17.2 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι ελληνικές προσφυγές στον ΟΗΕ για το Κυπριακό (1954–1958) (Β΄ Μέρος)

Οι ελληνικές προσφυγές στον ΟΗΕ για το Κυπριακό (1954–1958) (Β΄ Μέρος)


Του Πελοπίδα-Παναγιώτη Κουλούρη, 

Σε συνέχεια του πρώτου άρθρου, όπου δόθηκαν τα κύρια σημεία των εξελίξεων πριν την απόφαση για την κατάθεση της πρώτης προσφυγής και την κατάθεση αυτής (ημ/νία δημοσίευσης: 18/2), στο δεύτερο και τελευταίο μέρος συνεχίζεται η εξιστόρηση των γεγονότων με την κατάθεση της δεύτερης προσφυγής ως και την πέμπτη και τελευταία.

Δεύτερη προσφυγή

Ύστερα από την αποτυχία της πρώτης προσφυγής, στην Κύπρο άρχισε να οργανώνεται αντιστασιακή δράση με κύρια οργάνωση την Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ). Η ΕΟΚΑ ξεκίνησε τον αγώνα τής κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας και υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Η δράση τής ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1955 (1η Απριλίου σειρά εκρηκτικών μηχανισμών εξεράγη στις μεγαλουπόλεις της Κύπρου και στόχοι ήταν αστυνομικά τμήματα, στρατώνες και ο ραδιοφωνικός σταθμός του νησιού) και έληξε τον Μάρτιο του 1959. Αρχηγός της ΕΟΚΑ ήταν ο αντικομμουνιστής συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος ήρθε σε σύγκρουση με το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού). Ωστόσο, η δράση της ΕΟΚΑ υποστηρίχθηκε από τους ελληνοκυπρίους και τους μαθητές της Κύπρου. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν αγώνας της νεολαίας, χωρίς να έχει ως στόχο την άμεση απελευθέρωση του νησιού, αλλά την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης, ώστε να πιεστούν οι Βρετανοί και να αποχωρήσουν. Οι Βρετανοί χαρακτήριζαν τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ ως «τρομοκράτες» και έλαβαν αυστηρά και καταπιεστικά μέτρα, στέλνοντας στο νησί στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ δημιούργησαν επικουρικά αστυνομικά σώματα, που απαρτίζονταν από Τουρκοκύπριους. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των επικουρικών Τουρκοκύπριων αστυνομικών, οδήγησαν σε διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη δεύτερη προσφυγή στον ΟΗΕ, αποτυγχάνοντας και πάλι. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1955 θα εγγραφόταν, στην Πολιτική Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης, η ελληνική προσφυγή για την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Η ελληνική κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δέχθηκε δύο εκβιασμούς από την πλευρά των
ΗΠΑ. Τόσο ο πρέσβης των ΗΠΑ Cavendish Cannon, όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Foster Dulles, προσπάθησαν να αποτρέψουν την κατάθεση δεύτερης προσφυγής απειλώντας, πως αν κατατεθεί, οι ΗΠΑ δε θα στηρίξουν την ελληνική πρόταση.

Τελικά, η Ελλάδα δεν υπέκυψε στον εκβιασμό, αλλά απέτυχε εκ νέου. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1955, η ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης ενέκρινε τη μη εγγραφή της προσφυγής στην ημερήσια διάταξή της, με 28 ψήφους υπέρ, 22 κατά και 10 αποχές. Τα κράτη του ΝΑΤΟ, πλην Ελλάδας και Ισλανδίας, ψήφισαν κατά, υπέρ ψήφισαν οι σοσιαλιστικές χώρες, οι αραβικές, οι λατινοαμερικάνικες και οι ασιατικές. Η ψηφοφορία αυτή αντικατόπτριζε και την εξωτερική πολιτική της Κύπρου τα επόμενα χρόνια και την ένταξή της στο στρατόπεδο των «αδέσμευτων» κρατών. Τέλος, οι ΗΠΑ, που ήλεγχαν τη Γενική Συνέλευση, τάχθηκαν υπέρ της βρετανικής πρότασης για επίλυση του Κυπριακού, κατά τον Dulles, με «φιλικές διαπραγματεύσεις» δια της «διπλωματικής οδού» ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας και φυσικά εκτός των Ηνωμένων Εθνών.

Τρίτη προσφυγή

Μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης προσφυγής, διενεργήθηκαν ορισμένες προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού σε τριμερές επίπεδο (Τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου στο Lancaster House), οπού οι συνομιλίες αυτές επισκιάστηκαν από τα «Σεπτεμβριανά» (Σεπτέμβριος 1955, Κωνσταντινούπολη), ενώ έγιναν συναντήσεις και σε επίπεδο μεταξύ Βρετανίας και Ελληνοκυπρίων (συνομιλίες Harding – Μακάριου, Οκτώβριος 1955 – Φεβρουάριος 1956). Αξίζει να σημειωθεί πως οι συνομιλίες Harding – Μακάριου αποτέλεσαν τη δεύτερη ευκαιρία (window of opportunity) επίλυσης του Κυπριακού κατά τη δεκαετία του1950, με την πρώτη ευκαιρία να είναι η «Διασκεπτική» (1/11/1947 – 21/5/1948). Ένα μήνα μετά τα «Σεπτεμβριανά», η κυβερνητική κρίση στην Αθήνα έληξε, καθώς Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Αβέρωφ, διαφοροποίησε την ελληνική τακτική στο Κυπριακό. Η Ελλάδα προσεταιρίστηκε τη Γιουγκοσλαβία και την Αίγυπτο του Νάσερ, ενώ προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της Ελλάδας στον ΟΗΕ. Αυτό έγινε πραγματικότητα, ως ένα βαθμό, με την υποστήριξη των ελληνικών θέσεων από το Νάσερ και άρα τις ψήφους των αραβικών κρατών. Το γεγονός, που εξώθησε την ελληνική κυβέρνηση να καταθέσει την τρίτη προσφυγή, ήταν η σύλληψη και η εξορία του Μακάριου στις Σεϋχέλλες το Μάρτιο του 1956. Ύστερα, από τις δύο προσπάθειες, που ξεκίνησαν από τον Αύγουστο του 1955 και έληξαν το Φεβρουάριο του 1956, τον Οκτώβρη του 1956 η Ελλάδα προσέφυγε για τρίτη φορά στον ΟΗΕ. Στις 12 Οκτωβρίου η Βρετανία κατέθεσε αντιπροσφυγή και κατηγόρησε την Ελλάδα για υπόθαλψη «τρομοκρατών».

Στις 14 Νοεμβρίου η Πολιτική Επιτροπή ενέκρινε την εγγραφή των δύο προσφυγών (ελληνικής – βρετανικής) στην ημερήσια διάταξη της 13ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης. Στις 26 Φεβρουαρίου 1957, με 76 ψήφους υπέρ και 2 αποχές υιοθετήθηκε ομόφωνα η απόφαση 1013 (ΧΙ), η οποία ήταν μία γενικόλογη πρόταση της Ινδίας και τόνιζε την ανάγκη για εξεύρεση ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης λύσης του Κυπριακού σύμφωνης με τις αρχές και τους σκοπούς του Χάρτη του ΟΗΕ. Μετά και από αυτήν την, αποτυχημένη, προσφυγή, έγινε αντιληπτό, πως οι διαπραγματεύσεις αποτελούν ισχυρό “όπλο” στα χέρια, εκείνων, που θα ήθελαν να αποφύγουν τη διεθνοποίηση ενός ζητήματος.

Τέταρτη προσφυγή

Λίγους μήνες αργότερα από την εγγραφή των δύο προσφυγών στην ημερήσια διάταξη του ΟΗΕ (Φεβρουάριος 1957), στις 15 Ιουλίου, κατατέθηκε η τέταρτη ελληνική προσφυγή και στις 14 Δεκεμβρίου συζητήθηκε στη 12η Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης, το Σχέδιο Ψηφίσματος με ρητή αναφορά στην αρχή της αυτοδιάθεσης και στην παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τις βρετανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Για πρώτη φορά, διατυπωνόταν μια κατευθυντήρια γραμμή ως βάση των διαπραγματεύσεων, όπως αναφέρει και ο Γιώργος Τενεκίδης στο «Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματα και Αγώνες του Λαού της», ενώ ο όρος «αυτοδιάθεση» εκτός από τους πολέμιούς της, τη Βρετανία και την Τουρκία, συνάντησε ενστάσεις και από τις ΗΠΑ. Όντας προσεκτικά διατυπωμένη η ελληνική πρόταση στόχευε στο να υιοθετηθεί από τη Γενική Συνέλευση ένα Ψήφισμα με την «ευχή» της για «την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο». Το αποτέλεσμα ήταν θετικό, καθώς η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία των παρόντων μελών της Γενικής Συνέλευσης (31 υπέρ, 23 εναντίον, 24 αποχές), δεν εξασφάλισε, όμως, την πλειοψηφία των ⅔, που απαιτούνταν από τον κανονισμό για τη λήψη απόφασης. Αυτό ήταν το μέγιστο, που μπορούσε να επιτευχθεί.

Πέμπτη προσφυγή

Μετά από την αποτυχημένη πολιτική του Anthony Eden στο Σουέζ και την αντικατάστασή του από τον Harold McMillan τον Ιανουάριο του 1957, η βρετανική πολιτική άλλαξε. Αφού απελευθερώθηκε ο Μακάριος, ο McMillan αντικατέστησε στην Κύπρο τον αυταρχικό Harding και τον διαδέχθηκε ο Hugh Foot, που ήταν πιο μετριοπαθής. Οι Βρετανοί αντελήφθησαν, ότι η διατήρηση ολόκληρης της Κύπρου ήταν επικίνδυνη για τα συμφέροντά τους, λόγω της αντίστασης του ελληνικού πληθυσμού. Επομένως, προτιμήθηκε να μην χρησιμοποιείται, από το σημείο αυτό και ύστερα, η Κύπρος ως βάση, αλλά να δημιουργηθούν βάσεις στην Κύπρο. Από τα μέσα του 1957, ο ρόλος της Τουρκίας αναβαθμίστηκε, λόγω των εξελίξεων στο μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου και έτσι η Βρετανία βρέθηκε «παγιδευμένη» στις δηλώσεις της περί διπλής αυτοδιάθεσης. Τον Ιούνιο του 1958, η Βρετανία, δύο μήνες πριν την κατάθεση της πέμπτης και τελευταίας προσφυγής, κατέθεσε ένα ακόμη σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο McMillan», (γνωστό και ως σχέδιο τριπλής συγκυριαρχίας). Ήταν η προτεινόμενη λύση από τον Βρετανό πρωθυπουργό, το οποίο παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1958 ως λύση του Κυπριακού. Προέβλεπε παραμονή των αγγλικών βάσεων, συγκυριαρχία Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας, με ξένο κυβερνήτη και με δύο ξεχωριστά Κοινοβούλια των αντιπροσώπων για τις δύο κοινότητες. Απορρίφθηκε από τον Μακάριο, την Ελλάδα και από την Τουρκία.

Τον Αύγουστο του 1958, η Ελλάδα κατέθεσε την πέμπτη προσφυγή στον ΟΗΕ. Παράλληλα, είχε αλλάξει και το περιεχόμενο των κυπριακών διεκδικήσεων, καθώς ο Μακάριος σε συνέντευξή του (22.09.1958) δήλωσε, πως το αίτημα για «αυτοδιάθεση» εγκαταλείφθηκε και υιοθετήθηκε το αίτημα για «ανεξαρτησία». Η Γενική Συνέλευση απέρριψε το ικανοποιητικό σχέδιο της Ινδίας της 1ης Δεκεμβρίου, που υποστηρίχθηκε από την Αϊτή, την Ισλανδία, την Κεϋλάνη, την Ιρλανδία, τον Παναμά, το Νεπάλ, το Σουδάν και την Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία για την αυτοκυβέρνηση της Κύπρου και υιοθετήθηκε ένα μεξικάνικο ψήφισμα, σχεδόν αδιάφορο και αόριστο, όπως και τα υπόλοιπα ψηφίσματα. Τέλος, το ψήφισμα αυτό έδινε τη δυνατότητα, ώστε το Κυπριακό να επιλυθεί με διαπραγματεύσεις και έξω από τις καταστατικές αρχές του ΟΗΕ.


Το Κυπριακό αποτέλεσε την κύρια αιτία για να διαταραχθούν οι καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις, που είχε εγκαινιάσει από τη δεκαετία του 1930, ο Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού και τον Κεμάλ Ατατούρκ. Είναι γεγονός, πως το Κυπριακό δεν έχει λυθεί, ακόμα, εν έτει 2019, και αποτελεί ένα επιπλέον σημείο τριβής με την Τουρκία. Όσον αφορά τις προσφυγές στον ΟΗΕ από το 1954 – 1958, η ελληνική διπλωματία βγήκε ηττημένη. Σίγουρα, όμως, οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου («ζυριχικό Σύνταγμα), που ακολούθησαν στις αρχές του 1959, αποτέλεσαν μία, σχετικά, συμφέρουσα λύση, σκεπτόμενοι, πως η τακτική με τις προσφυγές θα μπορούσε να έχει χειρότερα αποτελέσματα για τα ελληνικά και ελληνοκυπριακά συμφέροντα.

 

Πηγές:

Αλέξης Ηρακλείδης, Κυπριακό Πρόβλημα 1947 – 2004, Από την Ένωση στη Διχοτόμηση; , Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2006

Γιώργος Κ. Τενεκίδης, Γιάννος Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματα και Αγώνες του Λαού της, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2000

Γιάννης Γ. Βαληνάκης, Εισαγωγή στην ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1949 – 1988, Εκδόσεις Παρατηρητής, Αθήνα 2003

Άγγελος Μ. Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015


Πελοπίδας-Παναγιώτης Κουλούρης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ