23 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Οι βοσκοί» (1967): Το βουκολικό δράμα του Νίκου Παπατάκη

«Οι βοσκοί» (1967): Το βουκολικό δράμα του Νίκου Παπατάκη


Της Ειρήνης Εξάρχου, 

Γεννημένος το 1918, στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, με ελληνική καταγωγή, ο Νίκος Παπατάκης πέρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας, Παρισιού και Αμερικής, αφήνοντας πίσω του ένα πολύτιμο έργο. Με μόλις 5 ταινίες στο ενεργητικό του, προκάλεσε, σόκαρε και έδειξε μια αλήθεια ωμή και ανθρώπινη, ως ένας πρωτοπόρος του παρισινού υπαρξισμού και σκηνοθέτης με αναρχική σκέψη. Το έργο του διακρίνεται για τον πολιτικό του χαρακτήρα, αλλά και την απαισιοδοξία του, όμως εκφράζει μια σκληρή μεταπολεμική πραγματικότητα. Εξάλλου, για την πρώτη του ταινία Οι άβυσσοι, αφορμίζεται από τον πόλεμο της Αλγερίας και τη χρόνια γαλλική καταπίεση, απόρροια της αποικιοκρατίας.

Έζησε μία μυθιστορηματική ζωή, ιδίως όσον αφορά τον χρόνο που πέρασε στο Παρίσι, με την αφρόκρεμα της γαλλικής διανόησης και της Rive gauche, κάτι που φαίνεται να αποτυπώνει στις ταινίες του. Σταθμός στη ζωή του αποτέλεσε η συνεργασία του με τον Τζον Κασσαβέτη στο Shadows. Ας μιλήσουμε, όμως, για μια ταινία ορόσημο, την πρώτη που γύρισε στην Ελλάδα λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας, Οι βοσκοί (1967).

«Ένα βουκολικό δράμα για τους καταφρονημένους μιας κατεστραμμένης χώρας» θα μπορούσε να είναι μια σύντομη περιγραφή αυτής της ταινίας. Ο Νίκος Παπατάκης δηλώνει: «Στους Βοσκούς ασχολούμαι με τις σχέσεις αφέντη-δούλου και απεικονίζω τα θέματα της ταπείνωσης και της εξέγερσης, αλλά αυτήν τη φορά στην κλίμακα ενός ολόκληρου έθνους. Θέλω να δείξω την ελληνική πραγματικότητα του 1967. Θέλησα να δείξω ότι ένας άνθρωπος που πεθαίνει από την πείνα και τον φόβο μπορεί να μεταμορφωθεί σε ζώο, να συρθεί, να εξευτελιστεί. Προσπάθησα να περιγράψω τον κόσμο των ταπεινωμένων ανθρώπων με ενάργεια, απαλλαγμένος από συναισθηματικούς ανθρωπισμούς». Η ταινία γυρίστηκε στην Ελλάδα ακριβώς πριν τη δικτατορία, προοικονομώντας, ίσως, το τι θα ακολουθούσε.

Πηγή Εικόνας: cinobo.com

Σε ένα μικρό χωριό, λοιπόν, ο Θάνος, ένας πάμφτωχος βοσκός, ερωτεύεται τη Δέσποινα, την κόρη του πιο πλούσιου γαιοκτήμονα. Η μητέρα του πηγαίνει να ζητήσει το χέρι της κοπέλας, επιθυμώντας έτσι να τον βοηθήσει να ανελιχθεί κοινωνικά και οικονομικά, λέγοντας μάλιστα πως ο γιος της πήγε στην Γερμανία και έκανε περιουσία, αναφερόμενη ως περιουσία σε ένα ραδιόφωνο που έφερε μαζί του από τα ξένα. Στο σπίτι του γαιοκτήμονα, όμως, αντιμετωπίζει το απόλυτο όνειδος και εκδιώκεται σαν το σκυλί, επειδή είναι και φτωχή και πολύ «γελασμένη». Παράλληλα, ο Θάνος κατηγορείται ότι έκλεψε τα πρόβατα του αφεντικού του και στιγματίζεται και ως κλέφτης και εγκληματίας. Ολοκληρώνοντας τον φαύλο κύκλο της ντροπής, ο Θάνος ανήμερα της Ανάστασης, «κλέβεται» με την κοπέλα και καταλήγουν στην άναρχη κοινωνία του βουνού, όπου κανείς δεν μπορεί να τους θέσει πλέον ταμπέλες και φραγμούς. Μπορούν, όμως, άραγε εν ζωή να απελευθερωθούν από τα δεσμά της ελληνικής κοινωνίας; Ή μήπως μόνο ο θάνατος μπορεί να «πλύνει» τη ρετσινιά της κοινωνικής ταπείνωσης;

Η εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα από τους αναχρονιστικούς θεσμούς, τις προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα, παρουσιάζεται ολοζώντανη στους «βοσκούς». Μια Ελλάδα που βρίθει από αναλφαβητισμό, ματαιοδοξία και μια κοινωνική ιεραρχία καστών που μάταια προσπαθεί να φτάσει την ευρωπαϊκή μπουρζουαζία. Έντονο το θρησκευτικό στοιχείο, με μια πραγματικά εξαιρετική σκηνή Ανάστασης, που δύσκολα πιστεύει κανείς πως γυρίστηκε στην Ελλάδα το 1967, φανερώνουν τη βαθιά ριζωμένη νοοτροπία του «καλού χριστιανού» που μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετατρέπεται σε αδηφάγο όχλο, έτοιμο να σε κατασπαράξει.

Ο Θάνος, ως ένας αναλφάβητος βοσκός, αντιμετωπίζεται σαν παρίας, σαν ένα ανάξιο σκουπίδι από τους συγχωριανούς του, επειδή δεν έτυχε να γεννηθεί σε άλλη οικογένεια, να έχει ένα όνομα στην κοινωνία και που ποτέ δε θα μπορέσει να αποκτήσει. Όταν λέμε «κοινωνία», αναφερόμαστε φυσικά στους λίγους άντρες που συχνάζουν στο καφενείο της πλατείας και που θεωρούνται «σοφοί» μιας και μπορούν να διαβάζουν εφημερίδες, γνωρίζοντας 2 στοιχειώδεις γραμματικούς κανόνες. Στο καφενείο φυσικά δεν λείπουν οι διαμάχες μεταξύ αριστερών – δεξιών. Αντίθετα, οι βοσκοί, οι άνθρωποι που σύμφωνα με τις τότε κοινωνικές αντιλήψεις κατέληξαν να βόσκουν ζώα, επειδή δεν είχαν κανένα άλλο ταλέντο και όχι επειδή η κοινωνία τους καταδίκασε από τη γέννησή τους, μένουν ξέχωρα από το υπόλοιπο χωριό, σε καλύβες. Άραγε πώς μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για τη φτώχεια του, όταν το μόνο που κάνεις είναι να τον ταπεινώνεις;

Πηγή Εικόνας: screeneye.gr

Παρουσιάζεται, λοιπόν, μια εποχή στασιμότητας και μεγάλης πείνας, μια σχέση αφέντη-δούλου, που ιστορικά αναπαριστά τη δουλοπρέπεια και την υποταγή ενός ολόκληρου λαού και δημιουργεί σκηνοθετικά μια λαμπρή αναλογία. Παράλληλα, ως προς τη θέση των γυναικών στην τότε ελληνική κοινωνία παρατηρείται ότι, ενώ στο τέλος η Δέσποινα φαίνεται να χειραφετείται, καταφεύγοντας στο βουνό, είναι δύσκολο να διαμορφώσει τη δική της βούληση και πάντα ακολουθεί έναν άντρα, έναν πατέρα, έναν αδερφό. Στο τέλος στιγματίζεται ως «γυναίκα ελαφρών ηθών», ως ξεδιάντροπη, παρ’ όλο που μπορεί να σύρθηκε δια της βίας στο βουνό. Παρά ταύτα γίνονται αναφορές στην ταινία σχετικά με τη γυναικεία χειραφέτηση και, ιδίως, λέγονται επίμαχες προτάσεις για την αποκρυστάλλωση των συντηρητικών καταλοίπων του θεσμού της προίκας που αντικειμενοποιεί τις γυναίκες, εξομοιώνοντάς τες με ανταλλακτικά προϊόντα.

Παραμένοντας επίκαιροι, Οι βοσκοί του Νίκου Παπατάκη αφηγούνται την ιστορία μιας αχόρταγης κοινωνίας, που ταπεινώνει, τιμωρεί και σκοτώνει τους καλούς. Αντίστοιχα, ανταμείβει την κακία, την ψευτιά και την κοροϊδία. Μια κοινωνία που σίγουρα είναι δύσκολο να «πνίξεις». Συνέβη, όμως, έστω και κινηματογραφικά.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Οι βοσκοί, cinephilia.gr, διαθέσιμο εδώ.
  • Νίκος Παπατάκης, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ειρήνη - Μαρία Εξάρχου
Ειρήνη - Μαρία Εξάρχου
Γεννήθηκε τον Ιούνιο του 2001 στην Αθήνα. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή Αθηνών και ενδιαφέρεται κυρίως για ζητήματα διεθνούς δικαίου και προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη φωτογραφία και είναι σινεφίλ. Γνωρίζει αγγλικά, ισπανικά και (λίγα) γαλλικά. Εάν ήταν εφικτό θα ταξίδευε συνεχώς.