20.2 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ κατά τόπον αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων

Η κατά τόπον αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων [Μέρος Β΄]


Της Καρολίνας Σόμπτσυκ,

Σε άρθρο που προηγήθηκε, έγινε εισαγωγή ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, συνοπτική ανάλυση της συστημικής διάκρισης των δωσιδικιών σε ειδικές ή γενικές και σε αποκλειστικές ή συντρέχουσες, καθώς και παρουσίαση των γενικών δωσιδικιών που εισάγει ο ΚΠολΔ.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΕΣ ΔΩΣΙΔΙΚΙΕΣ

Συνεχίζοντας με τις ειδικές δωσιδικίες, λέμε ότι αυτές θέτουν ένα δικαστήριο ως κατά τόπον αρμόδιο ως προς την εκδίκαση ορισμένου είδους διαφορών. Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι βασικές αποκλειστικές ειδικές εισάγονται στα άρθρα 29, 30, 27, 28 ΚΠολΔ. Καταρχάς, όταν η διαφορά μας αφορά εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, νομή και οιονεί νομή, διανομή κοινού πράγματος, κλπ, τότε πάμε κατευθείαν στο άρ. 29. Στο δικαστήριο του τόπου του ακινήτου υπάγονται οι διαφορές από τις παραπάνω εμπράγματες σχέσεις που αφορούν το τελευταίο, καθώς και από μία ενοχική: από τη μίσθωση του ακινήτου (πχ διαφορά από κακή χρήση του μισθίου μας δίνει ως αρμόδιο το δικαστήριο του ακινήτου & από το ύψος του μισθώματος θα πάω -λογικά- στο Ειρηνοδικείο). Η διαφορά από αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση έχει ως νομική βάση σχέση δημοσίου δικαίου, όμως είναι ιδιωτικής φύσης διαφορά, οπότε κατ’ εξαίρεση εισάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Μικρή πρακτική σημασία έχει η παρ. 2, που αναφέρεται σε ακίνητα που ανήκουν σε περισσότερες περιφέρειες, άρα είναι τεραστίων διαστάσεων.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: succo

Στο άρ. 30 οι κληρονομικές διαφορές χωρίζονται σε 2 κατηγορίες, ανάλογα με το χρόνο άσκησης της αγωγής (δημοφιλής διαχωρισμός στον ελληνικό ΚΠολΔ): στην παρ. 1 έχουμε τις διαφορές που πηγάζουν άμεσα από τους κανόνες κληρονομικού δικαίου, που δικάζονται στο δικαστήριο της περιφέρειας της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου. Ενώ στην παρ. 2 έχουμε δευτερεύουσας σημασίας κληρονομικές διαφορές, που θα δικαστούν ομοίως, εφόσον όμως ασκηθεί αγωγή επί αυτών εντός 2 ετών από το θάνατο του κληρονομουμένου (μετά τα 2 χρόνια, υπάγονται στην επόμενη εφαρμοστέα δωσιδικία, πχ στη δωσιδικία του ακινήτου, της δικαιοπραξίας, δικηγόρος δωσιδικεί στον τόπο άσκησης κλπ).

Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου επί εταιρικής διαφοράς ρυθμίζεται στο άρ. 27 (κρίσιμος τόπος, εκείνος της έδρας της εταιρίας), εφόσον η διαφορά είναι ενδοεταιρική, δηλαδή μεταξύ εταίρων ή εταίρων και εταιρίας -δεν υπάγονται εδώ οι διαφορές της εταιρίας με τρίτους- άρα δεν αρκεί να είναι απλώς η εταιρία ο ένας διάδικος, αλλά η δίκη πρέπει να αφορά τη λειτουργία της εταιρίας. Η παρ. 2 προσθέτει τις διαφορές από τη διανομή της εταιρικής περιουσίας (μετά τη λύση ή εκκαθάριση της εταιρίας), εφόσον κι αυτές αχθούν εντός 2 ετών από το πέρας της διανομής.

Τέλος, εάν προκύψει διαφορά από τη διαχείριση κατόπιν δικαστικής εντολής (πχ δικαστικού συμπαραστάτη, συνδίκου πτώχευσης, επιμελητή ενηλίκου, μεσεγγυούχου), αυτή κατά το άρ. 28 θα δικαστεί από το δικαστήριο που εξέδωσε την εντολή ή, εάν εκδόθηκε από άλλη αρχή, στο δικαστήριο του τόπου που βρίσκεται η εκδούσα αρχή -μετά τα 2 χρόνια υπάγεται στην αρμοδιότητα του επόμενου δικαστηρίου, με βάση τις διατάξεις του ΚΠολΔ περί αρμοδιότητας που διεκδικούν εφαρμογή. Τέτοιες διαφορές είναι του κυρίου των υποθέσεων κατά του διαχειριστή (αποζημίωση, λογοδοσία, απόκτηση κτηθέντων) και το αντίστροφο (δαπάνες).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: herbinisaac

ΕΙΔΙΚΕΣ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΔΩΣΙΔΙΚΙΕΣ

Τη ρύθμιση των ειδικών δωσιδικιών συμπληρώνει ο νόμος στα άρθρα 33, 35, 36, 39, 40, τα οποία αναφέρονται στις συντρέχουσες ειδικές και προβλέπουν τα εξής:

Η συνηθέστατη και με ευρύτατη εφαρμογή δωσιδικία της δικαιοπραξίας του άρ. 33 αναφέρεται σε όλες τις εν ζωή δικαιοπραξίες, ανεξάρτητα από το είδος αυτών (εξαίρεση κάποιες οικογενειακού δικαίου, πχ γαμικές). Εδώ ενδιαφέρει η όλη έννομη σχέση που γεννά μια δικαιοπραξία και αντικείμενο της διαφοράς είναι η ύπαρξη, το κύρος της και τα δικαιώματα που απορρέουν από την πρώτη. Μπορεί να είναι ενοχικού, εμπράγματου, κληρονομικού, εμπορικού κλπ δικαίου-άρα όσα άρθρα ήδη είδαμε και αναφέρουν περιοριστικά τις δικαιοπραξίες όπου εφαρμόζεται μια αποκλειστική δωσιδικία (πχ 27, 29, 30), συμπληρώνονται ως προς τη ρύθμιση της αρμοδιότητας για τις υπόλοιπες δικαιοπραξίες του εκάστοτε κεφαλαίου. Πχ εάν έχω δικαιοπραξία σχετική με ένα ακίνητο, ή τις δικαιοπραξίες του 29 θα έχω ή κάποια άλλη, που «ανήκει» στο 33.

Έχουμε, λοιπόν, εν προκειμένω 2 συνδέσμους, δηλαδή τόπους που θεμελιώνουν δυνητική αρμοδιότητα για ορισμένο είδος διαφορών: 1. Ο τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας, 2. ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής. Πρόκειται για ιδιαιτερότητα του ελληνικού δικονομικού δικαίου σε σχέση με το διεθνές ή άλλα εθνικά δίκαια, η σύνδεση με τον τόπο κατάρτισης ως 2ο σύνδεσμο. Προτεραιότητα δίνεται στη βούληση των μερών, δηλαδή κοιτάμε πρώτα τι έχει συμφωνηθεί. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ή εν αμφιβολία, με αναγωγή στο ουσιαστικό δίκαιο λύνουμε το πραγματικό ζήτημα του εντοπισμού των 2 τόπων: ο μεν τόπος εκπλήρωσης διαφέρει, ανάλογα με το εάν είναι άρσιμο ή κομίσιμο το χρέος (ΑΚ 320, 321, επ). Στο δε τόπο κατάρτισης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι από απόσταση καταρτιζόμενες συβάσεις: κατά τη θεωρία της λήψεως, κρίσιμος είναι ο χρόνος και κατ΄ επέκταση ο τόπος της αποδοχής της πρότασης για σύναψη της σύμβασης. Επίσης, οι διαφορές για αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό υπάγονται κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων του 33 -αν και εκ του νόμου και όχι συμβατική, η αξίωση για απόδοση του πλουτισμού συνδέεται στην πραγματικότητα με μια δικαιοπραξία, όμως αυτή απλώς είναι άκυρη! Ωστόσο, προϋποτίθεται ότι ως επικουρική νομική βάση θα αναφέρω στην αγωγή μου μια άκυρη δικαιοπραξία. Αν αναζητώ πλουτισμό ανεξάρτητον από προϋφιστάμενη άκυρη δικαιοπραξία, τότε άλλες διατάξεις περί αρμοδιότητας θα εφαρμοστούν, πχ η γενική του 22 κλπ.

Μια ενδιαφέρουσα ιστορικώς ρύθμιση είναι αυτή του άρ. 35 ΚΠολΔ. Η δωσιδικία της αδικοπραξίας μέχρι το 2011 δεν ήταν εναρμονισμένη με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά ήταν καταστρωμένη ως «του ποινικού αδικήματος», καθώς δεν αρκούσε η αξίωση να απορρέει από αδικοπραξία, αλλά απαιτούνταν η άδικη αυτή πράξη να είναι και ποινικό αδίκημα. Έτσι καταλήγαμε στο οξύμωρο σχήμα, να μένει αρρύθμιστη η πιο συχνά απαντώμενη διαφορά: η διαφορά από τροχαία ατυχήματα. Συγκεκριμένα, εάν το τροχαίο και η ζημία (φθορά ιδιοκτησίας) αποδιδόταν σε αμέλεια, τότε δεν υπήρχε έγκλημα και δε γεννιόταν αξίωση αποκατάστασης. Γι’ αυτό οι ζημιωθέντες κατέθεταν στην αγωγή ότι υφίσταντο μια οποιαδήποτε, ασήμαντη σωματική βλάβη (πχ γρατζουνιά στο πρόσωπο), η οποία στον ΠΚ τιμωρείται και από αμέλεια! Οπότε, ο ΚΠολΔ τροποποιήθηκε ως προς τα τροχαία ατυχήματα (40Α, καταργήθηκε) και το 2011 άλλαξε η διατύπωση σε βλάβη από «αδικοπραξία». Και εδώ, επιπλέον, εισάγονται 2 σύνδεσμοι-τόποι που μπορούν να εφαρμοστούν: ο τόπος του γεγονότος και ο τόπος όπου επέρχεται η πρώτη άμεση ζημία (Ν. Νίκας), ρυθμίσεις που εκφράζουν την επιείκεια του νομοθέτη προς τον βλαπτόμενο/ενάγοντα.

Στο άρ. 36 αρμόδιο είναι και το δικαστήριο του τόπου όπου έλαβαν χώρα οι πράξεις του διαχειριστή, όταν η διαχείριση προέρχεται όχι από δικαστική εντολή, αλλά από σύμβαση, από διαθήκη ή από το νόμο. Περιλαμβάνονται οι απαιτήσεις εκ της διαχείρισης διαχειριστή κατά κυρίου και το αντίστροφο, σα να διεξαγόταν με δικαστική εντολή, και επιπρόσθετα η αγωγή ακύρωσης της δικαιοπραξίας, στην οποία στηρίζεται η εξουσία του διαχειριστή.

Οι γαμικές διαφορές του άρ. 592 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι προσωπικού χαρακτήρα και μπορούν να δικαστούν κατά το άρ. 39 στον τόπο τελευταίας κοινής κατοικίας των συζύγων. Το άρ. 39Α διευκρινίζει ότι οι διαφορές από αξίωση διατροφής μπορούν να εκδικαστούν στον τόπο κατοικίας του δικαιούχου διατροφής, εκτός εάν συνεκδικάζονται με του άρ. 39, οπότε έλκεται αρμοδιότητα από το 39.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: QuinceCreative

Τέλος, στο άρ. 40, εισάγεται αφενός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας, αφετέρου ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας. Η εφαρμογή του άρθρου προϋποθέτει: να μην υπάρχει κατοικία του εναγομένου στην Ελλάδα, να είναι περιουσιακό το αντικείμενο της διαφοράς και να υπάρχει περιουσία του εναγομένου ή το επίδικο αντικείμενο στη χώρα. Θα πρέπει ακόμη να έχει το αντικείμενο αυτοτελή συναλλακτική αξία (πχ όχι οικογενειακά αντικείμενα) και να αποδεικνύουν συναλλακτική επαφή (πχ να μην έλαβαν χώρα χωρίς πταίσμα του ίδιου), ενώ το ύψος της αξίας είναι αδιάφορο ως προς την τοπική αρμοδιότητα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1η Έκδοση, 1986, Εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ
  • Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η Έκδοση, 2022, Εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Καρολίνα Σόμπτσυκ
Καρολίνα Σόμπτσυκ
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Χανιά. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επαγγελματικά έχει στραφεί στη Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων. Αγαπά πολύ να ταξιδεύει, να μαθαίνει καινούριες γλώσσες και να διαβάζει ο,τιδήποτε βρεθεί στα χέρια της. Πιστεύει ότι οι δημιουργικές δραστηριότητες είναι η πιο αξιόλογη μορφή ψυχαγωγίας και η σοφότερη επένδυση ελεύθερου χρόνου.