18 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της ισότητας ως συνταγματικό δικαίωμα

Η αρχή της ισότητας ως συνταγματικό δικαίωμα


Του Γιουλιάν Πραπανίκου,

Τα δικαιώματα αποτελούν, κατά βάση, το σημαντικότερο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου. Μέσω της κατοχύρωσης μίας πλειάδας εξ αυτών σε έναν τυπικό νόμο, που αποτελεί το ύψιστο νομοθετικό κείμενο λειτουργίας μίας οργανωμένης κοινωνίας, στο Σύνταγμα, επιτυγχάνεται ο περιορισμός της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας. Σε μία εποχή, όπου η ύπαρξη Συντάγματος ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, η ανάγκη της συνταγματικής κατοχύρωσης θεμελιωδών κανόνων εμφανίστηκε προδήλως επιτακτική. Η προσπάθεια υλοποίησης του έργου αυτού έχει ως αφετηρία το κίνημα που εκδηλώθηκε τον 18ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη.

Στο ελληνικό συνταγματικό κείμενο για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα αφιερώνεται μία σειρά διατάξεων, συγκεντρωμένες στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος. Η κατοχύρωση αυτή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στην ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου. Από το σύνολο των δικαιωμάτων που τυποποιούνται στο νόμο, ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η αρχή της ισότητας, η οποία ρυθμίζεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος (εφεξής Σ.).

Πηγή εικόνας: ploes.org.gr

Το άρθ. 4 παρ. 1 Σ. αναφέρεται στη γενική αρχή της ισότητας. Ειδικότερα, δεν ονοματίζεται με τρόπο απόλυτο, ούτε ως δικαίωμα, αλλά ούτε και ως ελευθερία. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο δικαίωμα, το οποίο αποτελεί συγχρόνως συνταγματικό δικαίωμα και αρχή, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως το άρθ. 2 παρ. 1 Σ., που αναφέρεται στο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και αποτελεί απλώς και μόνο αρχή. Η γενική αρχή της ισότητας στην προστασία των δικαιωμάτων είναι ο απόλυτος κανόνας, ο οποίος συμβάλλει στην ερμηνεία του συνόλου των δικαιωμάτων της έννομης τάξης.

Όσον αφορά το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της ισότητας, στο Σύνταγμα δεν προβλέπεται γενική αρχή εξισωτισμού. Δεν γίνεται λόγος για ισότητα μεταξύ των Ελλήνων πολιτών, αλλά για ισότητα αυτών ενώπιον του νόμου. Κρίσιμη είναι η έκφραση «…ενώπιον του νόμου». Ως νόμος νοείται ο ουσιαστικός νόμος, δηλαδή κάθε πράξη που περιέχει κανόνες δικαίου με γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο. Το σύνολο της δικαιικής ύλης με γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο υπόκειται στην αρχή της ισότητας. Η συνταγματική αυτή αρχή προσδίδει ύφος γενικής κανονιστικής επιταγής, άλλως, ο νομοθέτης δέον είναι να κατευθύνεται προς λύσεις, οι οποίες έχουν ως αφετηρία τη ρύθμιση καταστάσεων με τρόπο ίσο.

Η έννοια της ισότητας δεν έχει την τυπική ή αριθμητική σημασία, δηλαδή την υποχρέωση του νομοθέτη να ρυθμίζει ανόμοιες μεταξύ τους καταστάσεις με τρόπο όμοιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τυπικής ισότητας είναι η πολιτική ισότητα, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Στην προκειμένη περίπτωση, δε νοείται οι πολίτες να έχουν διαφορετικά δικαιώματα και να μεταχειρίζονται από το νόμο με τρόπο ανόμοιο, όσον αφορά τον σχηματισμό της πολιτικής βούλησης της κρατικής εξουσίας. Αντίθετα, η γενική αρχή της ισότητας του άρθ. 4 παρ. 1 Σ. έχει τη σημασία της ουσιαστικής ή αναλογικής ισότητας. Σύμφωνα με αυτήν, ο νομοθέτης έχει το δικαίωμα, αλλά, συγχρόνως, και την υποχρέωση, εφόσον, βέβαια, δεν συντρέχει κάποιος εξαίρετος λόγος, να ρυθμίζει καταστάσεις όμοιες μεταξύ τους, με τρόπο όμοιο και ανόμοιες περιπτώσεις, με τρόπο ανόμοιο. Εάν δεν τηρηθεί η διαδικασία αυτή, τότε οδηγούμαστε στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και στον περιορισμό της ισότητας. Μάλιστα, συχνά, ο ίδιος ο νομοθέτης προβλέπει για ορισμένες κατηγορίες ατόμων να υφίστανται ευνοϊκότερες ρυθμίσεις υπέρ αυτών (π.χ. πολύτεκνες οικογένειες).

Δικαιώματα Χρήσης: INTIME, Φωτογράφος: ΤΖΑΜΑΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, Πηγή εικόνας: cnn.gr

Ο χαρακτηρισμός της αρχής της ισότητας ως δικαίωμα και, συγχρόνως, αρχή έχει και μεθοδολογικές συνέπειες. Συγκεκριμένα, σε όλα τα άλλα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα, που αναφέρονται στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος, η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: συγκρίνεται ένας νομοθετικός κανόνας δικαίου με μία διάταξη του Συντάγματος. Στην περίπτωση όπου ο κανόνας αυτός διαπιστωθεί ότι συγκρούεται με τη συνταγματική διάταξη, τότε χαρακτηρίζεται ως αντισυνταγματικός. Αντίθετα, κατά τον έλεγχο τήρησης της ισότητας, συγκρίνονται μεταξύ τους δύο νομοθετικοί κανόνες, ο κύριος κανόνας και ένας υποθετικός. Από τη σύγκριση αυτή, αναζητείται η κύρια ιδιότητα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ομοιότητα ή διαφορά. Στην περίπτωση όπου η κρίσιμη ιδιότητα είναι μία ομοιότητα, τότε εφαρμόζεται η αρχή της ιδιότητας, ενώ εάν αυτή είναι μία διαφορά, τότε δεν δύναται να εφαρμοστεί το άρθ. 4 παρ. 1 Σ.

Στο άρθ. 4 Σ., πλην της γενικής αρχής της ισότητας που αναφέρεται στην παρ. 1., στις επόμενες παραγράφους αναλύονται ορισμένες ειδικές μορφές της ισότητας. Ειδικότερα, στην παρ. 2 γίνεται λόγος για την ισότητα των φύλων, στην παρ. 3 για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και τα προσόντα που αφορούν αυτήν, στην παρ. 4 για την ισότητα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες, στην παρ. 5 για την ισότητα στα δημόσια βάρη ή, αλλιώς, για τη φορολογική ισότητα, η οποία ερμηνεύεται συστηματικά σε συνδυασμό με το άρθ. 78 Σ., που αφορά τη φορολογία και, τέλος, στην παρ. 6 για την ισότητα συμβολής στην άμυνα της πατρίδας.

Τέλος, ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει και η περίπτωση της επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας. Συγκεκριμένα, η ανάγκη της επεκτατικής αυτής εφαρμογής ανακύπτει, όταν πρόσωπα ή ομάδα ατόμων ζητά την επέκταση μιας ευνοϊκότερης ρύθμισης, από την οποία έχουν παραληφθεί υπέρ τους και με την οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Όσον αφορά τον Άρειο Πάγο, εμφανίστηκε δεκτικός για την υλοποίηση της παραπάνω θέσης, με το σκεπτικό ότι ο νόμος, με βάση το άρθ. 4 παρ. 1 Σ., οφείλει να είναι ίσος απέναντι σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Επίσης, η διάταξη αυτή δεσμεύει τα πολιτειακά όργανα, όταν, λόγω των αυθαίρετων δυσμενών διακρίσεών τους, οι αιτούντες αδικαιολόγητα παραλείφθηκαν.

Δικαιώματα Χρήσης: Shutterstock, Πηγή εικόνας: greenbiz.com

Συνοψίζοντας, γίνεται αντιληπτό ότι η αρχή της ισότητας αποσκοπεί στην εξασφάλιση ισότιμων και δίκαιων προοπτικών πρόσβασης σε ευκαιρίες για όλα τα άτομα ανεξαιρέτως. Για να επιτευχθεί η προσπάθεια αυτή, το άρθ. 4 παρ. 1 Σ. επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων με όμοια χαρακτηριστικά και αποκλείει την άνιση μεταχείριση προσώπων, τα οποία τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες μεταξύ τους.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κώστας Χ. Χρυσόγονος και Σπύρος Β. Βλαχόπουλος, με τη συνδρομή της Στέλλας Χριστοφορίδου (2017), Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη
  • Γεώργιος Ν. Γεωργόπουλος, Βαρβάρα Δ. Μπουκουβάλα, Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, (2021), Συνταγματικά Δικαιώματα και Ελευθερίες-Από τη θεωρία στην πράξη, Νομική Βιβλιοθήκη

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιουλιάν Πραπανίκου
Γιουλιάν Πραπανίκου
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2003. Σπουδάζει στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Έχει κλίση προς το Αστικό και το Συνταγματικό Δίκαιο, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη δημιουργική γραφή και την άθληση.