23 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ συγκρότηση του ελληνικού έθνους: Μια πολύπλοκη διαδικασία (Α΄ Μέρος)

Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους: Μια πολύπλοκη διαδικασία (Α΄ Μέρος)


Της Κωνσταντίνας Τζανουδάκη,

Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που κρίθηκε η Ελλάδα να αναλάβει μετά την ανεξαρτησία της, ήταν η συγκρότηση της εθνικής της ταυτότητας. Παρά την μικρή της έκταση, η Ελλάδα περιείχε στους κόλπους της ένα ανομοιογενές πληθυσμό που διέφερε γεωγραφικά, πολιτισμικά, ιστορικά, γλωσσικά, αλλά και ως προς ένα βαθμό θρησκευτικά. Βέβαια, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν χριστιανοί, ανήκαν δηλαδή στο μιλέτι των Ρωμιών και μιλούσαν ρωμαίικα, δηλαδή ελληνικά. Γνώριζαν όμως τον εαυτό τους μόνο στα πλαίσια της τοπικής τους ταυτότητας και με τα πρόσωπα με τα οποία συναναστρέφονταν. Σε καμία περίπτωση η ελληνική κουλτούρα δεν ήταν αφομοιωμένη εκ γενετής. Η μετατροπή των Ρωμιών σε Έλληνες υπηκόους, απαιτούσε χρόνο και ακολουθία διαδοχικών πρακτικών οι οποίες συνήθως διακόπτονταν από εμπόδια.

Πρωταρχικό στοιχείο το οποίο έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική ταυτότητα ήταν η θρησκεία. Ταυτόχρονα ήταν και το πιο δύσκολο. Οι υποκινητές της επανάστασης ήταν άτομα που είχαν έρθει σε επαφή με την δύση και διαπνέονταν από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν ένα εθνικό κοσμικό κράτος, στο οποίο η θρησκεία διαδραματίζει φθίνουσα ρόλο. Όμως η εξέγερση στηρίχθηκε στην μάζα των Ρωμιών. Άρα στηρίχθηκε κατά βάση στην αντίδραση των ορθοδόξων έναντι των μουσουλμάνων. Παρ’ όλα αυτά, ο οικουμενικός Πατριάρχης στην αρχή ήταν πολέμαρχος της επανάστασης και είχε αφορίσει τους πρωτεργάτες της. Μετά την επανάσταση, η ελληνική κυβέρνηση έμελλε να διευθετήσει το εκκλησιαστικό ζήτημα, αν η εκκλησία του ελληνικού έθνους θα υπάγονταν στο οικουμενικό πατριαρχείο με έδρα την Κωνσταντινούπολη ή θα ήταν αυτοκέφαλη με έδρα την Αθήνα. Η πρώτη περίπτωση δίνει έμφαση στη ρωμαίικη ταυτότητα και έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο. Η άλλη περίπτωση δίνει έμφαση στη ελληνική ταυτότητα και πηγάζει από την κλασική Αθήνα.

Ο Πατριάρχης Κων/πολης Γρηγόριος Ε’. Πηγή εικόνας: lagadasnews.gr

Η λύση δόθηκε με την ίδρυση της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης εκκλησίας του βασιλείου υπό την ηγεσία του Όθωνα στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου το 1833. Τη διοικούσε μια Ιερά Σύνοδος με προκαθήμενο τον Αρχιεπίσκοπο της Αθήνας. Ουσιαστικά το ελληνικό κράτος ενσωμάτωσε την ορθοδοξία στην ταυτότητά του, αποκόπτοντας την οικουμενική της διάσταση. Το ζήτημα οδήγησε σε προστριβές με το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Οριστική λύση δόθηκε περίπου το 1850, που οι δύο εκκλησίες συμφιλιώθηκαν μειώνοντας το χάσμα όχι μόνο ανάμεσα στις εκκλησίες, αλλά και στους πιστούς. Εκτός από τις διαφορές μεταξύ των ορθοδόξων, υπήρχαν και καθολικοί εντός του ελληνικού βασιλείου (η βασιλική οικογένεια του Όθωνα ήταν καθολική) με τους οποίους το κράτος έπρεπε να βρει εξίσου τις ισορροπίες του.

Η σύνδεση της θρησκείας ως βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, που έδωσε στο έθνος τον πνευματικό πυρήνα, τον οποίο χρειαζόταν, αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες του ελληνικού ρομαντικού εθνικισμού. Στα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα, έκανε στην Ευρώπη την εμφάνισή του ο ρομαντικός εθνικισμός, ο οποίος εξύψωνε το έθνος ως το υπέρτατο αγαθό και τον λαό ως το υπέρτατο πολιτικό σώμα. Πήρε όμως και μια ακραία μορφή εμποδίζοντας την πολιτισμική ενσωμάτωση διαφορετικών φυλών. Οι διαφορετικές φυλές θεωρήθηκαν βιολογικά διαφορετικές εθνικές οντότητες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της εποχής, σχηματίστηκε και το τρίπτυχο του ελληνικού ρομαντικού εθνικισμού. Το ένα στοιχείο ήταν η «ορθόδοξη ενότητα» κληρονομημένη από το Βυζάντιο, το άλλο η «ελληνική ενότητα», δίνοντας έμφαση στην πολιτισμική διάσταση των Ελλήνων, οι οποίοι ήταν οι συνεχιστές των αρχαίων προγόνων τους και το τελευταίο στοιχείο ήταν «ρωμαίικη ενότητα». Αυτή ήταν η πολιτική κληρονομιά που είχαν αποκτήσει οι Έλληνες οριοθετώντας τον ελληνικό χώρο που είχαν κληρονομήσει από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Πηγή εικόνας: anemourion.blogspot.com

Όλα λειτούργησαν προκειμένου να επιβεβαιωθεί η εθνική αλήθεια. Για αυτό και η ιστορική θεμελίωση ήταν επιτακτική. Έπρεπε ιστορικά να καταγραφεί τόσο η αρχαία Ελλάδα όσο και η Βυζαντινή αυτοκρατορία, ώστε η κοινή καταγωγή και όσα κληρονομήθηκαν από αυτές τις περιόδους να είναι αδιαμφισβήτητα. Μεγαλύτερη ήταν η ανάγκη ειδικά μετά το 1830. Τότε ένας Γερμανός φιλόλογος, ο Jacob Fallmerayer έκανε μια μελέτη, στην οποία υποστήριζε ότι οι Έλληνες δεν ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αλλά των Σλάβων. Αυτό αποτέλεσε εφαλτήριο λάκτισμα για ιστορικούς και γλωσσολόγους στην διάψευση όλων όσων είχαν ειπωθεί. Η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα έγινε μέσα από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και τη λαογραφία. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος το 1860, εξέδωσε την πεντάτομη Ιστορία του ελληνικού έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεωτέρων που συνέδεε άρρηκτα την κλασική, την βυζαντινή και την νεότερη περίοδο των Ελλήνων.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η ενσωμάτωση της θρησκείας, η φυλετικοποίηση του έθνους και η ιστορική θεμελίωση είναι τρεις βασικές διεργασίες συγκρότησης εθνικής συνείδησης του ελληνικού έθνους. Βέβαια δεν ήταν οι μοναδικές. Ακολούθησαν και άλλες πρακτικές που έπρεπε να γίνουν και θα αναφερθούμε σε αυτές στο επόμενο μέρος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Thomas W. Gallant (2017), Νεότερη Ελλάδα: Από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, μτφ. Γιάννα Σκαρβέλη, Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
  • Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τμ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Τζανουδάκη
Κωνσταντίνα Τζανουδάκη
Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 2002 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται κυρίως στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ελληνικό επίπεδο. Επιπλέον, της αρέσουν πολύ τα ταξίδια και ασχολείται με τον αθλητισμό.