18.7 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός“You, the living” (2007): Τί σημαίνει πραγματικά να είσαι άνθρωπος;

“You, the living” (2007): Τί σημαίνει πραγματικά να είσαι άνθρωπος;


Της Ιωάννας Λογάρου,

O Σουηδός σκηνοθέτης-σεναριογράφος Roy Andersson ξεκίνησε το 2000 μία τριλογία που ονομαζόταν “Trilogy of Living”. Η τριλογία αυτή πραγματεύεται ερωτήματα όσον αφορά την ανθρώπινη φύση και το νόημα της ζωής. Επηρεασμένος από το υπαρξιακό αίσθημα που απέπνεαν οι ταινίες του Bergman, ειδικότερα το “The seventh seal”, ο Σουηδός σκηνοθέτης μελετά, στις περισσότερες ταινίες του, το ζήτημα του θανάτου, καθώς και τον επίγειο θάνατο που καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή μαζί του. Τόσο τοSongs from the Second Floorόσο και το “You, the living” προβλήθηκαν στις Κάννες, όπου το πρώτο κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής και το A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence(2014) πήρε το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.

Το ιδιαίτερο ύφος των τριών αυτών ταινιών φέρνει τον θεατή σε μία θέση παρατηρητή, παρόλο που η ταινία είναι φτιαγμένη για να αντιπροσωπεύει τον καθένα μας. Οι καθημερινές συνήθειες συνδυάζονται με το παράλογο, ενώ η καθημερινή απόγνωση και ανησυχία του σύγχρονου ανθρώπου συμβαδίζει με τη μαύρη κωμωδία. Η ταινία που θα αναλυθεί στη συνέχεια είναι η “You, the living” και απαρτίζεται από μικρές σκηνές, οι οποίες περιλαμβάνουν χαρακτήρες που επανεμφανίζονται αργότερα. Καθηλωμένος σε μία συγκεκριμένη κινηματογραφική τεχνική, ο Roy Andersson επιλέγει μακρινά πλάνα για όλες τις σκηνές, με τους χαρακτήρες αποστασιοποιημένους και συχνά απευθυνόμενους στην κάμερα. Αυτή η απόσταση βοηθά στο να αποκτήσει ο θεατής την αντίληψη του βάθους. Ο Andersson επηρεασμένος από την ιδέα του Charlie Chaplin πως η κωμωδία είναι τραγωδία σε μακρινό πλάνο, επιλέγει οι σκηνές να είναι τραβηγμένες από μακριά, ενισχύοντας τον παραλογισμό όλων αυτών των καταστάσεων. Τα σκηνικά είναι «μουντά» και τα περισσότερα διαδραματίζονται σε εσωτερικούς χώρους, ενώ τα πρόσωπα των ηρώων, που είναι βαμμένα λευκά, μοιάζουν με νεκρές φιγούρες.

Πηγή εικόνας: thecinemaarchives.com

Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, διακωμωδώντας αιχμηρά τους κανόνες, τις προσδοκίες και τους θεσμούς της κοινωνίας, οι τρεις αυτές ταινίες εξετάζουν καταστάσεις συγκαταβατικότητας, συγκρούσεων καθώς και τη διαχρονική επιρροή της ιστορίας, με αρκετά εμφανή την κληρονομιά του φασισμού και του ναζισμού. Ειδικότερα, ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε εκφράσει την οδύνη που αισθάνονταν στη σκέψη ότι έζησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την εποχή της απόλυτης σκληρότητας. Ως μέλος της ανθρώπινης φυλής, λοιπόν, ο Andersson ένιωθε ενοχές. Επηρεασμένος, όπως αναφέρει, από τον Αυστριακό φιλόσοφο Martin Mordechai Buber που πίστευε ότι διαπράττοντας κάτι καλό μπορείς να απαλλαχτείς από τις ενοχές, έτσι και ο Andersson υιοθέτησε τη νοοτροπία του να πράττει με καλοσύνη. Ό,τι γίνεται… γίνεται, οπότε δεν μπορεί να διορθωθεί το έγκλημα που διαπράχθηκε. Αντ’ αυτού, μπορείς να είσαι καλός σε άλλη στιγμή και σε άλλο τόπο.

Αναφορικά με την ιδέα του Andersson περί της κληρονομιάς του ναζισμού, παρατηρούμε την ιστορία ενός ξυλουργού, που κατά τη διάρκεια ενός μποτιλιαρίσματος εξιστορεί ένα όνειρό του. Πιο συγκεκριμένα, αφηγείται μία στιγμή στην οποία βρισκόταν σε ένα οικογενειακό τραπέζι και έσυρε προς το πάτωμα το τραπεζομάντηλο με ό,τι είχε επάνω. Αποκαλύπτοντας την επιφάνεια του τραπεζιού βλέπουμε το σύμβολο «σβάστικας», κάτι που αναδεικνύει την κρυφά ναζιστική ιδεολογία αριστοκρατικών οικογενειών. Στη συνέχεια, ο ξυλουργός καταδικάζεται σε θάνατο από δικαστές που κατά τη διάρκεια της δίκης πίνουν μπύρα, καυτηριάζοντας τη σοβαρότητα και τη διαύγεια που οφείλει να διέπει τους ασκούντες αυτού του επαγγέλματος. Τέλος, όσο ο ξυλουργός κατευθύνεται προς την ηλεκτρική καρέκλα, υπάρχουν θεατές που με αδημονία περιμένουν να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Το σκηνικό αυτό απεικονίζει την απανθρωπιά που χαρακτηρίζει τη ανθρώπινη κοινωνία καθώς και την έλλειψη συμπόνιας ανάμεσά μας, μιας και ο καθένας βιώνει το δικό του δράμα, αδιαφορώντας και διακωμωδώντας τα προβλήματα των υπολοίπων.

Σε μία άλλη σκηνή παρατηρούμε μια δασκάλα να κλαίει στον διάδρομο ενός σχολείου, επειδή ο άντρας της την προσέβαλε. Αργότερα, βλέπουμε πως ο άντρας της εξιστορεί και αυτός με τη σειρά του το συμβάν με τη γυναίκα του, στους συνεργάτες του. Η σκηνή αυτή μας υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι πληγωνόμαστε και θυμώνουμε με τα κοντινά μας άτομα, όμως, παρόλα αυτά, προτιμάμε να μοιραστούμε τα προβλήματά μας με αγνώστους αντί να συζητήσουμε ό,τι μας απασχολεί.

Πηγή εικόνας: pinterest.com

Κοινό συστατικό πολλών ιστοριών της ταινίας είναι το αίσθημα της μοναξιάς. Μια γυναίκα απομακρύνει διαρκώς τον σύντροφο της, υποστηρίζοντας ότι δεν την καταλαβαίνει, μια φράση που επαναλαμβάνει στην πλειοψηφία των συζητήσεών τους. Αυτή η κραυγή μοναξιάς επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται από άλλους χαρακτήρες σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, συμπεριλαμβανομένου ενός άνδρα που φέρνει λουλούδια στην ίδια γυναίκα, μόνο και μόνο για να απορριφθεί. Μία, επίσης, μοναχική γυναίκα ερωτεύεται έναν κιθαρίστα, ο οποίος της δίνει λάθος διεύθυνση. Εκείνη, όμως, αφηγείται στα άτομα του μπαρ που συχνάζει ένα όνειρό της. Σύμφωνα με αυτό, παντρεύεται τον κιθαρίστα και όλοι οι κάτοικοι της πόλης τη θαυμάζουν και την αγαπούν. Παρόλο που όλα αυτά τα άτομα περιβάλλονται από πολλούς ανθρώπους, καταβάλλονται από αισθήματα μοναξιάς και απόγνωσης, μιας και η σύγχρονη κοινωνία απαρτίζεται από ανθρώπους που αρνούνται να επικοινωνήσουν ουσιαστικά και να δεθούν ολοκληρωτικά, καθώς ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών τους. Σαφή επιβεβαίωση της παραπάνω θεωρίας φανερώνει μία άλλη σκηνή, που δύο άτομα συνευρίσκονται ερωτικά και κατά τη διάρκεια της πράξης αυτής, ο άντρας παραπονιέται για το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, στο οποίο εντάχθηκε, δείχνοντας πλήρη αδιαφορία για τη σύνδεση που απαιτεί μία ερωτική πράξη.

Σε μία ακόμα, πολύ ενδιαφέρουσα, σκηνή ένας ψυχίατρος απευθύνεται στην κάμερα και εκφράζει τα παράπονά του για τους ασθενείς του, τους οποίους θεωρεί εγωιστές και κακούς. Μετά από είκοσι-επτά χρόνια δουλειάς, ο ψυχίατρος έχει εξαντληθεί και δεν αντέχει πια να δίνει συμβουλές στους αχάριστους ασθενείς του. Αντ’ αυτού, συνταγογραφεί πλέον μόνο χάπια, καθώς υποστηρίζει πως όσο πιο δυνατά τα χάπια, τόσο το καλύτερο! Ο ψυχίατρος επισημαίνει ότι οι περισσότεροι από τους ασθενείς του είναι εγωκεντρικοί και μη γενναιόδωροι, ενώ παράλληλα απαιτούν να είναι ευτυχισμένοι. Αυτή φαίνεται να είναι η κατάσταση του κόσμου στις ταινίες του Andersson, και πιθανόν έτσι βλέπει την κατάσταση του πραγματικού μας κόσμου. Για αυτό, σε μία άλλη σκηνή βλέπουμε μία γυναίκα που ενώ, είναι γονατιστή, προσεύχεται να συγχωρεθούν οι άπληστοι, οι ψεύτες, οι δολοφόνοι και πολλοί άλλοι που αναφέρονται στον μακροσκελή μονόλογο της γυναίκας. Το αίσθημα της δυσφορίας που προκαλείται, όσο ακούμε όλα αυτά τα προβλήματα, τονίζει για ακόμη μια φορά τις δυσκολίες του να είσαι άνθρωπος: Μπορεί να αντιμετωπίζεις προβλήματα σε όλη σου τη ζωή, αλλά έχεις το δικαίωμα να μάθεις πώς να ζεις. Μπορείς, λοιπόν, να ζεις με σεβασμό και συμπόνοια για τον πόνο του διπλανού.

Στο πλαίσιο της ελπίδας, ο Andersson έχει δημιουργήσει ένα ακόμα σκηνικό με επίκεντρο ένα μπαρ. Σε αυτό το μπαρ, βλέπουμε το τελευταίο ποτό της ημέρας να σερβίρεται, όσο οι πελάτες τρέχουν να προλάβουν λίγα λεπτά εξυπηρέτησης ακόμη. Κάτι τέτοιο συμβαίνει διότι, το αύριο θα είναι διαφορετικό από το σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι το αύριο παραμένει εξίσου κενό και λυπητερό με το σήμερα, επιβεβαιώνοντας μία ιδέα του Andersson «οι ζωντανοί υπνοβατούμε στην ύπαρξή μας σαν ζόμπι, μετακινούμενοι μέσα σε μια κοιλάδα ομίχλης πριν τελικά φτάσουμε στη λήθη της λήθης. Αυτό το λέτε ζωή;».

Πηγή εικόνας: youtube.com

Από την άλλη, ο Andersson δεν ταυτίζεται μόνο με την καταθλιπτική πλευρά της ζωής, επομένως μία άλλη εκδοχή της σκηνής είναι ότι το τελευταίο ποτό της ημέρας μπορεί να είναι ένα μέσο διαφυγής και παρηγοριάς, όμως μας υπενθυμίζει ότι την επόμενη μέρα μπορούμε να προσπαθήσουμε ξανά.

Συνολικά, το κομμάτι της ματαιοδοξίας που χαρακτηρίζει το “You, the living” παρουσιάζει κοινά με τις θεωρίες του Schopenhauer. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο του «Ο κόσμος ως θέληση και αναπαράσταση» η θέληση για ένα ζωντανό πλάσμα περιγράφεται ως μία αέναη εσωτερική διχόνοια, κάτι που προκύπτει από την ανώφελη προσπάθεια του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για σωματικές απολαύσεις κ.ο.κ. Η επιθυμία αυτή για τον Schopenhauer θεωρείται πόνος όπως και όλη η ζωή. Απεικονίζει τη φύση των ανθρώπινων όντων ως πεπερασμένη και πάντα στο δρόμο προς τον θάνατο, όπως και ο Andersson επιλέγει οι ήρωες να είναι βαμμένοι, έτσι ώστε να μοιάζουν με ζωντανούς νεκρούς. Υποστηρίζει ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι άπειροι, σε σύγκριση με τους οποίους το ανθρώπινο ον είναι ένα μικροσκοπικό, ασήμαντο πράγμα που καταλαμβάνει μόνο έναν μικρό χώρο με περιορισμένο χρόνο.

Πηγή εικόνας: filmtv.it

Ο Schopenhauer συνιστά ως αντιμετώπιση τον ασκητισμό για να αποφύγουμε την συνεχή ταλαιπωρία της ανθρώπινης κατάστασης. Με τον ασκητισμό προσπαθεί κανείς να διακόψει τον ατέρμονο κύκλο της θέλησης με την παραίτηση και την άρνηση της βούλησης για ζωή. Ο Schopenhauer φαίνεται να παραδέχεται ότι είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς από τον μηδενισμό –ακόμη και με την πιο αυστηρή ασκητική πειθαρχία– και ότι στο τέλος τα πάντα πεθαίνουν και εξαφανίζονται.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • “You, the living”, wikipedia.org, Διαθέσιμο εδώ.
  • “On the sufferings of the world”, atlasofplaces.com, Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Λογάρου
Ιωάννα Λογάρου
Γεννήθηκε το 2003 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει Μοριακή Βιολογία και Γενετική στο Δ.Π.Θ. Μελλοντικά θα ήθελε να ασχοληθεί με την Κλινική Εμβρυολογία. Της αρέσουν τα βιβλία Φιλοσοφίας και ταινίες, καθώς αποτελούν έμπνευση για ό,τι γράφει. Αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Friedrich Nietzsche, ενώ σκηνοθέτης ο Charlie Kaufman.