12.7 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑναγνώριση χρέους: Aποσαφήνιση των ενοχών των μερών

Αναγνώριση χρέους: Aποσαφήνιση των ενοχών των μερών


Του Παναγιώτη Γεραμάνη,

Η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους είναι η ετεροβαρής σύμβαση, με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στον δανειστή παροχή ανεξάρτητη από την αιτία της ή αναγνωρίζει ως υφιστάμενο κάποιο χρέος. Η ρύθμισή της γίνεται στο άρθρο 873 του Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι: «Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό.». Εκτός από αυτό το είδος αναγνώρισης χρέους, υπάρχει και η αιτιώδης αναγνώριση χρέους, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του δανειστή και στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων, αποτελούσα ιδία νομική βάση αγωγής. Χαρακτηριστικό της είναι ότι θεμελιώνεται νέα και αυτοτελής υποχρέωση παροχής που δεν εξαρτάται από την αιτία της, όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό γεγονός εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Η σύμβαση είναι αναιτιώδης και για τη σύστασή της απαιτείται έγγραφος τύπος, ο οποίος αρκεί να είναι και ιδιωτικό έγγραφο συνταγμένο κατά τους όρους του νόμου.

Συνεπώς, το κύρος αυτής δεν θίγεται από την ανυπαρξία, την ακυρότητα ή τα ελαττώματα της βασικής σχέσης. Η δικαιοπρακτική αυτή αναγνώριση χρέους είναι γνήσια, με την έννοια ότι δεν λειτουργεί απλώς ως αποδεικτικό μέσο της ύπαρξης ήδη υφιστάμενου χρέους μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, αλλά ιδρύεται νέα ενοχή μεταξύ τους.

Πηγή Εικόνας: antonatou-law.gr

Η σύμβαση είναι αναιτιώδης, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, όμως δεν θα πρέπει να έχει ως αντικείμενο παροχή που εκπληρώνεται μόνο με αιτιώδη δικαιοπραξία. Ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλλει ενστάσεις από την τυχόν υπάρχουσα παλαιά ενοχή, διασφαλιζομένης έτσι της αναγνώρισης χρέους από τα ελαττώματα της παλαιάς ενοχής. Επιπλέον, η εκπλήρωση της αφηρημένης υπόσχεσης συνεπάγεται την απόσβεση και της παλαιάς ενοχής, όπως έκανε δεκτό η απόφαση 563/2014 ΕφΛαρ.

Αντίθετα, αν στην έγγραφη υπόσχεση του χρέους μνημονεύεται η αιτία του χρέους, τότε η σύμβαση αυτή είναι αιτιώδης, άρα και εξαρτάται η σύμβαση από την ύπαρξη, το κύρος και τα ελαττώματα αυτής, εκτός αν, παρά τη αναφορά της αιτίας, η θέληση των μερών είναι να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Η διάκριση του αν πρόκειται για δικαιοπρακτική ή μη αναγνώριση, δηλαδή αν ιδρύεται νέα ενοχή ή πρόκειται για παροχή απλού αποδεικτικού μέσου στο δανειστή, και αν η αναγνώριση χρέους είναι αιτιώδης ή όχι εξαρτάται από το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσης, δηλαδή κρίσιμη είναι η ερμηνεία της θέλησης των μερών.

Εν συντομία, οι προϋποθέσεις της αφηρημένης αναγνώρισης ή υπόσχεσης χρέους είναι: 1) Δημιουργία νέας ενοχής μεταξύ των συμβαλλομένων, 2) Το κύρος και τα ελαττώματα της αιτίας της υποκείμενης σχέσης να μην επιδρούν στο κύρος και την ύπαρξη της σύμβασης αναγνώρισης χρέους, 3) Πρόθεση των μερών για δημιουργία αναιτιώδους ενοχής, με μη αναφορά της αιτίας στην έγγραφη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους ή, παρά την ύπαρξη αυτής, αποσύνδεση από αυτήν, 4) Για το αντικείμενο της παροχής να μην απαιτείται από το νόμο αιτιώδης δικαιοπραξία,  5) Έγγραφος τύπος για την έγκυρη σύσταση της σύμβασης.

Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους, από την άλλη, ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ και εξυπηρετεί άλλο χρέος, δηλαδή τη βασική σχέση των μερών. Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία είναι ισχυρή, αρκεί το περιεχόμενό της να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Σύμφωνα με την άποψη που ακολουθεί η νομολογία, η αιτιώδης αναγνώριση γεννά νέα αυτοτελή αξίωση. Όπως γίνεται γενικά δεκτό, εν αντιθέσει με την αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους του 873 ΑΚ, η αιτιώδης αναγνώριση είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν μ` αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου είτε γενικότερα στην αποσαφήνιση ή στη διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση.

Πηγή Εικόνας: inlaw.gr

Κατά κανόνα όμως με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της (άρθρ. 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης. Η νέα ενοχή δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου (οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης, ΑΠ 237/2009, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 1663/2013).

Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος υποχρέωση που έχει από ορισμένη αιτία ιδρύει νέα αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αιτία βάση υποχρέωσης, με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την, από ορισμένη αιτία, οφειλή του να μην μπορεί πλέον να προτείνει ενστάσεις από την κύρια αιτία. Οι ανωτέρω θέσεις έγιναν δεκτές από την απόφαση 65/2015 ΑΠ, με την οποία γίνεται ξεκάθαρο ότι για να υπάρξει αιτιώδης αναγνώριση χρέους προϋποτίθεται ήδη υφιστάμενη ενοχή για απόδοση παροχής, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την αναιτιώδη αναγνώριση χρέους. Η μνεία της αιτίας, όμως, στην έγγραφη υπόσχεση ή αναγνώριση λειτουργεί ως τεκμήριο του αιτιώδους αυτής.

Βλέπουμε, λοιπόν, τη λειτουργία της αναγνώρισης χρέους ως εργαλείου για την καλύτερη εξασφάλιση των δικαιωμάτων και συγκέντρωση των υποχρεώσεων των μερών. Όπως συμβαίνει, δε, γενικώς στο ενοχικό δίκαιο, η θέληση των μερών είναι αυτό που καθορίζει κάθε φορά το περιεχόμενο της συμφωνίας, ειδικά σε μια τόσο σοβαρή σύμβαση σαν και την αναγνώριση χρέους, και της προσδίδει την ιδιαίτερη σημασία της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ιωάννης Καράκωστας «ΑΓΩΓΕΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017
  • Βασίλης Βαθρακοκοίλης «ΕΡΝΟΜΑΚ, Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα» Τόμος Γ Ημίτομος Γ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2006
  • Περιοδικό Δίκη, Παλαιά Τεύχη (1/00-12/04), Τόμος 2002& Μάιος 2002, Νομολογία ΠολΔ 623
  • Απόστολος Γεωργιάδης «Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου», Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα 2017

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

  • 1456/2001 ΜΠρΤρικάλων, ΑΠ 1432/2005, ΑΠ 304/2010, ΑΠ 1663/2013, 65/2015 ΑΠ, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 1224/2010, 563/2014 ΕφΛαρ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Γεραμάνης
Παναγιώτης Γεραμάνης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το Μάρτιο του 1998 και έκτοτε είναι μόνιμος κάτοικος Μαραθώνα. Αποφοίτησε το 2021 από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως ασκούμενος δικηγόρος. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση μυθιστορημάτων, τη θέαση ποδοσφαίρου και μπάσκετ και τη ζωγραφική.