14.3 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΗ πολιτιστική κληρονομιά και η σύγχρονη ελληνική κουλτούρα: μια ευεργετική σύνθεση

Η πολιτιστική κληρονομιά και η σύγχρονη ελληνική κουλτούρα: μια ευεργετική σύνθεση

Της Βασιλικής Καράμπαμπα,

«Παλαιά έθνη του πνεύματος, το ζήτημα δεν είναι να βρούμε καταφύγιο στο παρελθόν μας, αλλά να εφεύρουμε το μέλλον που το παρελθόν απαιτεί από εμάς.»

Αντρέ Μαλρώ (1959)

Σύμφωνα με τον ιρακινό αρχαιολόγο Raid Abjul Ridhar Muhammad, “Η ταυτότητα μιας χώρας, η αξία και ο πολιτισμός της ταυτίζονται με τη πολιτιστική της κληρονομιά”.[1] Οι ερμηνείες που δόθηκαν για να ορίσουν  την πολιτιστική κληρονομιά και τη σπουδαιότητά της είναι πολυάριθμες και ποικίλες. Ο όρος συνδέεται με το παρελθόν που και μεταβιβάζεται στο παρόν. Επομένως, συνδέεται με τη συλλογική συνείδηση ενός λαού, το αίσθημα του συνανήκειν, την καθημερινή κουλτούρα και το προσδιορισμό μιας συγκεκριμένης ταυτότητας.

Στην Ελλάδα, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αι. η πολιτιστική κληρονομιά ταυτίζεται και νοηματοδοτείται από την ελληνική αρχαιότητα των κλασικών χρόνων και από το κύρος που εκπέμπουν τα λαμπρά ιστορικά μνημεία της περιόδου.

Με τη Μεταπολίτευση, το ελληνικό κράτος στράφηκε στην ανάδειξη και τη διαχείριση του πολιτισμού με εντατικότερες δράσεις και ενέργειες. Οι περισσότερες, ωστόσο, πρωτοβουλίες αφορούσαν την αξιοποίηση αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και και μουσείων της ελληνικής αρχαιότητας. Μάλιστα, η διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα που εκφράστηκε για πρώτη φορά το 1982 στη Διεθνή Διάσκεψη της Unesco στο Μεξικό από την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη αποτέλεσε σημείο τομής της πολιτιστικής πολιτικής που θα ακολουθούσε στο εξής η χώρα.

Οι προσπάθειες αναζωογόνησης του πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας μας για τα επόμενα χρόνια συνοψίζονται στους εξής άξονες πολιτιστικής πολιτικής: δόθηκε σχεδόν απόλυτη αποκλειστικότητα στην ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και προσήλωση στο ένδοξο παρελθόν, υλοποιήθηκαν περισσότερα από 260 έργα, που είχαν ως στόχο την αναβάθμιση αρχαιολογικών μουσείων ή την ανέγερση νέων, κυριότερο εκ των οποίων υπήρξε το Νέο Μουσείο Ακρόπολης (εγκαίνεια το 2009), έγιναν αναστηλώσεις και συντηρήσεις αρχαιολογικών χώρων, παραχωρήθηκαν κονδύλια για τον τουρισμό, ο οποίος συνδέεται άρρηκτα με τον πολιτισμό, τέλος, προωθήθηκαν προσπάθειες ανάπτυξης της περιφέρειας της χώρας. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση εφαρμόστηκε σε όλους τους τομείς της πολιτισμικής ζωής.

Με την είσοδο στον 21ο αι. η Ελλάδα έλαβε γενναία ευρωπαϊκή χρηματοδότηση εισερχόμενη στο Γ’ ΚΠΣ (2000-2006)[2]. Ωστόσο, και από αυτό το πρόγραμμα εξέλειπε μια σημαντική συνιστώσα του πολιτισμού που δεν αξιοποιήθηκε ούτε τώρα ούτε κατά τα προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται για το σύγχρονο πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας, για το οποίο καμία στρατηγική ή πρωτοβουλία ανάπτυξης δεν επιχειρήθηκε από τους ιθύνοντες του πολιτισμού. Ο διάλογος της πολιτιστικής κληρονομιάς της ελληνικής αρχαιότητας με το σύγχρονο πολιτιστικό παρόν και τη δημόσια κουλτούρα θα μπορούσε να δράσει ευεργετικά στην ελληνική κοινωνία ανανεώνοντας την οικονομία, τον τουρισμό, αλλά και την ίδια την κοινωνία ως σύνολο μέσα από τη συλλογικότητα και τη συμμετοχή στον πολιτισμό.

Σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, φαίνεται πως η ελληνική περίπτωση παγιώθηκε επάνω σε αντιφάσεις. Το δίπολο πολιτιστικό παρελθόν – παρόν δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει συνθήκες συνεργασίας και συνέργειας. Η απουσία της σύνδεσης του αρχαίου παρελθόντος με τη σύγχρονη κουλτούρα και τέχνη αποτελεί μια πραγματικότητα, καθώς αγνοήθηκε η δυνατότητα μιας ευεργετικής όσμωσης.[3] Όμως που οφείλεται η παραπάνω άρνηση; Ποιο πρόβλημα αναδεικνύεται και ποια θα μπορούσε να συνιστά την επικείμενη λύση;

Οι αλλαγές και οι δυσκολίες που βιώνει η ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες είναι έκδηλες σε όλους τους τομείς. Η οικονομική δυσπραγία, η πολιτική αστάθεια, η ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών και η γενικότερη ανασφάλεια που επικρατεί έχουν ως συνέπεια τη διαρραγή του κοινωνικού ιστού, η οποία έχει προκαλέσει αναπόφευκτα κρίση της πολιτισμικής ταυτότητας. Ως εκ τούτου διαπιστώνεται, πιθανώς, μια αδυναμία της κοινωνίας να αντιμετωπίσει τις αλλαγές και να εναρμονιστεί με αυτές.

Εν κατακλείδει, το ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί είναι το εξής: Μήπως αναδύεται η ανάγκη ενός επαναπροσδιορισμού της πολιτισμικής ταυτότητάς μας ή μια εκ νέου ανακάλυψη της δημόσιας κουλτούρας της χώρας μας;  Ο σύγχρονος πολιτισμός ο οποίος κινδυνεύει να εξαφανιστεί, εξαιτίας των έως τώρα μοντέλων πολιτικής πολιτισμού, που έχουν εφαρμοστεί από τους ιθύνοντες επιτάσσει το αίτημα για μια αλλαγή παραδείγματός, το οποίο θα σέβεται τόσο την αρχαία παράδοση όσο και το πολτιστικό παρόν.

[1] Hoelscher 2006, σ. 291.

[2] ΚΠΣ = Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης αποτέλεσε συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις αναπτυξιακές προτεραιότητες της χώρας για την περίοδο 2000 – 2006. Οι συνολικοί πόροι του προγράμματος ήταν 51,14 εκατ. ευρώ.

[3] Ζορμπά 2014, σσ 221-368.

Βιβλιογραφία:

Ζορμπά 2014: Μυρσίνη Ζορμπά, Πολιτική του Πολιτισμού. Ευρώπη και Ελλάδα στο Δεύτερο Μισό του 20ου αιώνα., Αθήνα 2014, σσ. 221-368.

Hoelscher 2006: Steven Hoelscher, «Πολιτισμική Κληρονομιά» στο Sharon MacDonald (επιμ.), Μουσείο και Μουσειακές Σπουδές. Ένας πλήρης οδηγός, Αθήνα 2006.

Βασιλική Καράμπαμπα
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα πλαίσια του Erasmus+ σπουδές, αποκόμισε διεθνή εμπειρία φοιτώντας στο Università degli studi di Padova της Ιταλίας. Τα ενδιαφέροντά της περιλαμβάνουν θέματα ιστορίας και επιγραφικής, εκπαίδευσης, πολιτιστικής κληρονομιάς και διαχείρισης.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ