22.1 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤο πρελούδιο των ουκρανικών αναταραχών του 17ου αιώνα

Το πρελούδιο των ουκρανικών αναταραχών του 17ου αιώνα


Του Βασίλη Καρατσιώλη,

Η Γραμμή του Belgorod ήταν μια οχυρωματική γραμμή στα νότια σύνορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η οποία δημιουργήθηκε το 1635-1654 με την κατασκευή πολλών φρουρίων, που συνδέονταν μεταξύ τους με ένα σύστημα αμυντικών φρεατίων, απολήξεων και κοιλοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης φυσικών εμποδίων, όπως τα έλη, τα δάση και τα ποτάμια. Το μήκος της γραμμής του Belgorod ήταν 800 χιλιόμετρα. Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της αμυντικής γραμμής του Belgorod από το μοσχοβίτικο κράτος επιτεύχθηκε η επέκταση και η σταθεροποίηση του αμυντικού συστήματος των νότιων συνόρων και η ενίσχυση του αισθήματος της ασφάλειας.

Ωστόσο, η στρατιωτική ασφάλεια της πολωνο–λιθουανικής κοινοπολιτείας κατέρρεε ραγδαία και ορισμένοι από τους λόγους ήταν οι εξής:

  1. Οι κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές, που είχαν ήδη ξεκινήσει στα τέλη του 16ου αι., ιδιαίτερα στην Ουκρανία της αριστερής όχθης του Δνείπερου.
  2. Η κατάληψη και κυριαρχία της γης και του εμπορίου από Πολωνούς μεγαλογαιοκτήμονες.
  3. Η αύξηση της εξουσίας των μεγαλογαιοκτημόνων, η κυριαρχία της αστικής διακυβέρνησης έναντι της κατώτερης ουκρανικής αριστοκρατίας και του αγροτικού πληθυσμού.
  4. Η αυξανόμενη ελκυστικότητα του επαγγέλματος του Κοζάκου.

Είναι πολύ σημαντικό να ειπωθεί ότι και οι στρατηγικές προτεραιότητες του Πολωνικού Στέμματος στις δεκαετίες 1610-1630 ήταν, επίσης, εν μέρει υπεύθυνες. Οι κοζάκικες πολιτοφυλακές στην Ουκρανία σήκωναν επί μακρόν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της υπεράσπισης των συνόρων της στέπας, έτσι ώστε το Στέμμα να γλιτώνει έξοδα και να διευρύνει τον μόνιμο στρατό του. Τότε οι Κοζάκοι αναμενόταν να υπηρετήσουν μαζικά έξω από την Ουκρανία, συγκεκριμένα στη Λιβονία και το δουκάτο της Πρωσίας, στη Μολδαβία και τη δυτική Μοσχοβία.

Χάρτης της γραμμής του Belgorod. Πηγή εικόνας: cont.ws

Η στρατιωτική εξάρτηση από τους εθελοντές Κοζάκους γινόταν απαραίτητη για τον Zygmunt III και Władysław IV, των οποίων η δίψα για την επιδίωξη νέων περιπετειών δεν ήταν δυνατό να κορεστεί χωρίς τον τακτικό στρατό, για τον οποίο οι μεγιστάνες και οι ευγενείς του Sejm και των επαρχιακών διαιτών ήταν απρόθυμοι να συνεχίσουν να ψηφίζουν δαπανηρά κονδύλια για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Δύο γεγονότα το 1620-1621 μετέτρεψαν τη δυσαρέσκεια των Κοζάκων σε εξέγερση. Το πρώτο ήταν η κατάρρευση της εκστρατείας του Żółkiewski στη Μολδαβία, η οποία οδήγησε σε μαζικά τουρκικά αντίποινα στην Cecora (Οκτώβριος 1620, όταν ο Żółkiewski σκοτώθηκε μαζί με άλλους Πολωνούς στρατιώτες και ο αρχιστράτηγος Stanisław Koniecpolski αιχμαλωτίστηκε). Ό,τι απέμεινε από τον πολωνικό στρατό (περίπου 35.000 άνδρες) υπό τον πρίγκιπα διάδοχο Władysław και τους αταμάνους Lubomirski και Chodkiewicz, δέχθηκε επίθεση από τον πολύ μεγαλύτερο στρατό του Σουλτάνου Οσμάν Β’ στο Khotyn, στη μολδαβική πλευρά του Dnestr (Αύγουστος-Οκτώβριος 1621).

Το Sejm αναγκάστηκε να παραμερίσει την περιφρόνησή του απέναντι στους Κοζάκους και να τους καλέσει να σώσουν τον πολωνικό στρατό στο Khotyn. Έτσι, για αυτόν το λόγο αποφάσισε να προσλάβει 20.000 Κοζάκους στην υπηρεσία του βασιλιά, με αμοιβή 100.000 Zloty ετησίως. Ο Sahaidachnyi το είδε αυτό ως ευκαιρία να εξασφαλίσει περαιτέρω δικαιώματα και προνόμια για τους Κοζάκους, οπότε κινητοποίησε τον διπλάσιο αριθμό. Οι Κοζάκοι του σήκωσαν το κύριο βάρος της μάχης στο Khotyn και τα κατάφεραν περίφημα, αναγκάζοντας τους Τούρκους να αποσυρθούν με βαριές απώλειες. Οι απώλειες των Πολωνών και των Κοζάκων στο Khotyn ήταν –περίπου– 14.000 νεκροί, αγνοούμενοι και νεκροί από ασθένειες, ενώ ο Οσμάν Β’ φέρεται να έχασε 40.000, περίπου το ένα τρίτο του στρατού του.

Αταμάνος. Πορτραίτο του Pyotr Konashevich-Sagaidachny. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, το Khotyn αντιπροσώπευε «το απόγειο της δόξας των Κοζάκων» στην Κοινοπολιτεία και ο Sagaidachny και άλλοι Κοζάκοι ηγέτες το εκμεταλλεύτηκαν, για να υποβάλουν αίτηση στον βασιλιά Zygmunt, υποσχόμενοι την υπακοή τους και τον τερματισμό των μη εξουσιοδοτημένων επιδρομών, αν ο βασιλιάς παραχωρούσε περαιτέρω δικαιώματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, καταργούσε το ανώτατο όριο στο μέγεθος των καταγεγραμμένων Κοζάκων (οι Κοζάκοι αυτοί μισθώνονταν από το πολωνικό στέμμα και είχαν πολλά περισσότερα οικονομικά και ταξικά προνόμια σε σχέση με τους υπολοίπους), αναγνώριζε τα δικαιώματα των Κοζάκων να διαμένουν σε εδάφη εκτός εκείνων, που ανήκαν στο Στέμμα και επέτρεπε στους Κοζάκους να υπηρετούν περιστασιακά άλλους ηγεμόνες. Όμως, ο Ζίγκμουντ απέρριψε όλα αυτά τα αιτήματα και μάλιστα, έδωσε εντολή στους επιτρόπους του να μειώσουν περαιτέρω τους καταγεγραμμένους Κοζάκους σε 1.000-2.000 άνδρες.

Το δεύτερο γεγονός ήταν η επίσκεψη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη Γ΄ στο Κίεβο το φθινόπωρο του 1620. Η επίσκεψή του είχε μεγάλη σημασία για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, καθώς ήταν μια ευκαιρία να υπενθυμίσει στη Βαρσοβία ότι ο Ουκρανός μητροπολίτης και οι αρχιεπίσκοποι ήταν μέλη μιας ευρύτερης ορθόδοξης «οικογένειας», η οποία προστατευόταν –εν μέρει– από τον Μοσχοβίτη Τσάρο. Ο Θεοφάνης Γ΄ τέλεσε λειτουργία για το πολωνικό στέμμα, προσκαλώντας τον οίκο της Ζαπορόζια να έρθει, προκειμένου να βοηθήσει τον πολωνικό στρατό στο Khotyn.

Όμως, οι Ουκρανοί Κοζάκοι καρπώθηκαν το μεγαλύτερο πολιτικό όφελος από την επίσκεψή του. Συγκρότησαν τη συνοδεία του και υπό την πίεσή τους ο Θεοφάνης Γ’ συμφώνησε να χειροτονήσει νέο μητροπολίτη (Iov Boretsky) και πέντε επισκόπους σε πείσμα των βασιλικών αρχών. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στην αναζωογόνηση της ενότητας των ορθοδόξων και οδήγησε τους Κοζάκους να αναλάβουν έναν ρόλο, με τον οποίο δεν είχαν ασχοληθεί προηγουμένως: των ηγετών της υπεράσπισης της ορθόδοξης πίστης. Η πολιτική σύμπραξη μεταξύ της ορθόδοξης ιεραρχίας και των Κοζάκων ήταν πλέον γεγονός. Ο νεοχειροτονημένος μητροπολίτης και οι επίσκοποι αποδέχονταν τη βοήθεια των Κοζάκων στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας πιο συγκεντρωτικής, πειθαρχημένης και μαχητικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης Γ΄. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Εν τέλει, η αυξανόμενη εμπλοκή των Κοζάκων στην άμυνα του βασιλείου, οι ναυτικές επιδρομές κατά των οθωμανικών πόλεων, συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης, καθώς και η επέμβασή τους στην κρίση της διαδοχής στο Χανάτο της Κριμαίας απειλούσαν να εκτροχιάσουν τα σχέδια του βασιλιά για πόλεμο με τη Σουηδία. Οι Κοζάκοι «έχουν γίνει τόσο σκληροί, ώστε πράγματι, ξεχνούν την πίστη και την υπακοή και αρχίζουν να σκέφτονται την ίδρυση του δικού τους κυρίαρχου κράτους».

Ο Χετμάνος του Στέμματος Koniecpolski αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη, για να επιβάλει την πειθαρχία στους Κοζάκους. Η συνθήκη του Κουρούκοβε (1625) ανάγκασε τους Κοζάκους να δεχτούν τον αριθμό των καταγεγραμμένων Κοζάκων με ανώτατο όριο τους 6.000. Οι μη εγγεγραμμένοι Κοζάκοι, που ζούσαν σε εδάφη εκτός των εδαφών του Στέμματος, είχαν στη διάθεσή τους 20 εβδομάδες για να φύγουν. Αυτοί οι όροι αποδείχθηκαν αδύνατο να εφαρμοστούν για πολύ καιρό. Μια ανακωχή με τη Σουηδία υπογράφηκε το 1629 και χιλιάδες αποστρατευμένοι Κοζάκοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, την Ουκρανία, για να διαπιστώσουν ότι αντιμετώπιζαν την υποδούλωση, αν δεν είχαν νόμιμο καταφύγιο στην Ουκρανία.

Ο Koniecpolski –ήδη περιφρονημένος στην Ουκρανία– κανόνισε να φιλοξενήσει τον στρατό του Στέμματος στην ανατολική Ουκρανία, ενώ μία σύνοδος στο Κίεβο φάνηκε να εξανεμίζει κάθε ελπίδα συμφιλίωσης μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ουνιτικής Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, μεγάλες εξεγέρσεις Κοζάκων ξέσπασαν το 1630 και το 1637-1638 και ο βασιλιάς Władysław IV μείωσε τους εγγεγραμμένους Κοζάκους σε 2.000 και τερμάτισε το δικαίωμα της Ζαπορόζιας να εκλέγει τον δικό της χετμάνο και τους συνταγματάρχες. Οι Πολωνοί μεγιστάνες και οι αξιωματικοί, που διοικούσαν τις δυνάμεις των Κοζάκων, νόμιζαν ότι οι διατάξεις του 1638 είχαν φέρει στην Ουκρανία μια «χρυσή» ειρήνη και ότι δεν θα εκφράζονταν πλέον παράπονα από τους Κοζάκους.

Από την άλλη μεριά των συνόρων, καθώς εκτυλίσσονταν όλα αυτά τα γεγονότα, παραμόνευε με υπομονή η Μοσχοβία, η οποία υποδεχόταν δεκάδες χιλιάδες Ουκρανούς πρόσφυγες, τους οποίους και χρησιμοποίησε, για να επανδρώσει της στρατιωτικές της αποικίες στην ουκρανική στέπα. Εξαιτίας των βιβλικών καταστροφών κατά την εποχή των αναταραχών του πολέμου του Σμολένσκ (1632-1634) και την κατάπνιξη των Καλμήκων δεν μπορούσε ουσιαστικά να επέμβει ακόμα στο ουκρανικό ζήτημα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Frost, Robert (2000), The Northern Wars: War, State and Society in Northeastern Europe, 1558–1721, Routledge
  • Gordon, Linda (1983), Cossack Rebellions. Social Turmoil in the Sixteenth Century Ukraine, Albany: State University of New York Press
  • O’Rourke, Shane (2007), The Cossacks, Manchester University Press
  • Stone, Daniel (2001), The Polish-Lithuanian State, 1386–1795, University of Washington Press

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Καρατσιώλης
Βασίλης Καρατσιώλης
Γεννήθηκε το 1999 στην Νάουσα του νόμου Ημαθίας και είναι απόφοιτος πανεπιστημίου. Το πάθος του είναι είναι η Ρωσική και η Σοβιετική στρατιωτική Ιστορία. Μέσω της αρθρογραφίας θέλει να προσφέρει τις γνώσεις του πάνω σε θέματα που τον ενδιαφέρουν.