23 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΌσο υπάρχουμε, θα υπάρχεις

Όσο υπάρχουμε, θα υπάρχεις


Του Κώστα Νωτούδα,

«Στέλιος Καζαντζίδης – Τέλος», έτσι ξεκινάει η εκπομπή «Λαϊκοί βάρδοι» του Πάνου Γεραμάνη στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001, την ημέρα που ο κορυφαίος Έλληνας ερμηνευτής αφήνει την τελευταία του πνοή. Με αφορμή τη συμπλήρωση 21 ετών από τον θάνατό του, το παρόν άρθρο θα επιδιώξει να ερευνήσει τον βίο του μεγάλου τραγουδιστή, αλλά και να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά του. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για έναν έντονα συναισθηματικό χαρακτήρα, ο οποίος από μικρή ηλικία είχε δύσκολα βιώματα, τα οποία διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, το ρεπερτόριό του, αλλά και την κρίση του όσον αφορά τις αποφάσεις που έλαβε για την καριέρα του και ευρύτερα για τη ζωή του.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία, στην οδό Αλαείας 33 από γονείς πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, καταγόταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα του Πόντου και η μητέρα του, Γεσθημανή, από την Αλάγια της Κιλικίας στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Γνωρίστηκαν στα Πετράλωνα και παντρεύτηκαν το 1923, ενώ το 1927 μετακόμισαν στη Νέα Ιωνία. Όσο η οικογένεια προσπαθεί να ανασυνταχθεί και να επουλώσει τις πληγές της, ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η οικογένεια Καζαντζίδη αναγκάζεται να μετακομίσει στη Μακεδονία, αρχικά στο χωριό Πλατανάκια Σερρών και έπειτα στη Ροδώνα του Κιλκίς, για μια καλύτερη ζωή. Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης αναλαμβάνει στις τάξεις του ΕΛΑΣ υπεύθυνος για την ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη), με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί για τη δράση του και να πέσει θύμα ξυλοδαρμού λίγο μετά την απελευθέρωση από παρακρατικούς, ξεψυχώντας μερικούς μήνες αργότερα.

Ο 14χρόνος τότε Στέλιος αναγκάζεται να εργαστεί, προκειμένου να επιβιώσει, αλλά και να φροντίσει και τον 10 μηνών αδερφό του, Στάθη. Έτσι, αναγκάζεται να σηκώνεται αχάραγα, προκειμένου να βράζει κάστανα και να τα πουλάει στο εργατικό κέντρο της Νέας Ιωνίας. Πουλάει νερό με στάμνα στην οδό Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια και κοιμάται πάνω στις σχάρες της πλατείας, αφού λόγω των μοτέρ που δούλευαν από κάτω, παραγόταν ρεύμα και ήταν ζεστά. Στο εργοστάσιο υφαντουργίας «Έσπερος», η τύχη του «χαμογελάει» για πρώτη φορά, αφού το αφεντικό του τον ακούει να τραγουδά και του χαρίζει μια κιθάρα, προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Με αυτήν την κιθάρα έκανε πρόβα ο Στέλιος Καζαντζίδης, όταν ο Μάνθος Βενέτης του πρότεινε να μπει στο συγκρότημα που ήθελε να δημιουργήσει. Έτσι, ο Καζαντζίδης ξεκινά την καλλιτεχνική του πορεία από ταβέρνες της εποχής, ενώ ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης τον πηγαίνει στη δισκογραφική εταιρεία Columbia, προκειμένου να ενταχθεί στο δυναμικό της.

Πηγή εικόνας: samsundilaracicekcilik.com

Δάσκαλος του Καζαντζίδη στην Columbia ήταν ο τυφλός συνθέτης και μαέστρος Στέλιος Χρυσίνης, ο οποίος του δίδαξε τα μυστικά του τραγουδιού. Το πρώτο τραγούδι, ωστόσο, με τίτλο «Για μπάνιο πάω» του Απόστολου Καλδάρα δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αφού ο Καζαντζίδης μιμήθηκε τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Εκείνος που του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία με το τραγούδι «Βαλίτσες» ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος επέμεινε αρκετά στο να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στον νεαρό τραγουδιστή. Πράγματι, ο Γιάννης Παπαϊωάννου δικαιώνεται και η καριέρα του Καζαντζίδη ξεκινά την ανοδική της πορεία ακατάπαυστα, με μοναδική εξαίρεση την περίοδο που υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής του πορείας ο Στέλιος Καζαντζίδης συνδέεται σε καλλιτεχνική και προσωπική ζωή με την τραγουδίστρια Καίτη Γκρέυ. Ωστόσο, η σχέση τους αποδεικνύεται βραχύβια, με το ζευγάρι να χωρίζει το 1957. Λίγο αργότερα, ο Καζαντζίδης γνωρίζει τη Μαρινέλλα, με την οποία συνθέτει ένα άκρως πετυχημένο δίδυμο, θέτοντας τις βάσεις για το λαϊκό τραγούδι, το οποίο με την εξάπλωσή του εξαλείφει το ελαφρό τραγούδι και το αρχοντορεμπέτικο.

Το 1959, ο Στέλιος Καζαντζίδης κυκλοφορεί το δισκάκι Μαντουμπάλα, που σημειώνει ρεκόρ πωλήσεων, ωστόσο, ο ίδιος εισπράττει ένα μικρό χρηματικό ποσό. Τότε είναι που ανοίγει η συζήτηση για τις αμοιβές των καλλιτεχνών, οι οποίοι εισπράττουν ένα πενιχρό ποσοστό σε σχέση με τα χρήματα που κερδίζουν οι εταιρείες. Η Columbia καταφεύγει στα δικαστήρια με τον τραγουδιστή και τους χιλιάδες θαυμαστές του να ανησυχούν μήπως δεν ξανατραγουδήσει. Ο Στέλιος Καζαντζίδης επιστρέφει στην Columbia μετά από συμβιβαστική λύση και ξεκινά για αυτόν μια νέα παραγωγική περίοδος, με συναυλίες και ταινίες σε Ελλάδα και εξωτερικό, με τους ομογενείς να τον «αγκαλιάζουν». Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι ότι το 1961 αποτελεί την πιο παραγωγική χρονιά του τραγουδιστή με 70 τραγούδια να κυκλοφορούν με τη φωνή του. Στη δεκαετία του 1960, ο Στέλιος Καζαντζίδης ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο –έκτος από λαϊκά τραγούδια– και μουσική των Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Λοΐζου, Ξαρχάκου, Κατσαρού, Χιώτη, Βίρβου, Δερβενιώτη, Καλδάρα, Μπακάλη και πολλών άλλων λαϊκών δημιουργών.

Πηγή εικόνας: ert.gr

Τον Δεκέμβριο του 1963 εγκαταλείπει οριστικά την Columbia και εντάσσεται στην Odeon-Parlophone του Μάκη Μάτσα, ενώ τον Μάιο του 1964 παντρεύεται με τη Μαρινέλλα. Ένα περιστατικό που συνέβη το 1965 έχει ως αποτέλεσμα να κινδυνεύσει, γεγονός που τον οδήγησε να αποσυρθεί σταδιακά από τα νυχτερινά κέντρα. Μια απόφαση που συνεπάγεται και το τέλος της κοινής πορείας με τη Μαρινέλλα, καθώς χωρίζουν τον Οκτώβριο του 1966. Την ίδια εποχή ο Στέλιος Καζαντζίδης αγοράζει ένα παραθαλάσσιο κτήμα στον Άγιο Κωνσταντίνο, για να ζήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Επιπλέον, το 1967 προβαίνει στην ίδρυση δικής του δισκογραφικής εταιρείας, της Standard. Είναι μια κίνηση σε λάθος εποχή, καθώς έχει προηγηθεί το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και οι σκοταδιστές της λογοκρισίας τού απορρίπτουν τους δίσκους. Ο Στέλιος Καζαντζίδης εντάσσεται για ένα διάστημα στη δισκογραφική Philips, ωστόσο η δισκογραφική Μίνως Μάτσας και ΥΙΟΣ (διάδοχος της Odeon-Parlophone) επικαλείται έναν νόμο και ο τραγουδιστής επιστρέφει. Οι σχέσεις τους, όμως, φτάνουν στο μη περαιτέρω, μετά την επιτυχία του «Υπάρχω», το 1975. Τότε, μάλιστα, είναι που ξεκινάει τη δωδεκαετή αποχή του από τη δισκογραφία.

Πηγή εικόνας: ellinismossouidias.wordpress.com

Το 1987 επανέρχεται με τον δίσκο Ο δρόμος της επιστροφής και το 1989 με τον Ελεύθερο, οι οποίοι αμφότεροι γνωρίζουν σημαντική επιτυχία και χιλιάδες πωλήσεις. Ωστόσο, ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν βρίσκει την αναμενόμενη κατάσταση στον χώρο του τραγουδιού, καθώς πλέον κυριαρχούν πιο εύπεπτα μουσικά είδη. Ο ίδιος δεν μπορεί να ανεχτεί αυτή την κατάσταση και εκτίθεται με τη συμπεριφορά του λαϊκού ανθρώπου στα «αδηφάγα» ΜΜΕ.

Η προσφορά του στα 13 χρόνια που συνέχισε στο τραγούδι, από το 1987 μέχρι το 2000, είναι 13 δίσκοι. Όλα αυτά τα χρόνια η φωνή του κυριάρχησε στην Ελλάδα, καθώς εκπροσωπούσε την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τον θυμόμαστε όπως ήθελε, καθώς είχε πει: «Μετά από χρόνια θα ‘θελα ο κόσμος να λέει, μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας τραγουδιστής που τραγούδησε τον πόνο του με ειλικρίνεια, γιατί ήταν ένας πιο πονεμένος απ’ αυτούς. Που τους σεβάστηκε και δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη τους, γιατί ένιωθε ότι είναι ένας απ’ αυτούς. Που από τότε που γνώρισε τον εαυτό του ως το τέλος, σε ό,τι πίστευε, δε νέρωσε ποτέ το κρασί του. Έτσι θα ‘θελα να με θυμούνται».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • 17 χρόνια χωρίς τον Στέλιο Καζαντζίδη, tanea.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Η πονεμένη μας φωνή. Δημοσιευμένο στο Βήμα, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Νωτούδας
Κωνσταντίνος Νωτούδας
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο πρόγραμμα «Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας». Έχει συμμετάσχει σε αρκετές ημερίδες που αφορούν την Πολιτική Επιστήμη και την Διπλωματία. Παράλληλα, έχει λάβει μέρος σε τέσσερις προσομοιώσεις (δήμος, περιφέρεια, βουλή, ευρωκοινοβούλιο), ενώ στην τελευταία είχε βραβευτεί. Υπήρξε εισηγητής σε δύο συνέδρια, το ένα στο ΑΠΘ με θέμα τις τριπλές εκλογές του 2019 και το άλλο στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με θέμα τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Πραγματοποίησε την πρακτική του άσκηση στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Είναι μέλος του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ιδρυτικό μέλος του σωματείου «Ομάδα ενασχόλησης με την Πολιτική Επιστήμης», που ιδρύθηκε στο ΔΠΘ.