18.7 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ συνταγματική κατοχύρωση του μικτού ορκωτού συστήματος στην ποινική δίκη

Η συνταγματική κατοχύρωση του μικτού ορκωτού συστήματος στην ποινική δίκη


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Η έννοια του μικτού ορκωτού συστήματος είναι μια έννοια που συναντάται στον ποινικό κλάδο και πιο συγκεκριμένα στην ποινική δίκη, αφορώσα τη συμμετοχή των ενόρκων σε αυτήν. Βάσει αυτού και όπως το άρθρο 7§1 α & β’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής «ΚΠΔ»), το σύστημα πραγματώνεται μέσω της συμμετοχής ενόρκων στη δικαστική σύνθεση -όπου μετέχουν και οι οριζόμενοι κατά βαθμό και αριθμό εκ του νόμου δικαστές- τόσο στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (εφεξής «ΜΟΔ») όσο και στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο (εφεξής «ΜΟΕ»). Η συμμετοχή στη δικαστική σύνθεση συνεπάγεται τη δημιουργία ενός ενιαίου δικαστικού σώματος, στο οποίο υπάρχει ισοτιμία ψήφου επί όλων καταρχήν των θεμάτων της δίκης και πρωτίστως επί της ενοχής και της ποινής. Αντιπαραβάλλεται με την έννοια του αμιγούς ορκωτού συστήματος, το οποίο δεν υφίσταται στην ελληνική ποινική δικαιοσύνη και βάσει αυτού οι ένορκοι φέρουν ως αρμοδιότητα την λήψη απόφασης επί της ενοχής του κατηγορουμένου· επί θετικής απόφασης επ’ αυτής, οι τακτικοί δικαστές κατ’ επάγγελμα έχουν το λόγο επί της ποινής.

Αναφορικά με το ορκωτό σύστημα στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, αυτό ορίζεται ειδικότερα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 7§1 α&β’ ΚΠΔ, όπως αναφέρθηκε εκ προοιμίου, καθορίζεται ο αριθμός των ενόρκων στη δικαστική σύνθεση των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, ήτοι 4 στον αριθμό, που συναπαρτίζουν τη δικαστική σύνθεση μαζί με τους 3 δικαστές, πρωτοδίκες ή εφέτες κατά περίπτωση· ενδιαφέρον παρουσιάζει εμφανώς η αναλογία τριών δικαστών προς τέσσερις ενόρκους. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 383 ΚΠΔ συντάσσονται ετήσιοι γενικοί κατάλογοι ενόρκων, ενώ λαμβάνονται υπ’ όψιν τα οριζόμενα στα άρθρα 379-382 ΚΠΔ περί της ικανότητας απόκτησης της ιδιότητας του ενόρκου, τα κωλύματα επ’ αυτής, καθώς και την ανικανότητα κτήσης της ιδιότητας του ενόρκου -ισόβιας ή προσωρινής. Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας φυσικά ρυθμίζονται και άλλα ζητήματα που αφορούν τους ενόρκους, όπως ενδεικτικώς είναι ο τρόπος επιλογής ενόρκων για τη συμμετοχή στην εκάστοτε δικαστική σύνθεση και το δικαίωμα εξαίρεσης επιλαχόντων ενόρκων από τον εισαγγελέα και το δικηγόρο και την αναπλήρωση των εξαιρεθέντων εκ νέου.

Στο Σύνταγμα (εφεξής «Σ») της χώρας, το σύστημα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου τυποποιείται στο άρθρο 97 Σ, ως εξής:

Άρθρο 97: (Μικτά ορκωτά δικαστήρια)

  1. Tα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει. Oι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος.
  2. Kακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, που με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα και ειδικούς νόμους έχουν υπαχθεί έως την ισχύ του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων.

Mε νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλα κακουργήματα.

  1. Tα εγκλήματα κάθε βαθμού που διαπράττονται δια του τύπου υπάγονται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια, όπως νόμος ορίζει.

Στην ερώτηση του τι κατοχυρώνεται στο άρθρο 97 Σ αναφορικά με το μικτό ορκωτό σύστημα, εφόσον σε κάθε παράγραφο του γίνεται παραπομπή σε ειδικό νόμο, ήτοι τα ποινικά νομοθετήματα, η απάντηση δίδεται από το γράμμα του. Πιο συγκεκριμένα και ακολουθώντας τη γραμματική ερμηνεία ως μέθοδο για την μελέτη του 97 Σ καθιερώνεται συνταγματικά η ύπαρξη του μικτού ορκωτού συστήματος. Από αυτήν την παραδοχή, γίνεται κατανοητό ότι άλλα ζητήματα μερικότερα, όπως είναι η αναλογία ενόρκωνδικαστών στη δικαστική σύνθεση των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, εναπόκεινται στο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πάνω σε αυτή τη βάση γίνεται κατανοητό το ότι η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου -ήτοι οι ένορκοι- στις ποινικές διαδικασίες είναι μία ξεκάθαρη συνταγματική επιταγή, με ιστορικονομοθετικές προεκτάσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να αποβληθεί το λαϊκό στοιχείο με τροποποιητικές προβλέψεις των ποινικών νομοθετημάτων. Ωστόσο ο τρόπος συμμετοχής του, το εύρος των εξουσιών, καθώς και οι ποινικές υποθέσεις που θα τεθούν υπό την κρίση του, μπορούν να μετριαστούν από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ρητώς διαφαίνεται από το γράμμα του Συντάγματος με τη φράση «όπως νόμος ορίζει». Η παράγραφος υπ’ αριθμόν 2 της συνταγματικής ρύθμισης σε συνδυασμό με τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ αναφορικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, αλλά και ειδικότερους ποινικούς νόμους, συνιστούν μερικές οδούς που ακολουθούνται προκειμένου κάποιες υποθέσεις να μην τίθενται στη κρίση των ενόρκων, αλλά να αποφαίνονται επ’ αυτών ακραιφνώς δικαστικές συνθέσεις. Δικαιολογητικοί λόγοι αυτής της δυνατότητας δύνανται να είναι η αυξημένη νομική περιπλοκότητα των υποθέσεων αυτών είτε η ανάγκη εγγύησης για δικαιοδοτική κρίση απηλλαγμένη όσο το δυνατόν περισσότερο από συναισθηματικές παρορμήσεις που κατά τεκμήριο φέρουν οι δικαστές είτε ακόμα και οι εγγυήσεις ορθοκρισίας που φέρουν οι υπηρετούντες στο δικαστικό σώμα.

Συνοψίζοντας, το μικτό ορκωτό σύστημα που ισχύει στό ελληνικό ποινικό δίκαιο φέρει συνταγματική θεμελίωση που εγγυάται την υπάρξή του. Για τα ειδικότερα θέματα, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας είναι αυτός που καλείται να τα ρυθμίσει κανονιστικά. Κατά αυτόν τον τρόπο, το λαϊκό στοιχείο συμμετέχει στην απονομή ποινικής δικαιοσύνης συνδιαμορφώνοντας τη δικαστική απόφαση. Με ειδικότερες ρυθμίσεις μπορεί η συμμετοχή του να συρρικνώνεται ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του, δεν μπορεί ωστόσο να εκμηδενιστεί, καθώς αυτό θα σήμαινε την ολική αποψίλωση της ύλης που εκδικάζουν τα ΜΟΔ και ΜΟΕ, ούτε να αποβληθεί χωρίς πρότερη συνταγματική αναθεώρηση. Η συμμετοχή μάλιστα του ενορκικού σώματος υφίσταται και σε α’ δικαιοδοτικό βαθμό, αλλά και σε β’ βαθμό, γεγονός με μη απαρατήρητη σημασία.


Πηγές
  • Σύνταγμα της Ελλάδας: https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/
  • Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
  • Αδάμ Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης, 9η έκδοση, αναθεωρημένη με βάση το νέο ΚΠΔ, 2019, Εκδόσεις Σάκκουλα

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.