίσει τις νόμιμες προϋποθέσεις, μπορούμε να διαλευκάνουμε ειδικότερες περιπτώσεις που αφορούν την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Σημαντικό ενδιαφέρον υπάρχει στην περίπτωση της παρένθετης μητέρας. Η υποκατάστατη μητρότητα διακρίνεται σε πλήρη και μερική. Στην πλήρη, το ωάριο που εμφυτεύεται στην παρένθετη μητέρα είναι της ίδιας, ενώ στη μερική ανήκει στη γυναίκα που επιθυμεί την κυοφορία ή σε τρίτη δότρια. Στο ελληνικό δίκαιο, επιτρεπτή είναι η μερική μόνο υποκατάσταση, ενώ σε περίπτωση πλήρους το παιδί θα θεωρηθεί της κυοφορούσας γυναίκας κι όχι της «κοινωνικοσυναισθηματικής». Εδώ, ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις με κάποιες ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, αναγκαία είναι η συναίνεση των μερών, αλλά δεν τίθενται περιορισμοί σχετικά με το ποια θα κυοφορήσει. Το ξένο ωάριο δηλαδή, μπορεί να το κυοφορήσει και η μητέρα ή η αδερφή της γυναίκας. Επιπλέον, η συμφωνία πρέπει να είναι απαλλαγμένη από στοιχεία ανηθικότητας, που αντίκεινται στα χρηστά ήθη. Πιο συγκεκριμένα, απαγορεύεται η παροχή ανταλλαγμάτων στην κυοφόρο γυναίκα, ώστε να πεισθεί να συναινέσει. Δε θεωρούνται ανταλλάγματα οι δαπάνες για την εγκυμοσύνη και τη λοχεία, όπως και η καταβολή της θετικής ζημίας, που υπέστη η κυοφόρος, π.χ αποχή από την εργασία. Απαγορεύονται οι ρήτρες που περιορίζουν υπέρμετρα την ελευθερία της κυοφόρου, όπως η απαγόρευση άμβλωσης που συμφωνεί με τους όρους του Ποινικού Νόμου.

Άλλο ένα ζήτημα που διευθετήθηκε είναι εκείνο της τύχης του πλεονάζοντος γεννητικού υλικού, που μπορεί να προκύψει από τη διαδικασία. Καταρχήν για τη μελλοντική χρήση ή μη αποφασίζουν τα ίδια τα πρόσωπα που προσφεύγουν στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή με κοινή έγγραφη δήλωσή τους πριν την έναρξη της διαδικασίας. Σε περίπτωση που αποφασιστεί χρήση του χωρίς, φυσικά, ανταλλάγματα για άλλο ζευγάρι, ο δότης προστατεύεται μέσω ανωνυμίας, σύμφωνα με το 1460 του Α.Κ. και το νόμο 3305/2005. Με αυτό τον τρόπο, καθιερώνεται μια “ιδιόμορφη ελευθεριότητα” κι όχι δωρεά του γεννητικού υλικού, ενώ η ανωνυμία συμβάλλει στη διατήρηση της οικογενειακής γαλήνης.

Καταληκτικά, για τη θεμελίωση της συγγένειας μεταξύ του ζεύγους και του τέκνου που γεννιέται μέσω αυτής της διαδικασίας, ο νόμος 3089/2002 έδωσε τη λύση, καθιερώνοντας πέρα από τη βιολογική και την «κοινωνικοσυναισθηματική» συγγένεια. Για τη μητέρα υπάρχει το ακλόνητο τεκμήριο, το οποίο συνάγεται από το φυσικό γεγονός της γέννησης. Σε περίπτωση, όμως, δανεισμού μήτρας το 1458 Α.Κ. καθιερώνει μαχητό, αυτή τη φορά, τεκμήριο μητρότητας, που μπορεί να προσβληθεί. Η συγγένεια με τον πατέρα θεμελιώνεται μέσω του γάμου με τη μητέρα, το σύμφωνο συμβίωσης ή την έγγραφη συναίνεσή του.


Πηγές:
  • Απόστολος Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 2017
  • Έφη Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο Επιτομή, 2018

Αναστασία Ερνεάνου

Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Ερνεάνου
Αναστασία Ερνεάνου
Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.