19.6 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ παράδοση του οχυρού Ρούπελ το 1916 και τα περί αυτής διπλωματικά...

Η παράδοση του οχυρού Ρούπελ το 1916 και τα περί αυτής διπλωματικά γεγονότα


Του Βασίλη Παπαδήμου, 

Στις αρχές του 20ου αιώνα επικράτησε στη Γηραιά Ήπειρο μια φοβερή αναστάτωση, καθώς ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, μικρές και μεγάλες, πλήρωσαν τεράστιο φόρο αίματος. Ένα από τα σημαντικότερα σημεία των επιχειρήσεων αποτέλεσε το Μακεδονικό Μέτωπο. Οι επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα σε αυτό ήταν καθοριστικής σημασίας για τη έκβαση του πολέμου, όπως παραδέχονταν Ευρωπαίοι διπλωμάτες της εποχής.

Ωστόσο, η διάνοιξη πολεμικού μετώπου στη Μακεδονία δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση, καθώς η Ελλάδα είχε αποφασίσει να κρατήσει ουδέτερη στάση στον πόλεμο. Επομένως, η έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τριπλής Συνεννοήσεως στη Μακεδονία, και, άρα, η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της,  πέρασε μέσα από ένα διπλωματικό και στρατιωτικό θρίλερ. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο και, συγκεκριμένα, στα γεγονότα της παράδοσης των οχυρού του Ρούπελ στα γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα το 1916, γεγονός το οποίο άνοιξε τον δρόμο για τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.

Βρετανική γελοιογραφία που αποτυπώνει την απραξία του Βασιλιά κατά τη διάρκεια της εισβολής. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Κρίνεται αναγκαία, στο σημείο αυτό, η περιγραφή της πολιτικής κατάστασης στη Ελλάδα την περίοδο εκείνη, προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα γεγονότα στα οποία στη συνέχεια θα αναφερθούμε. Στην Ελλάδα, με αφορμή τη συμμετοχή της χώρας ή μη στον πόλεμο, ξεκίνησε μια πολιτική ή και πολιτειακή, όπως θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε, σύγκρουση, η οποία έφτασε στο σημείο να καταλήξει σε έναν άτυπο εμφύλιο πόλεμο. Αφενός, έχουμε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος υποστήριζε τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, προσβλέποντας στην ικανοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεών της, και αφετέρου, τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, που επιθυμούσε τη συμμαχία με τις Κεντρικές Δυνάμεις, πράγμα, όμως, ανέφικτο, καθώς στον συνασπισμό συμμετείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και αργότερα θα προσετίθετο και η Βουλγαρία. Επομένως, προωθούσε την ουδετερότητα της χώρας, καθώς θεωρούσε τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων βέβαια. Το 1915 ο Βενιζέλος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση για δεύτερη φορά, αφού είχε αποφασίσει με τη σύμφωνη γνώμη της Βουλής τη συμμαχία με την Entente.

Οι επόμενες κυβερνήσεις, παρά το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη είχε αποβιβαστεί συμμαχικός στρατός, συνέχισαν την πολιτική της ουδετερότητας, με ιδιαίτερο σθένος μάλιστα. Στις 25 Οκτωβρίου (π.η.) Πρωθυπουργός ορκίστηκε ο «ογδοηκοντούτης» Στέφανος Σκουλούδης, ο οποίος έσπευσε ευθύς εξαρχής με την ανάληψη των καθηκόντων του να γνωστοποιήσει στις δυνάμεις της Entente τα φιλικά αισθήματά του, στο πλαίσιο βέβαια της ουδετερότητας. Ωστόσο, πολύ γρήγορα και εξαιτίας λαθεμένων διπλωματικών χειρισμών του Σκουλούδη, που, παράλληλα, είχε υπό την εποπτεία το Υπουργείο Εξωτερικών, προκλήθηκε δυσαρέσκεια των Συμμάχων.

Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις συνεχώς βελτιωνόντουσαν. Μάλιστα, η ελληνική Κυβέρνηση σύναψε δύο δάνεια με γερμανική τράπεζα, ενώ ο Κωνσταντίνος είχε δηλώσει πως τα ελληνικά στρατεύματα δεν θα ήταν σε θέση να εμποδίσουν την είσοδο δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών σε ελληνικό έδαφος, αν ζητηθεί κάτι τέτοιο και αυτό προκειμένου να τηρηθεί  η ουδετερότητα της χώρας. Ο Βασιλιάς, η Κυβέρνηση και το στρατιωτικό επιτελείο, όμως, γνώριζαν ότι οι όποιες πιέσεις γίνονταν για εισχώρηση στρατευμάτων των Κεντρικών Δυνάμεων στην ελληνική επικράτεια γίνονταν κατόπιν πιέσεων των Βουλγάρων, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν εδάφη της Μακεδονίας. Εν τω μεταξύ, από το 1915 οι Βούλγαροι είχαν ήδη αρχίσει να διαπράττουν επιδρομές, λεηλασίες και δολοφονίες πολιτών σε περιοχές της ελληνικής μεθορίου, με την ελληνική πλευρά να είναι έτοιμη να προβεί ακόμη και σε αποστράτευση, κατόπιν, όμως, εγγυήσεων της Γερμανίας ότι δε θα γίνει βουλγαρική εισβολή, προκειμένου να μη συρθεί σε ελληνο-βουλγαρικό πόλεμο. Οι εγγυήσεις αυτές ουδέποτε δόθηκαν.

Πρωτόκολλο παράδοσης Ρούπελ. Πηγή εικόνας: Γενικά Αρχεία Κράτους.

Στα τέλη του 1915, οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν αποφασίσει, παρά την προηγούμενη ματαίωση του σχεδίου από τον αρχηγό του γερμανικού επιτελείου Φαλκενάιν να χτυπήσουν τις δυνάμεις την Συνεννοήσεως στη Μακεδονία. Στις ενέργειες των στρατευμάτων η ελληνική Κυβέρνηση δε θα προέβαλλε κάποια αντίσταση, έθεσε, όμως, ως όρο να μην παραδοθούν τα φρούρια της μακεδονικής μεθορίου, προκειμένου να υπάρχουν ως αμυντικές γραμμές σε περίπτωση απιστίας των Βουλγάρων. Είχαν την πεποίθηση, δηλαδή, πως οι Βούλγαροι θα απιστούσαν και θα καταλάμβαναν τη Μακεδονία. Ωστόσο, κρίθηκε αναγκαία από τους Γερμανούς η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την ανατολική και κεντρική Μακεδονία, καθώς μόνο έτσι θα αποφεύγονταν τυχόν συγκρούσεις με τους Βούλγαρους.

Στις αρχές του 1916, δόθηκε από το Γενικό Επιτελείο διαταγή, βάση της οποίας παραδόθηκε το Ρούπελ, που όριζε πως θα έπρεπε να εκκενωθούν τα φρούρια, για να πραγματοποιηθεί η διέλευση των στρατευμάτων. Στις 10/23 Μαΐου οι πρεσβευτές της Γερμανίας και της Βουλγαρίας ενημέρωσαν την ελληνική Κυβέρνηση πως για στρατηγικούς λόγους τα στενά του Ρούπελ θα έπρεπε να καταληφθούν, με τον Σκουλούδη να μην φέρνει αντίρρηση. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ο Πρωθυπουργός κράτησε κρυφή αυτή τη διακοίνωση τόσο από τον Κωνσταντίνο όσο και από τον επιτελάρχη Δούσμανη.

Στις 13/29 Μαΐου φάνηκαν στην περιοχή του Ρούπελ τα πρώτα στρατεύματα. Στο μεταξύ, λίγο νωρίτερα είχε φτάσει νέα εντολή από το Επιτελείο, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να αντισταθούν στην είσοδο Βουλγάρων, ενώ αν οι συγκρούσεις γενικεύονταν, θα έπρεπε να αναμένουν νέες εντολές. Ο διοικητής Ιωάννης Μαυρουδής, αφού ενημέρωσε τους ανωτέρους του στη Θεσσαλονίκη και το Επιτελείο, διέταξε τους άνδρες του να ανοίξουν πυρ, ξαφνιάζοντας τα βουλγαρικά στρατεύματα, τα οποία περίμεναν να καταλάβουν το οχυρό χωρίς αντίσταση, όπως είχε συμφωνηθεί. Μέχρι το μεσημέρι το οχυρό είχε μείνει χωρίς οδηγίες, κάτι το οποίο υποδηλώνει τη σύγχυση στην οποία βρισκόταν η ελληνική πλευρά. Στην Αθήνα, μόλις έφτασε η είδηση αποφασίστηκε από τον Σκουλούδη, τον Υπουργό Στρατιωτικών Γιαννακίτσα και τον Συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά η παράδοση του οχυρού Ρούπελ. Η απόφαση έφτασε στο οχυρό το απόγευμα και οι στρατιώτες του αναγκάστηκαν να την εφαρμόσουν. Εν τω μεταξύ, η Κυβέρνηση Σκουλούδη εξέφρασε τις διαμαρτυρίες της για το γεγονός της κατάληψης σε τελείως χλιαρό ύφος για τυπικούς λόγους.

Ηρώο οχυρού σήμερα. Πηγή εικόνας: roupel.gr

Από διπλωματικά έγγραφα της εποχής προκύπτει ξεκάθαρα πως οι πιέσεις για κατάληψη του Ρούπελ προέρχονταν από τους Βούλγαρους. Ο ίδιος ο Φαλκενάιν παραδέχεται πως το σχέδιο επίθεσης εναντίον των δυνάμεων της Συνεννοήσεως στη Θεσσαλονίκη είχε εγκαταλειφθεί από τον Μάρτιο του 1916, ενώ θεωρούσε πως το οχυρό Ρούπελ δε θα εξυπηρετούσε την άμυνα των γερμανο-βουλγαρικών στρατευμάτων. Επιπλέον, οι Έλληνες πρέσβεις των Σόφιας, Βιέννης και Πετρουπόλεως είχαν προειδοποιήσεις πως οι Βούλγαροι είχαν αξιώσεις στη Μακεδονία και πίεζαν για παραχωρήσεις. Η παράδοση του Ρούπελ παρουσιαζόταν από τις ελληνικές αρχές ως η μόνη λύση προκειμένου να τηρηθεί στο ακέραιο η ουδέτερη στάση της και να απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη δήθεν από τα στρατεύματα της Entente, τα οποία, βέβαια, παρέμενα στάσιμα εκεί.

Συνοψίζοντας, η εμμονή προς την πολιτική της πάση θυσία και με κάθε κόστος ουδετερότητας από μέρους του Παλατιού και των αντιβενιζελικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών τους ώθησε σε κινήσεις τελείως απερίσκεπτες. Η παράδοση του οχυρού του Ρούπελ και άλλων οχυρών στην ελληνική μεθόριο στα χέρια των Βουλγάρων είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του Δ΄ Σώματος Στρατού στην Καβάλα και τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή της ανατολικής Μακεδονίας, την οποία με υψηλό φόρο αίματος μόλις προ ολίγων ετών είχε προσαρτήσει η Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Οι ενέργειες αυτές έχουν από πολλούς χαρακτηριστεί ως προδοτικές. Οπωσδήποτε το αίσθημα των Ελλήνων προδόθηκε, αλλά θα ήταν ενδεχομένως σωστότερο να δούμε τις ενέργειες αυτές ως απότοκο του πολιτικού σκηνικού που επικρατούσε στη χώρα την εποχή εκείνη και του ακραίου διπολισμού την ταλάνιζε.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Βεντήρης Γ. (1931), Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα: Ίκαρος.
  • Δορδανάς Σ. (2018), «Αλτ! Κύριοι Γερμανοί!»: Το χρονικό μιας (αναμενόμενης) γερμανικής επίθεσης στο Μακεδονικό Μέτωπο και το πολιτικό παρασκήνιο του, 1915-1916, στο: Το θέατρο επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο το Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  • Dakin D. (1989), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1779-1923, Αθήνα: ΜΙΕΤ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Παπαδήμος
Βασίλης Παπαδήμος
Γεννήθηκε το 2002 στη Λάρισα, όπου και μεγάλωσε. Από μικρή ηλικία είχε μια κλίση στην Ιστορία, γι' αυτό και σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, με ειδίκευση την Ιστορία. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται η Βυζαντινή, η Νεότερη και η Σύγχρονη Ιστορία. Στον ελεύθερο χρόνο του αρέσει να διαβάζει βιβλία και να περνά χρόνο με φίλους, ενώ είναι λάτρης της παράδοσης. Παρακολουθεί μαθήματα γαλλικών και βυζαντινής μουσικής.