23 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαIL RISORGIMENTO - «Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ». Η ιταλική ενοποίηση, Μέρος Α'

IL RISORGIMENTO – «Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ». Η ιταλική ενοποίηση, Μέρος Α’


Του Πελοπίδα-Παναγιώτη Κουλούρη,

Οι συνθήκες, που επικρατούσαν στην Ευρώπη πριν την ιταλική ενοποίηση

Η Ιταλική ενοποίηση (il Risorgimento, ή «Η αναβίωση») ήταν το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, κατά το οποίο συσσωματώθηκαν διαφορετικά κράτη της ιταλικής χερσονήσου στο ενιαίο κράτος της Ιταλίας στην διάρκεια του 19ου αιώνα. Παρά την έλλειψη συναίνεσης, όσον αφορά τις ακριβείς ημερομηνίες για την έναρξη και το τέλος αυτής της περιόδου, πολλοί μελετητές συμφωνούν ότι η διαδικασία ξεκίνησε το 1815 με το Συνέδριο της Βιέννης και το τέλος της διοίκησης του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, και έκλεισε κάποια στιγμή, γύρω στο 1871 με τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο, συνέπεια, του οποίου ήταν και η γερμανική ενοποίηση. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος είχε λήξει και οι Μεγάλες Δυνάμεις μετρούσαν τις απώλειες και τα κέρδη τους από τον πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός δεν έλυσε κανένα βασικό πρόβλημα, ούτε απέφερε ουσιαστικά και μόνιμα οφέλη στη Βρετανία και τη Γαλλία, που ήταν πρωταγωνίστριες. Για την Ρωσία, η υπόθεση της Κριμαίας αποτέλεσε μία ταπείνωση και ένα μάθημα να μην υποτιμά τις διαθέσεις των δυτικών συμμάχων της και της επιμονής του στο δόγμα της «ακεραιότητας του μεγάλου ασθενή», δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μία σημαντική, ακόμη, επίπτωση του πολέμου για την Ρωσία, ήταν η μείωση της εκτίμησης προς τις στρατιωτικές της ικανότητες, κάτι, που είχε κερδίσει επάξια την επαύριον των ναπολεόντειων πολέμων.

Επίσης, και η Πρωσία βρέθηκε υποβαθμισμένη από τον κριμαϊκό πόλεμο, καθώς δεν είχε συμπράξει στον αντι-ρωσικό συνασπισμό και δε θα προσκαλούταν στο Συνέδριο των Παρισίων (1856), αν δεν ήταν μία εκ των εγγυητριών δυνάμεων της Συνθήκης των Στενών (1841). Βέβαια, αυτή η πρωσική ουδετερότητα στον πόλεμο της Κριμαίας είχε μακροπρόθεσμα οφέλη για το γερμανικό κρατίδιο, καθώς ο πόλεμος, πρώτον, επέφερε ανισορροπία εντός της Ευρώπης και δεύτερον, η θετική στάση των Πρώσων απέναντι στην Ρωσία είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μία αλληλοκατανόηση μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία αποδείχθηκε καίριας σημασίας, όταν έγινε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη Γαλλία και την Αυστρία. Η Αυστρία, λόγω της οπορτουνιστικής στάσης της κατά τον κριμαϊκό πόλεμο, κέρδισε την αντιπάθεια τόσο της Ρωσίας όσο και της Πρωσίας. Ωστόσο, αν έπρεπε να ορίσουμε έναν κερδισμένο από τον Κριμαϊκό Πόλεμο, αυτός ήταν η Γαλλία, καθώς το Συνέδριο Ειρήνης έλαβε χώρα στο Παρίσι, αντανακλώντας τον κεντρικό της ρόλο στον πόλεμο. Πέρα από το γόητρο, η Γαλλία δεν είχε σημαντικό λόγο για να νιώθει νικήτρια, καθώς ο στόχος του Ναπολέοντα Γ’, μέσα από τον πόλεμο να ανατρέψει το ευρωπαϊκό status quo, δεν επετεύχθη. Εφόσον, λοιπόν, ο Γάλλος μονάρχης δεν πέτυχε τον σκοπό του να επαναφέρει την Γαλλία στη θέση, που την είχε φέρει ο θείος του, Ναπολέων Βοναπάρτης, ένιωθε επισφαλής, Επομένως, θα επεδίωκε, ξανά, να ανατρέψει το status quo, κάτι, που αποτελούσε θέμα χρόνου και τόπου.

Οι διεργασίες, που οδήγησαν στην ενοποίηση της Ιταλίας και τα εμπόδια, που συνάντησε

Η καλύτερη, λοιπόν ευκαιρία, για τις επιδιώξεις του Ναπολέοντα Γ’, ήταν η Ιταλία. Φυσικά, ο Γάλλος μονάρχης πλησίασε τον στόχο του πλαγίως, διότι αν τον προσέγγιζε ευθέως θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με την Πρωσία ή την Αυστρία. Δεν θα τολμούσε να ανακαταλάβει τη δυτική πλευρά του Ρήνου, όπως ο θείος του, καθώς δεν ήθελε να αντιμετωπίσει και εκείνος τον συνασπισμό Βρετανίας – Πρωσίας – Αυστρίας του 1815. Ως υποκατάστατο, λοιπόν, εστράφη προς την Ιταλία, καθώς, ναι μεν, υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις στο εσωτερικό για την ανατροπή του ευρωπαϊκού status quo και υπήρχε η κατάλληλη ηγεσία για το σκοπό αυτόν, με τον ηγέτη του Πεδεμοντίου, κόμη Camille de Cavour. Μετά τις εξεγέρσεις του 1848, ο Mazzini και οι οπαδοί του προχώρησε σε πραξικοπηματικές κινήσεις, χωρίς επιτυχία, με πιο χαρακτηριστική απόπειρα εκείνη στο Μιλάνο, το 1853. Ο Mazzini ηγείτο του Εθνικού Κόμματος, το οποίο είχε ιδρύσει στο Λονδίνο, το 1850. Στόχος του ήταν η δημιουργίας μίας ομόσπονδης Ιταλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Ιταλίας. Οι αποτυχημένες προσπάθειες του Mazzini για κατάληψη της εξουσίας, αφενός αποδυνάμωσαν την απήχησή του προς τις μάζες και αφετέρου ενίσχυσαν την άποψή του, πως χωρίς οργανωμένο στρατό, πολεμικά εφόδια, πειθαρχία και ισχυρή ηγεσία ήταν αδύνατο να ενωθεί η Ιταλία.

Τα πλεονεκτήματα αυτά, τα προσέφερε μόνο το Πεδεμόντιο και μόνο η δημιουργία ενός ενιαίου βασιλείου θα μπορούσε να ενωθεί η χώρα. Το στόχο αυτόν, έθεσε ο ηγέτης της ιταλικής ενοποίησης, Καβούρ. Το 1848 δεν ενεπλάκη στις εξεγέρσεις και μετά από θητεία σε διάφορα υπουργεία, το Νοέμβριο του 1852 έγινε πρωθυπουργός του Πεδεμοντίου. Από την αρχή της πρωθυπουργίας του, ο Καβούρ έθεσε ως στόχο την ενοποίηση της Ιταλίας και πάνω σε αυτόν το στόχο εργάστηκε πολύπλευρα. Η πρώτη ευκαιρία για την υλοποίηση αυτού του στόχου, ήταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Βασικός στόχος του Καβούρ ήταν να απομονωθεί η Αυστρία από τις δυτικές δυνάμεις. Ωστόσο, η ένταξη της Αυστρίας στον αντι-ρωσικό συνασπισμό ήταν ενάντια στις επιδιώξεις του. Γι’ αυτό, έθεσε το Πεδεμόντιο στον αντι-ρωσικό συνασπισμό, προκειμένου να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις μετά τον πόλεμο.  Προσέφερε 15.000 στρατό και τον Απρίλιο του 1855, το εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε για την Κριμαία, όπου παρέμεινε αδρανές μέχρι τις 16 Αυγούστου στη μία και μοναδική μάχη με τους Ρώσους, που στοίχισε 16 νεκρούς. Αυτό έφτανε, ώστε το Πεδεμόντιο να συμμετάσχει στο Συνέδριο των Παρισίων (1856), με τη βρετανική υποστήριξη, παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων. Ο Καβούρ προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Ρώσους με διάφορες δικαιολογίες για την ένταξη του Πεδεμοντίου στον αντι-ρωσικό συνασπισμό, γεγονός, που εκνεύρισε τους Βρετανούς. Το αποτέλεσμα ήταν ο Καβούρ να γυρίσει με άδεια χέρια από το Παρίσι.

Το παράδοξο είναι, ότι το 1857 προσέφερε στη Βρετανία μία φρεγάτα, στην προσπάθειά τους να καταστείλουν την πρώτη μεγάλης κλίμακας εξέγερσης των Ινδών κατά της βρετανικής κατοχής, την ονομαζόμενη Μεγάλη Ανταρσία. Δηλαδή, ο Καβούρ προσέφερε βοήθεια, ώστε να καταπνιγεί ο εθνικισμός ενός άλλου λαού. Την ίδια χρονιά, πρότεινε τη δημιουργία ενός ρωσο-πεδεμοντικού συνασπισμού κατά της Αυστρίας, προσφέροντας μία μικρή ναυτική βάση στη Νίκαια. Αυτό εξόργισε τους Βρετανούς, καθώς του υπενθύμισαν ότι ο Κριμαϊκός δεν έγινε για να βγει η Ρωσία στη Μεσόγειο.

Ο Καβούρ αναζητούσε έναν σύμμαχο για να προκαλέσουν μία γενικότερη ανάφλεξη στην Ευρώπη και το σύμμαχο αυτόν τον βρήκε στο πρόσωπο του Ναπολέοντα Γ΄. Οι δύο ηγέτες σύναψαν μυστική συμφωνία, που εξέφραζε τις «λατινικές φυλές» εναντίον των Τευτόνων. Έτσι, στις 20 Ιουλίου 1858 στην Plombières (Πλομπιέρ) υπεγράφη μυστική συμφωνία μεταξύ των δύο, όπου αποφάσισαν την από κοινού κήρυξη του πολέμου στην Αυστρία διευθετώντας τα σχετικά με τη διανομή των κερδών, την αφορμή, που θα προκαλούσαν για την κήρυξη του πολέμου και το χρόνο δράσης. Μετά την Πλομπιέρ, ο Καβούρ διεύρυνε τις συμμαχίες του. Παρέδωσε στους Ρώσους μία μικρή ναυτική βάση στη Νίκαια με την ελπίδα ο Τσάρος να εμπλακεί  στην επερχόμενη σύρραξη με την Αυστρία και φυσικά, πρότεινε συνεργασία με την Πρωσία, την οποία θεωρούσε φυσική ηγέτιδα των Γερμανών, με τη σύμπραξη αυτή να είναι φυσιολογική, λόγω του αυστροπρωσικού ανταγωνισμού.

Η Πρωσία επέλεξε να μην εμπλακεί, όπως και στον Κριμαϊκό, καθώς περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για την υλοποίηση των δικών της σχεδίων (γερμανική ενοποίηση). Σημαντικό ρόλο, στις προσπάθειες του Καβούρ, έπαιξε και ο χρηματισμός του Τύπου, με σκοπό την παραπληροφόρηση της διεθνούς κοινής γνώμης. Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν νέο, αλλά σε αυτή τη φάση με τον Καβούρ και λίγο αργότερα με τον Μπίσμαρκ, ανάγεται σε συστηματική προπαγάνδα και βασικό μέσο για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ο έμπιστος του Καβούρ και πρόεδρος της Εθνικής Εταιρίας, κατέστρωνε σχέδια την πρόκληση του πολέμου, με ημερομηνία έναρξης των εχθροπραξιών να είναι η 1η Μαΐου 1859. Βασική ιδέα ήταν η πρόκληση επεισοδίων, ώστε να αναγκαστεί η Αυστρία να κηρύξει τον πόλεμο, έχοντας το στίγμα του επιτιθέμενου. Η Αυστρία, όντας ανίκανη να αντιδράσει στις προκλήσεις των Ιταλών, έστειλε τελεσίγραφο στον Καβούρ στις 23/4, το οποίο απέρριψε. Στις 27/4 η Αυστρία εισέβαλε στη Σαρδηνία και η Γαλλία βρήκε την αφορμή για να κηρύξει τον πόλεμο. Η μάχη της Magenta και του Solferino και η κατάληψη του Μιλάνου ήταν γαλλικές επιτυχίες. Σε τρεις μήνες οι γαλλοϊταλικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Λομβαρδία, ενώ η Βενετία ήταν, ακόμα, υπό αυστριακή κατοχή. Στις 11 Ιουλίου 1859, ο Ναπολέων Γ΄ υπογράφει ανακωχή με την Αυστρία, προκαλώντας αντιγαλλική υστερία στους Ιταλούς πατριώτες. Ο βασιλιάς του Πεδεμοντίου Βίκτωρ Εμμανουήλ αναγκάστηκε να δεχθεί τα τετελεσμένα και ο Καβούρ οδηγήθηκε σε παραίτηση. Η Λομβαρδία εντάχθηκε στο βασίλειο του Πεδεμοντίου της Άνω Ιταλίας και η κεντρική Ιταλία επανήλθε στο παλαιό καθεστώς. Οι ρυθμίσεις αυτές επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη της Ζυρίχης το Νοέμβριο του 1859. Στις 24 Μαρτίου 1860, ο Καβούρ υπέγραψε τη Συνθήκη του Τορίνο, σύμφωνα με την οποία παραχώρησε τη Νίκαια και τη Σαβοΐα στη Γαλλία με αντάλλαγμα την προσάρτηση των κρατιδίων της κεντρικής Ιταλίας από τη Σαρδηνία. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ο Giuseppe Garibaldi αναλαμβάνει και αυτός δράση, προς το όνειρο της ενοποίησης.

Η συνέχεια στο Β΄ μέρος…


Πηγές

  • Πάνος Τσακαλογιάννης, Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία – Από τη Βαστίλλη στον 21ο αιώνα, Τόμος Ά, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.
  • Serge Berstein – Pierre Milza, Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνων 1815 – 1919, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Πελοπίδας-Παναγιώτης Κουλούρης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Το 2014 ξεκίνησε τις σπουδές του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου αποφοιτώντας το 2018. Τον Οκτώβριο ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Νεαπόλεως Πάφου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία". Στο OffLine Post αρθρογραφεί για τις κατηγορίες Πολιτικού και Ιστορίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ