17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΥγρό Πυρ: Η αιχμή του δόρατος του Βυζαντινού Ναυτικού

Υγρό Πυρ: Η αιχμή του δόρατος του Βυζαντινού Ναυτικού


Του Κώστα Σακκά,

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία χρωστάει την χιλιόχρονη πορεία της, καθώς επίσης και το μακροβιότερο της, στους θεματοφύλακες ισχύος όπως ο στρατός και το ναυτικό. Αυτά τα δυο στοιχεία συνετέλεσαν αποτελεσματικά ως καταλυτικοί παράγοντες, που επέφεραν διαρκείς και επιφανείς νίκες στους Βυζαντινούς. Συγκεκριμένα, το ναυτικό ήταν ο κρίκος που συμπλήρωνε επαρκώς την αλυσίδα της δόξας και της κυριαρχίας των Βυζαντινών στο status quo της εποχής για αιώνες. Βεβαία σε ρεαλιστική βάση, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το ναυτικό ήταν ένα εργαλείο, το οποίο δεν απολάμβανε συχνής χρήσης από το Βυζαντινό κράτος, ιδιαίτερα μετά την χρονική περίοδο, όπου ο στόλος τέθηκε υπό την κυριαρχία/δικαιοδοσία τρίτων-ξένων (Πιζάνοι, Γενουάτες, Βενετοί) λόγω του οικονομικού βάρους που προκλήθηκε στα δημοσιονομικά της Αυτοκρατορίας. Παρόλα το Βυζάντιο αποτέλεσε αξιόλογη δύναμη επιβολής σε στεριά και θάλασσα, και έτσι για πολλούς αιώνες ήταν ένας ισχυρός παίχτης στην Μεσόγειο. Στα πλαίσια αυτά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως συνεχιστής της Ρωμαϊκής κληρονομιάς, προέβη σε σημαντική υιοθέτηση και εν συνεχεία μετεξέλιξη νέων όπλων και τακτικών χωρίς να απομακρύνεται από το κέλυφος της Ρωμαϊκότητας. Ένα σπουδαίο όπλο εξ αυτών, για το οποίο θα γίνει διεξοδική ανάλυση, καθόσον απέκτησε θρυλικές διαστάσεις και τεράστια υστεροφημία, χαρίζοντας περιφανείς νίκες στο Βυζαντινό ναυτικό και ενισχύοντας έτι περαιτέρω την ναυτική τακτική, ήταν το υγρό πυρ. Όμως οι πληροφορίες γύρω από αυτό το όπλο περιβάλλονται από θολές όψεις και διαστάσεις διότι υπήρχε ένδεια στις πηγές.

Ήδη από την Ρωμαϊκή εποχή είχαν κάνει την εμφάνιση τους, ως κεκτημένο εμπειρίας των πολέμων, τα εμπρηστικά μείγματα. Το όπλο είναι γνωστό από την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (εποχή Μ. Κωνσταντίνου και εξής), ενώ η κορύφωση της συνεχής χρήσης του ανάγεται στην Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. Δημιουργός του υγρού πυρός λογίζεται ο ρηξικέλευθος αρχιτέκτονας Καλλίνικος από την Ηλιούπολη της Συρίας. Στην ιστορική του διαδρομή το «εσκευασμένο» πυρ, υπήρχαν πλείστες περιπτώσεις, όπου διαφύλαξε grosso modo, βοηθούντων των συγκυριών, την ακεραιότητα της Κωνσταντινούπολης και την επικυριαρχία των Βυζαντινών στις θάλασσες, από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι διαδοχικές επιχειρήσεις των Αράβων (674-678 μ.Χ, 717-718 μ.Χ) από στεριά και θάλασσα, οι οποίες έπεσαν πάνω στην νέμεση του εμπρηστικού αυτού μείγματος που εξασφάλισε, συγκεραστά με την γενναιότητα των αμυνομένων, την οιμωγή των εισβολέων. Επιπλέον το υγρό πυρ μνημονεύεται ως το κατεξοχήν μέσο καταστολής στάσεων και αναταραχών που γίνονται σε βάρος της αυτοκρατορίας. Τρανταχτά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις του Θωμά του Σλάβου 822 μ.Χ και του Βιταλιανού 514-515 μ.Χ).

Το όπλο, όπως είναι ευρέως γνωστό, αποτέλεσε αντικείμενο δραστηριοποίησης στον κατά θάλασσα πόλεμο, όπου για να αποσαφηνιστεί λεπτομερώς η χρήση του, ως εργαλείο εξασφάλισης της θαλασσοκρατορίας, είναι απαραίτητη η εμβάθυνση στις τακτικές και στον τρόπο εκτέλεσης τους, ολικά από το Βυζαντινό Ναυτικό. Το τελευταίο ακροβατεί στην ιστορία ως συνεχιστής των αντιστοίχων στόλων της Αρχαίας Ελλάδας και της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η συμβολή λοιπόν του υγρού πυρός διεκπεραιώνονταν μέσω μιας αξιοθαύμαστης και σύγχρονης για τα δεδομένα πολεμικής μηχανής (τους δρόμωνες, ένα μεγαλοδιάστατο ελαφρύ και ευκίνητο πλοίο με δεινές επιχειρησιακές δυνατότητες, που μπορούσε να εκτοξεύσει υγρό πυρ από πολλά σημεία για τα οποία θα γίνει μνεία στην συνέχεια). Σύμφωνα με τις υπάρχουσες, για την επίτευξη της νίκης, ναυτικές τακτικές απαιτούταν, σε πρώτη φάση, η γνώση της ισχύος του αντιπάλου μέσω κατασκοπικών ενεργειών και των καιρικών συνθηκών από τον Ναύαρχο. Επίσης σημαντικό βήμα ήταν προσέγγιση των δυο στόλων στο πεδίο της μάχης. Σε δεύτερη φάση, την πυρπόληση του αντίπαλου στόλου, την αναλάμβανε ειδική μοίρα πυρφόρων δρομώνων, όπου για να επιτύχει το σκοπό της, προέβαινε σε απομόνωση των εχθρικών πλοίων, αφότου υπήρξε εκ προοιμίου διαβεβαίωση και διαταγή για το κατάλληλο των καιρικών συνθηκών και για την αποφυγή κυκλωτικών κινήσεων, διότι αυτά θα μπορούσαν αποβούν μοιραία για τα φίλια πλοία. Γι’ αυτό άλλωστε υπήρχε και σχετική απαγόρευση του υγρού πυρός κάτω από αυτές τις συνθήκες. Σε τρίτη φάση, και αφού έχουν πληρωθεί τα προηγούμενα βήματα, τα δυο πλοία πλεύριζαν μεταξύ τους για να δοθεί η τελειωτική μάχη των στρατιωτών εκ του σύνεγγυς. Κατόπιν υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις που αφορούν την χρησιμοποίηση αυτού του μείγματος σε επιχειρήσεις ξηράς. Όμως η χρήση του υγρού πυρός, επί της στεριάς, περικλείεται από ένα νέφος φαινομενικότητας και πλαστότητας διότι οι περιπτώσεις που μνημονεύονται, αποτελούν ως επί το πλείστον στιγμιότυπα στα οποία το υγρό πυρ αναφέρεται άλλοτε ως παρουσία και όχι ως αντικείμενο χρήσης και άλλοτε ως μέσο πυρπόλησης δομών της στεριάς μέσω πλοίων. Το εύλογο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το υγρό πυρ εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πηγή της εύκολης επιβολής στον αντίπαλο, όπου σύμφωνα με την περίσκεψη του εκάστου επικεφαλής του στόλου έχει την δυνατότητα να τυλίγει ταχύτατα στις φλόγες τα εχθρικά πλοία και τις ξύλινες κατασκευές από κοντινή απόσταση, αβγατίζοντας τις πιθανότητες μιας κατά κράτους νίκης.

Όσον αφορά την σύσταση του υγρού πυρός παρατηρείται από αρχής του 20ου αιώνα μια δυναμική κίνηση όλων επιστημονικών πεδίων για την αποκωδικοποίηση και εξακρίβωση της υφής του μείγματος. Επρόκειτο για ένα πολύ στενά κρατικό μυστικό, το οποίο φυλασσόταν ιεροκρυφίως στα άδυτα του Αυτοκρατορικού Παλατιού. Σύμφωνα με τις πηγές η τεχνογνωσία του λαμβάνει μια θεϊκή και μυθοπλαστική διάσταση, η οποία προσδίδει κύρος στο υγρό πυρ και το εκθειάζει, επιστρατεύοντας κάθε λογής επιχειρηματολογία για την προέλευση του. Η προέλευση αυτή ανάγεται στο πρόσωπο κλειδί για την σημειολογία της κρατικής ενότητας και συνέχειας των Βυζαντινών, όπου δεν είναι άλλο από αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. Η υποτιθέμενη εκ Θεού και Αγγέλων μεταβίβαση αυτής της πολυσήμαντης τεχνογνωσίας στον Μ. Κωνσταντίνο οδήγησε τους μελετητές να διατυπώσουν, ότι το υγρό πυρ αποτελούσε μοναδική κληρονομιά των Βυζαντινών και έπρεπε να παρασκευάζεται μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Υπό αυτή την έννοια, η οποιαδήποτε ενέργεια γνωστοποίησης αυτού του μυστικού σε αλλοεθνείς, τιμωρούταν με αναθεματισμό και αφορισμό. Μάλιστα ο Μ. Κωνσταντίνος προέβη στην αναγραφή κατάρων στην Αγία Τράπεζα, όπου υποσυνείδητα αναζωπύρωνε το θυμικό των υπηκόων και διαβίβαζε μηνύματα ρεβανσισμού για εκείνον που πρόδιδε τα μυστικά του κράτους, είτε αυτός ήταν πατριάρχης, είτε βασιλιάς, είτε οποιοσδήποτε άλλος. Το πόρισμα των νεοτέρων χρόνων για την σύσταση του υγρού πυρός κάνει λόγο για ένα είδος παχύρευστου μείγματος, ως «δοχείο» εμπρηστικών υλών. Οι απόψεις, για το ποια από τις ύλες υπερισχύει, διίστανται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχουν μυριαρίφνητα μείγματα που συναποτέλουν την έννοια του υγρού πυρός. Η συναντίληψη πάρα πολλών ερευνητών καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι έχουμε ως βασικά συστατικά: το νίτρο(το οποίο προκαλούσε τις λάμψεις και τις βροντές), το θείο, την νάφθα, το νάτριο και κυρίως τον ασβέστη που δίνει το πλεονέκτημα της ανάφλεξης του καυστικού υγρού στην επαφή του με το νερό. Ακόμη υπήρχαν και ουσίες που το καθιστούσαν βραδύκαυστο όπως η ρητίνη και το καυτό λάδι. Όλα αυτά τα στοιχεία ορίζουν ένα αμάγαλμα, το οποίο συνεπικουρούμενο με φωτιά ή μια χημική αντίδραση μπορεί να αναφλεγεί και να προκαλέσει σοβαρού μεγέθους ζημιά στον εχθρό.

Η εκτόξευση του υγρού πυρός εν αντιθέσει με την σύνθεση του δεν ήταν περίπλοκη διεργασία. Έχουμε τον όρο «σιφών», ως έναν ποικιλότροπα ερμηνευμένο όρο, να αποτελεί, με την βοήθεια μιας αντλίας με νερό, την κύρια δίοδο εκτόξευσης του υγρού πυρός. Υποστηρίζεται ότι αυτό το αποτέλεσμα εκτόξευσης «κοσμείται» με την ωστική δύναμη που προκαλούσε μια ιδιάζουσα μορφή πυρίτιδας. Για να επιστρέψουμε όμως στους δρόμωνες η εκτόξευση ήταν πολυδιάστατη, αν λάβει κανείς υπόψη ότι σιφώνια, επικαλυμμένα με αποτρόπαιες κεφαλές λεόντων και άλλων ζώων, ήταν τοποθετημένα στην πρύμνη και στην πλώρη του πλοίου. Επιπλέον υπήρχαν και βαλλίστρες, καθώς επίσης και ξύλινες κατασκευές όπως ξυλόκαστρα, τα οποία εκσφενδόνιζαν σε παραπλέοντα πλοία καυστικό υγρό μέσα σε χάλκινα κυλινδρικά δοχεία.

Το ότι όμως το υγρό πυρ είχε οριοθετηθεί θεσμικά και θρησκειολογικά ως ένα όπλο υψίστης σημασίας, δεν ανέκοψε τους άλλους λαούς από το να το υποκλέψουν και να το προσαρμόσουν ανάλογα στις ανάγκες τους. Μεταξύ αυτών των λαών εξέχουσα θέση, στην κλίμακα χρήσης του υγρού πυρός, κατέχουν οι Πέρσες και κυρίως οι Άραβες (οι οποίοι έφτασαν σε τέτοιο σημείο τεχνογνωσίας ώστε να φτιάξουν και αντιπυρικό στόλο). Η γνώση του όπλου από τρίτους δεν πρέπει να προκαλεί εντυπώσεις. Τουναντίον είναι απόλυτα λογικό, ότι η συνταγή του όπλου διαδόθηκε και ενδεχομένως κλάπηκε, παρά τις εργώδεις-μανιώδεις προσπάθειες των Βυζαντινών να το διατηρήσουν απόκρυφο. Η διάδοση του υγρού πυρός, όπως αναφέρθηκε, που επισυνέβη έτι περαιτέρω λόγω της γειτνίασης με διάφορες περιφερειακές ανταγωνίστηκες δυνάμεις, δεν επέτρεπε την μονοπώληση όπλων και τακτικών από τους κατά τα άλλα δημιουργούς Βυζαντινούς.

 Συνοψίζοντας, πράγματι το υγρό πυρ είναι κατά την ευρύτατη πλειοψηφία των μελετητών ένα έργο δεδομένης αποτελεσματικότητας στο πεδίο του κατά θάλασσα πολέμου. Οι Βυζαντινοί αν και γνώριζαν εκ των πρότερων εμπρηστικά μείγματα, συνέβαλαν με εκτελεστικό βραχίονα τον Καλλίνικο, στο να εξελίξουν σημαντικά τα καυστικά υγρά, τα οποία πλέον  μεταφράζονταν ως καταλυτικοί παράγοντες για την ευοίωνη έκβαση των μαχών. Σημειωτέων οι Βυζαντινοί επένδυαν μετά πάθους στην συνεχιζόμενη βελτίωση του υγρού πυρός. Η επινοητικότητα των Βυζαντινών εγκαινίασε μια περίοδο κυριαρχίας και ένα αίσθημα νικηφόρου αγλαΐσματος στο πεδίο των ναυμαχιών, αλλά και μια πολεμική μηχανή, της οποίας η προμετωπίδα και το περιεχόμενο ενέπνεε φόβο, δέος και δισταγμό στους διαχρονικούς εισβολείς της Ρωμανίας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Κωνσταντίνος Καρατόλιος, Το Υγρόν Πυρ & η συμβολή του στη βυζαντινή ισχύ
  • Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος
  • Charles Diehl, Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Κώστας Σακκάς
Είναι γεννημένος το 1999 στην Θεσσαλονίκη και απόφοιτος Γενικού Λυκείου. Αυτή την εποχή σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με κατεύθυνση στην Ιστορία.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ