19.1 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΑπό τη νίκη του Ταμερλάνου, στην οριστική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1402-1453)

Από τη νίκη του Ταμερλάνου, στην οριστική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1402-1453)


Του Λάμπρου Κουρή,

Αυτό είναι το τελευταίο μέρος μιας σειράς άρθρων για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και θα φτάσουμε, εννοείται, στην ήττα των Βυζαντινών από τους Οθωμανούς. Ξεκινάμε, λοιπόν.

Μετά την ήττα των Οθωμανών από τον Ταμερλάνο στην Άγκυρα, το 1402, άρχισε εμφύλιος μεταξύ των Οθωμανών πριγκίπων για το θρόνο, στον οποίο ενεπλάκησαν και οι Βυζαντινοί, με την υποστήριξη προς τον Μωάμεθ Α’ (1413-1421). Αυτή η κίνηση αποδείχθηκε λανθασμένη, αφού, ενώ κατά τη βασιλεία του, το Βυζάντιο και οι Οθωμανοί είχαν καλές σχέσεις, με την ανάρρηση του Μουράτ Β’ (1421-1451), οι σχέσεις των δυο κρατών χειροτέρεψαν ξανά. Με τις καλές σχέσεις Βυζαντίου και Οθωμανών, ο Μανουήλ Β΄ είχε χρόνο να ασχοληθεί με την Πελοπόννησο, χτίζοντας το Εξαμίλιο, οχυρώνοντας έτσι τον Ισθμό. Τα μεγάλα έξοδα οδήγησαν σε έκτακτους φόρους και σε στάση των ντόπιων, η οποία καταπνίγηκε στο αίμα, το 1415 στην Καλαμάτα. Εφτά χρόνια μετά, το 1422, ο νέος Σουλτάνος άρχισε ξανά τις επιθέσεις στο Βυζάντιο και πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη.

Η δεύτερη πολιορκία κράτησε μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του 1422, αλλά οι Οθωμανοί ηττήθηκαν. Κατά αυτή την περίοδο, οι σχέσεις Βυζαντίου και Δύσης δεν είχαν πάψει. Οι Δυτικοί υπόσχονταν βοήθεια, αλλά με την απαίτηση υποταγής της Ορθόδοξης στην Καθολική Εκκλησία. Μετά από πολλές διαφωνίες, οι Βυζαντινοί διατύπωσαν την άποψη ότι έπρεπε να γίνει μια Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη. Με τους όρους που έθεταν, όμως, οι Βυζαντινοί, όπως Σύνοδο μετά από καλυτέρευση των συνθηκών και κάλυψη των εξόδων αποστολής παπικών απεσταλμένων από την Καθολική Εκκλησία, οι Δυτικοί επέλεξαν να ασχοληθούν με τα δικά τους προβλήματα.

Εικόνα του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Η πολιορκία της Θεσσαλονίκης συνεχιζόταν και οι κάτοικοι της πόλης, μην θέλοντας να υποκύψουν στους Οθωμανούς, ζήτησαν βοήθεια από τους Βενετούς. Οι τρίτοι υποσχέθηκαν ότι θα σεβαστούν τους ντόπιους και ανέλαβαν την άμυνα της Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του 1423. Εδώ, εμφανίζεται ο συναυτοκράτορας Ιωάννης Η’. Ο Ιωάννης έκρινε ότι ήταν σωστό να πάει για αναζήτηση βοήθειας στην Ουγγαρία. Πριν φτάσει στην Ουγγαρία, πήγε πρώτα στις ιταλικές πόλεις, ξεκινώντας το Νοέμβριο του 1423 και στις 15 Δεκεμβρίου έφτασε στη Βενετία. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η υπόσχεση εύρεσης συμμάχων από τους Βυζαντινούς. Τον Ιανουάριο του 1424, ο Ιωάννης έφυγε για το Μιλάνο και άλλες ιταλικές πόλεις του βορά, χωρίς κανένα αποτέλεσμα και έφυγε για την Ουγγαρία. Η υπόσχεση υποταγής της Ορθόδοξης στην Καθολική Εκκλησία και η οργάνωση Σταυροφορίας έμειναν, πάλι, στα λόγια. Ο Ιωάννης επέστρεψε στην πρωτεύουσα την 1η Νοεμβρίου 1424, χωρίς καμία ουσιαστική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Λίγους μήνες πριν, στις 22 Φεβρουαρίου, το Βυζάντιο έγινε πάλι υποτελές κράτος στους Οθωμανούς. Ο Μανουήλ παραιτήθηκε το 1425, ήδη προσβεβλημένος από εγκεφαλικό από το 1422, λόγω σωματικής και πνευματικής κούρασης. Αποφάσισε να γίνει μοναχός, με το όνομα Ματθαίος, από τον Ιούλιο του 1425. Διάδοχός του ήταν ο Ιωάννης Η’ (1425-1448).

Τα Βαλκάνια το 1410 κατά τη διάρκεια του Οθωμανικού εμφυλίου. Πηγή εικόνας: twitter.com

Κατά τη βασιλεία του Ιωάννη Η’, η αυτοκρατορία είχε περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της και δεν τα πήγαινε καλά ούτε στα οικονομικά, αφού ήταν αδύναμη να κόψει νόμισμα. Μόνο στον Μυστρά τα πράγματα πήγαιναν καλά, αφού ο κόμης Κεφαλονιάς και Ηπείρου, Κάρολος Τόκκος, ηττήθηκε από τους Βυζαντινούς σε ναυμαχία, το 1427 και ένα χρόνο μετά έπρεπε να παντρέψει την ανιψιά του με τον μελλοντικό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το 1430, ο Κωνσταντίνος, τότε δεσπότης του Μυστρά, μπόρεσε να καταλάβει την Πάτρα. Το 1430, σχεδόν όλη η Πελοπόννησος ανήκε στους Βυζαντινούς. Τον ίδιο, όμως, χρόνο που οι Βυζαντινοί έπαιρναν πόλεις στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, παραδόθηκαν τα Γιάννενα, χωρίς μάχη. Το 1432, ο δεσπότης Κωνσταντίνος κατέλυσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας.

Όσον αφορά την εξωτερική βοήθεια, ο Ιωάννης θέλησε να τη ζητήσει από τον Πάπα και οι δύο δυνάμεις που πίστευαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για επίθεση κατά των Τούρκων, ήταν η Βενετία και η Ουγγαρία. Στη Βασιλεία, εκείνη την περίοδο, είχε συγκληθεί Σύνοδος, γιατί πολλοί λατίνοι, μέλη της δυτικής εκκλησίας, πίστευαν ότι το δικαίωμα των πιο σημαντικών αποφάσεων παίρνονταν από μια Σύνοδο και όχι από τον Πάπα. Ο Ιωάννης ήθελε να ζητήσει βοήθεια από τον Πάπα Μαρτίνο Ε’ και τον διάδοχό του, τον Ευγένιο Δ’ και από τους εκκλησιαστικούς της Βασιλείας. Το 1433, ο Ιωάννης έστειλε αντιπροσώπους και στα δυο μέρη. Έτσι, θα λυνόταν και το ζήτημα των δυο Εκκλησιών.

Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν τρία χρόνια. Υπήρξε διχογνωμία των αντιλατίνων και ο Ιωάννης δέχτηκε να στείλει αντιπροσωπία στη Φερράρα, στην οποία πόλη θα γινόταν Σύνοδος, συγκεκλημένη από τον Πάπα. Σε αυτή, συμμετείχαν 700 αντιπρόσωποι ανατολικών εκκλησιών, μεταξύ των οποίων ήταν 30 Βυζαντινοί Επίσκοποι και άλλοι λαϊκοί. Στις 9 Απριλίου 1438, άρχισε η Σύνοδος στη Φερράρα, για όλο το 1438, αλλά έπρεπε να συνεχιστεί στη Φλωρεντία, αφού στην πρώτη πόλη εμφανίστηκε επιδημία. Μετά από μακρές συζητήσεις, υπεγράφη η ένωση των Εκκλησιών και τα σχετικά έγγραφα διαβάστηκαν στα λατινικά και τα ελληνικά, από τον καρδινάλιο Cesarini και τον αρχιεπίσκοπο Βησσαρίωνα, αντίστοιχα. Έτσι, άρχισαν οι συζητήσεις για Σταυροφορία κατά των Τούρκων. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν μέχρι το καλοκαίρι του 1443 και στο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν οι Σέρβοι, οι Ούγγροι, ο Πάπας, ο ηγεμόνας της Βλαχίας, οι Βενετοί και ο δούκας της Βουργουνδίας. Η Σταυροφορία άρχισε τον Ιούλιο του 1443, με περίπου 25.000 στρατιώτες, υπό την αρχηγία του βασιλιά Λαδισλάβου Γ’, του Σέρβου Γεώργιου Μπράνκοβιτς και του Ούγγρου άρχοντα Ιωάννη Ουννιάδη. Μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους, οι Σταυροφόροι είχαν πάρει την σερβική πόλη Νις και τη Σόφια.

Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τον Ιούνιο του 1444. Τότε υπεγράφη ανακωχή για δέκα έτη με τον Σουλτάνο Μουράτ Β’. Ήταν μια επιτυχία του Σουλτάνου, ο οποίος ήλπιζε να μειώσει την πολεμική μανία των δυτικών, κάτι το οποίο οι δυτικοί κατάλαβαν. Ο Λαδισλάβος απαλλάχτηκε από τον όρκο του, από τον Cesarini και ο Μπράνκοβιτς αντικαταστάθηκε από τον ηγεμόνα της Βλαχίας. Οι Σταυροφόροι κινήθηκαν μεταξύ των πόλεων Νις και Βάρνας και ηττήθηκαν το Νοέμβριο του 1444 στην δεύτερη πόλη, από σχεδόν τριπλάσιους Οθωμανούς. Έτσι τελείωσε η τελευταία προσπάθεια των βυζαντινών για αντιμετώπιση των Οθωμανών μέσω Σταυροφορίας.

Η πορεία της Σταυροφορίας της Βάρνας (1443-1444). Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Μετά τη νίκη στη Βάρνα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να επιτεθούν στην Πελοπόννησο του δεσπότη Κωνσταντίνου, ο οποίος αποφάσισε να υποχωρήσει στο Εξαμίλιο και να αντιμετωπίσει εκεί τους Οθωμανούς. Νικητές ήταν οι δεύτεροι και όρμησαν στην Πελοπόννησο. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να γίνει φόρου υποτελής στον Μουράτ, το 1446. Δυο χρόνια μετά, το 1448, ο Ιωάννης πεθαίνει και αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε μάταια να ζητήσει βοήθεια από τη Δύση και, επίσης, δεν μπορούσε να εφαρμόσει τις αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Το 1451, τον Μουράτ διαδέχτηκε ο γιός του, ο Μωάμεθ Β’, ο οποίος φρόντισε να απομονώσει τους Βυζαντινούς. Στις αρχές του Απριλίου του 1453, άρχισε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κράτησε μέχρι τις 29 Μαΐου, με αποτέλεσμα την ήττα των Βυζαντινών. Η λιγοστή βοήθεια από τη Δύση, με αρχηγό τον Τζουστινιάνι, δεν ήταν αρκετή. Ο Μωάμεθ Β’, μετά από αυτή τη νίκη, έμεινε γνωστός ως ο Πορθητής. Μετά από την Κωνσταντινούπολη, ακολούθησε η Αθήνα, το 1456, το 1460 ο Μυστράς, το 1461 η Τραπεζούντα.

Μετά την Άλωση, εμφανίστηκε ο μύθος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και η πεποίθηση ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θα ανασυσταθεί. Αυτή η πεποίθηση επηρέασε και την πολιτική του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, από την ίδρυσή του, μέχρι το 1922, γνωστή και ως Μεγάλη Ιδέα, την οποία εξέφρασε ο αρχηγός του Γαλλικού κόμματος, Ιωάννης Κωλέττης και ακολουθήθηκε από τις επόμενες κυβερνήσεις.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ιωάννης Καραγιαννόπουλος (2001), Το Βυζαντινό Κράτος, Αθήνα: εκδ. Βάνιας
  • Φώτης Κόντογλου (2004), Το πάρσιμο της Πόλης, Αθήνα: εκδ. Ακρίτας

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Λάμπρος Κουρής
Λάμπρος Κουρής
Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2002 και του αρέσει να διαβάζει ιστορικά θέματα. Στον ελεύθερο χρόνο του βγαίνει με φίλους ή διαβάζει βιβλία και κόμικς.