16.7 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΜια κριτική ανάλυση στο συγκριτικό πλεονέκτημα του Ρικάρντο

Μια κριτική ανάλυση στο συγκριτικό πλεονέκτημα του Ρικάρντο


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο το 1817 απέδειξε ότι τα οφέλη του διεθνούς εμπορίου επεκτείνονται και στη περίπτωση που μια χώρα έχει απόλυτο πλεονέκτημα στην παραγωγή δύο αγαθών, καλύπτοντας το κενό που είχε αφήσει η θεωρία του Άνταμ Σμιθ, η οποία ανέφερε ότι μια χώρα μπορεί να επωφεληθεί μόνο αν έχει το απόλυτο πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών (Αλογοσκούφης, 2013). Με άλλα λόγια, ο Ρικάρντο υποστηρίζει τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου όταν κάθε χώρα επικεντρωθεί στην παραγωγή αγαθών στα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και στη συνέχεια τα εξάγει. Η βάση του ρικαρδιανού μοντέλου είναι το κόστος ευκαιρίας, δηλαδή, μια χώρα παράγει και εξάγει εκείνο το αγαθό του οποίου το κόστος ευκαιρίας του για την παραγωγή του είναι μικρότερο από μια άλλη χώρα, με βασική υπόθεση ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι φυσικό χαρακτηριστικό μιας χώρας. Το ευρέως διαδεδομένο παράδειγμα του Ρικάρντο αναλύει το συνδυασμό μέσων παραγωγής και εργατοωρών για την Αγγλία και την Πορτογαλία του 19ου αιώνα και αναφέρει τα εξής:

«Η Αγγλία θα εξάγει υφάσματα ανταλλάσσοντας τα με κρασί, διότι με αυτό το τρόπο η βιομηχανία της θα ήταν πιο παραγωγική για την ίδια. Θα είχε περισσότερα υφάσματα και περισσότερο κρασί από ό,τι αν παρήγαγε και τα δύο αγαθά η ίδια. Από την άλλη, η Πορτογαλία θα εισήγαγε υφάσματα και θα εξήγαγε κρασί, διότι θα ήταν προς όφελος και των δύο χωρών, αν η Πορτογαλική βιομηχανία παρήγαγε κρασί… Θα ήταν προς συμφέρον της Πορτογαλία να εξάγει κρασί ανταλλάσσοντας το με υφάσματα, παρά το γεγονός ότι οι πορτογαλικές εισαγωγές θα μπορούσαν να παράγονται εκεί με λιγότερη εργασία ανά μονάδα παρά στην Αγγλία».

Οι αρχές του ελεύθερου εμπορίου του Ρικάρντο (και του Σμιθ) έθεσαν τα θεμέλια για το φιλελεύθερο δόγμα του ελεύθερου εμπορίου, με το συγκριτικό πλεονέκτημα να θεωρείται ότι θα διασφαλίσει την μεγαλύτερη οικονομική ευημερία μιας οικονομίας, με τη συμμετοχή της στο διεθνές εμπόριο. Οι δύο αυτοί κλασικοί οικονομολόγοι επί της ουσίας άσκησαν κριτική στην προστασία του εμπορίου και επιτέθηκαν ανοιχτά στον μερκαντιλισμό μέσα από τα έργα τους, καθώς απέδειξαν το υψηλό κόστος μιας οικονομίας που είναι αποκλεισμένη και διακατέχεται από εμπορικούς φραγμούς (Gilpin, 2000).

Η έννοια του συγκριτικού πλεονεκτήματος που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα στην περιφερειακή ανάπτυξη για να ερμηνεύσει τις διαφορετικές αναπτυξιακές ικανότητες των κρατών και ακούγεται ως επιχείρημα για επιλογές αναπτυξιακών προγραμμάτων, όπως υπογραμμίζεται από τον Χατζημιχάλη (2016) αποσιωπά τους χώρους, τις κοινωνίες, τους τόπους και τις συνθήκες κάτω από τα οποία η Πορτογαλία και η Αγγλία παρήγαγαν τα δύο αυτά προϊόντα.

Πηγή εικόνας: youtube.com

Ξεκινώντας με τις βιομηχανικές συνθήκες, η κατάσταση στους χώρους εργασίας στα υφαντουργεία τον 19ο αιώνα για άντρες και γυναίκες, όσο και η συνολική συσσώρευση κεφαλαίου στο συγκεκριμένο κλάδο για την περίπτωση της Αγγλίας, είναι σχετικά γνωστά. Όμως, δεν υπάρχει αντίστοιχο εύρος πληροφοριών για την περίπτωση της Πορτογαλίας. Είναι γνωστό ότι η νηματουργία στην Αγγλία ήταν συγκεντρωμένη στην ευρύτερη περιοχή του Manchester και Lancashire, όμως αυτό που μπορεί να είναι γνωστό, αλλά αποσιωπάται, είναι ότι το ανθρώπινο δυναμικό ήταν κυρίως γυναίκες.

Στην αρχή της ανάπτυξης της υφαντουργίας κυριαρχούσαν οι άντρες, όμως η άνοδος του εργατικού κόστους και της τεχνολογίας ώθησαν τους εργοδότες να προσλαμβάνουν όλο και περισσότερες γυναίκες, με χαμηλότερη, αμοιβή αλλά ίδια παραγωγικότητα με τους άντρες. Όσον αφορά την πρώτη ύλη, το μαλλί προερχόταν από Αγγλία, Σκωτία και Ιρλανδία, όμως το βαμβάκι προερχόταν από τις Ινδίες και την Αίγυπτο σε πολύ χαμηλές τιμές λόγω της Αυτοκρατορίας. Έτσι, τα αγγλικά υφάσματα είχαν ενσωματωμένη την υπεραξία εκατοντάδων εργαζομένων, με άνισες αμοιβές και ωράρια –και όχι μόνο Αγγλίδων– και δεν ήταν 100% αγγλικά, αφού η πρώτη ύλη προερχόταν από τις αποικίες.

Οι εξαγωγές κρασιών της Πορτογαλίας προς την Αγγλία ήταν κυρίως αυτών του Πόρτο, που παράγονταν στην βόρεια Πορτογαλία, στην κοιλάδα του ποταμού Ντούρο και η εξαγωγή γινόταν από το λιμάνι του Πόρτο με τη μακρά ιστορία του. Οι άνισες ανταλλαγές ξεκινούν τον 17ο αιώνα, την εποχή που ο Κάρολος Β’ κήρυξε μποϊκοτάζ στα αντίστοιχα γαλλικά κρασιά το 1654, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση για τα κρασιά από το Ντούρο και αυτό οδήγησε πολλούς Άγγλους επιχειρηματίες να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές μεγάλες εκτάσεις και οινοποιεία. Ως συνέπεια, το 70% του εξαγωγικού εμπορίου και το 35% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων  βρισκόταν στα χέρια Άγγλων επιχειρηματιών. Η περίοδος του τρύγου προσέφερε απασχόληση σε χιλιάδες ντόπιους/-ες, αλλά με εξευτελιστικό μισθό και η ασφάλεια της περιοχής περνούσε συχνά από τον έλεγχο Άγγλων πεζοναυτών.

Πηγή εικόνας: folclore.pt

Μέσα από αυτή την ανάλυση, ο Χατζημιχάλης (2016) διαπιστώνει ότι τελικά το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών δεν ήταν τόσο «ελεύθερο» και ότι η τοπική παραγωγή δεν ήταν «φυσική» και ενδογενής. Ακόμα, το «συγκριτικό πλεονέκτημα» αξιοποιήθηκε από Άγγλους και όχι από ντόπιους και οι ώρες, οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν αποτέλεσμα «άριστου συνδυασμού των συντελεστών παραγωγής», αλλά αποτέλεσμα βίας και επιβολής, με τις γυναίκες εργαζόμενες και την εισαγόμενη πρώτη ύλη από τις αποικίες να παρέχουν τους όρους κερδοφορίας. Τέλος, οι όροι ανταλλαγής ήταν άνισοι με κύριο ωφελημένο την βιομηχανική αγγλική τάξη. Όλα τα παραπάνω καθιστούν τον πυρήνα της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος υπό αμφισβήτηση και μας αναγκάζουν να βασιστούμε σε διαφορετικές θεωρίες για την εξήγηση των διαφορετικών αναπτυξιακών ικανοτήτων των κρατών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Το Υπόδειγμα του Ricardo: Παραγωγικότητα της Εργασίας και Συγκριτικό Πλεονέκτημα, σημειώσεις μαθήματος: Διεθνής Οικονομική, καθηγητής: Γ. Αλογοσκούφης, διαθέσιμο εδώ
  • The Challenge of Global Capitalism, Robert Gilpin, Princeton University Press, 2000
  • Ζητήματα γεωγραφίας, κατάλληλα και για μη γεωγράφους, Κωστής Χατζημιχάλης, Εκδόσεις Νήσος, 2016

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.