24 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΒιβλιοΔιαβάσαμε και προτείνουμε: «Τα εγγόνια του Ομήρου» της Χριστίνας Πετροπούλου

Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Τα εγγόνια του Ομήρου» της Χριστίνας Πετροπούλου


Της Χιόνας Οικονομάκη, 

Η έννοια της πολιτιστικής ταυτότητας έχει, ιστορικά, αναδειχθεί ως ένα ζήτημα διαχρονικό, το οποίο βρίσκει «πρόσφορο έδαφος» σε περιοχές στις οποίες κατοικεί μεγάλος αριθμός μειονοτήτων, που επιδιώκει τη διατήρηση των ιδιαίτερων αυτών πολιτιστικών στοιχείων που συνθέτουν την κουλτούρα του. Μία τέτοια περίπτωση συναντάται στη γειτονική μας Ιταλία και συγκεκριμένα στην περιφέρεια της Καλαβρίας, της «Ακρόπολης της μεγάλης Ελλάδας», όπως έχει χαρακτηριστεί. Στο βιβλίο Τα εγγόνια του Ομήρου: Μνήμη, Συγγένεια, Ταυτότητα στο Γκαλλιτσιανό της Καλαβρίας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, η Κοινωνική Ανθρωπολόγος και συγγραφέας του βιβλίου, Χριστίνα Πετροπούλου, παραθέτει τα συμπεράσματα που εξήγαγε από τη χρόνια επιτόπια έρευνα που διεκπεραίωσε στην περιοχή, αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα πολιτιστικά της στοιχεία. Τα γνωρίσματα αυτά, τα οποία έχουν μία ιστορική συνέχεια και παραμένουν ζωντανά μέσα στον χρόνο, συντελούν στην παγίωση της ιδέας μίας κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς, αμιγώς ελληνικής και, ταυτοχρόνως, διανθισμένης με στοιχεία άγνωστα σε εμάς, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα.

Η συγγραφέας του βιβλίου, Χριστίνα Πετροπούλου. Πηγή Εικόνας: biblionet.gr

Η Χριστίνα Πετροπούλου, γεννημένη στο Τουρκολέκα της Αρκαδίας, σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο “La Sapienza” στην πόλη της Ρώμης, ενώ, επιπρόσθετα, πραγματοποίησε Ονοματολογικές και Γλωσσολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης “Tor Vergata”. Ακόμα, έχει πραγματοποιήσει πλήθος επιτόπιων ερευνών με ανθρωπολογικά, κοινωνικά, γλωσσικά και αμιγώς πολιτιστικά ενδιαφέροντα. Η περίπτωση των ελληνόφωνων χωριών της Καλαβρίας, μάλιστα, την απασχόλησε ιδιαίτερα κι έτσι, κατόπιν της αρωγής που προσέφερε το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών και το Ιταλικό Ινστιτούτο Αθηνών, παρέμεινε στην περιοχή για έξι χρόνια, πραγματοποιώντας ενδελεχείς επιτόπιες έρευνες. Καταπιανόμενη με μεθόδους όπως η συμμετοχική παρατήρηση, οι συνεντεύξεις, το αρχειακό υλικό και το ημερολόγιο εργασίας, κατόρθωσε να εξοικειωθεί με τους ντόπιους της περιοχής, οι οποίοι, με τη σειρά τους, την εμπιστεύτηκαν, επιτρέποντάς της να διεισδύσει στην καθημερινότητα και την ιδιαίτερη κουλτούρα τους.

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, η συγγραφέας διασαφηνίζει τη σημαντικότητα της μεθόδου της επιτόπιας έρευνας, υπογραμμίζοντας τα προτερήματά της σε σχέση με τη βιωματική εμπειρία που ο ίδιος ο ερευνητής αποκτά κατόπιν ενεργούς συμμετοχής στην καθημερινότητα των ντόπιων. Αυτή ακριβώς η συμμετοχή, απόρροια ειλικρινούς ενδιαφέροντος για την περιοχή και τους κατοίκους της, έκανε τους τελευταίους να δείξουν εμπιστοσύνη στην ερευνήτρια και να της αποκαλύψουν ακόμα και πιο ενδόμυχες πτυχές της προσωπικής ή οικογενειακής ζωής τους, συντελώντας καθοριστικά στην εξαγωγή σημαντικότατων συμπερασμάτων που αφορούν την ίδια την έρευνα. Επίσης, στο βιβλίο παρατίθενται ιστορικά στοιχεία σχετικά με το Γκαλλιτσιανό, αλλά και την Καλαβρία γενικότερα, δίνοντάς μας πλήθος πληροφοριών για τη ζωή των κατοίκων μέσα στα χρόνια και αντιπαραβάλλοντας την οικονομική και κοινωνική διάρθρωση της κοινότητας έως τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με τα σημερινά δεδομένα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο που αφορά την πορεία του Ελληνισμού της Ιταλίας από το παρελθόν έως και σήμερα, τις αλλαγές που αυτός υφίστατο, αλλά και τα πολιτιστικά στοιχεία που έχουν υποστεί αλλοίωση ή έχουν παραμείνει αλώβητα. Η πολιτισμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο λαούς βρίσκεται, άλλωστε, στο επίκεντρο του βιβλίου, αναδεικνύοντας από τη μία τη δυναμική του ελληνικού πολιτισμού και από την άλλη τη δυνατότητα αφομοίωσης ιταλικών στοιχείων. Στη συνέχεια του βιβλίου, θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αλληλοεξαρτώμενη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη της Ιστορίας και αυτή της Ανθρωπολογίας. Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνεται η άρρηκτη διασύνδεση ανάμεσα στη μεσογειακή ανθρωπολογία και την ιστορία, η οποία σχετίζεται με την καταγραφή και την ουσιαστική κατανόηση της κοινωνικής συμπεριφοράς των ντόπιων κατοίκων.

Το ελληνόφωνο χωριό Γκαλλιτσιανό της επαρχίας Ρηγίου. Πηγή εικόνας: flickr.com / Φωτογράφος και δικαιώματα χρήσης: stefano vadalà / Flickr

Εν συνεχεία, η μελετητήρια δίνει έμφαση στους θεμελιώδεις θεσμούς που απαρτίζουν μία κοινότητα, όπως είναι η οικογένεια, η συγγένεια και ο γάμος. Αναλυτικότερα, γίνεται λόγος για τη δομή της οικογένειας και για την έννοια της «ράτσας», κάτι που στα ελληνικά δεδομένα μάλλον θα μεταφράζαμε ως «γενιά», ενώ ένα σημαντικό τμήμα του κεφαλαίου αφορά την περίπτωση των «νόθων» παιδιών. Επρόκειτο για ένα συχνό κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε απόρροια της απουσίας των ανδρών, είτε ως στρατευμένων είτε ως μεταναστών, και της σύναψης σχέσεων με άλλους άνδρες από μέρους των γυναικών που παρέμεναν στην Καλαβρία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω από τον θεσμό της οικογένειας παρουσιάζει το ζήτημα των ξαδέρφων. Πιο συγκεκριμένα, τα παράλληλα πατροπλευρικά ξαδέρφια ονομάζονται «ξαδέρφια του αίματος» ή «πραγματικά ξαδέρφια» και στη νοητή ιεραρχική οικογενειακή διάταξη κατέχουν θέση ισότιμη με αυτή του αδελφού. Στον αντίποδα, τα ξαδέρφια από τη μεριά της μητέρας ονομάζονται «ξαδέρφια του γάλακτος» και θεωρούνταν σαφώς υποδεέστεροι, μακρινοί συγγενείς.

Το ζήτημα του προσδιορισμού της ταυτότητας αποτελεί έναν από τους κεντρικότερους θεματικούς άξονες του βιβλίου. Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60 θα γεννηθεί η ιδέα της «αφύπνισης της ελληνικότητας», στη διάρκεια μίας βυζαντινής λειτουργίας, οπότε δύο καθηγητές λυκείου από το Ρήγιο θα αντιληφθούν το μεγαλείο της κληροδοτημένης αυτής πολιτιστικής κληρονομιάς. Σειρά έχει ένας διχασμός ταυτότητας, ο οποίος ήταν, μάλλον, εύλογος και χαρακτηρίζει και την ίδια την Ελλάδα εδώ και πολλούς αιώνες: Η ελληνικότητα άπτεται, άραγε, στην ένδοξη Αρχαία Ελλάδα, τους δώδεκα θεούς και τον μεγάλο Όμηρο, ή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον Xριστιανισμό και τον θεσμό της Aυτοκρατορίας; Ένα ερώτημα χωρίς σαφή απάντηση, το οποίο, όμως, δημιουργεί προβληματισμούς και θρέφει το πνεύμα, εμπλουτίζοντάς το με νέες γνώσεις και προσλαμβάνουσες.

Το βιβλίο της Χριστίνας Πετροπούλου με τίτλο Τα εγγόνια του Ομήρου συνιστά μία εξαίρετη ανθρωπολογική μελέτη, η οποία διανθίζεται με αποσπάσματα από τις ζωντανές συνεντεύξεις των ντόπιων κατοίκων, στις οποίες παραθέτουν τις προσωπικές τους εμπειρίες αναφορικά με το εκάστοτε εξεταζόμενο ζήτημα, αλλά και με φωτογραφικό υλικό, το οποίο μας «ταξιδεύει» οπτικά στην κοινότητα των Γκαλλιτσιανών. Η ενδελεχής αναγνωστική περιήγηση μέσα σε έναν λαό με ελληνικές καταβολές που εμπλουτίστηκε από ιταλικά στοιχεία και η ταυτόχρονη παράθεση των ιστορικών λεπτομερειών που πλαισίωναν όλες αυτές τις πολιτιστικές διαφοροποιήσεις είναι γνωρίσματα που καθιστούν την εν λόγω μελέτη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ευανάγνωστη και, ταυτοχρόνως, επιστημονικά τεκμηριωμένη. Το εν λόγω πόνημα, λοιπόν, δύναται να προσφέρει στον αναγνώστη πλήθος πληροφοριών, διευρύνοντας τους ορίζοντές του και «ταξιδεύοντάς» τον σε έναν λαό ιδιαίτερο, με μία κουλτούρα μοναδική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χιόνα Οικονομάκη
Χιόνα Οικονομάκη
Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Κατάγεται από τη Μάνη και αγαπάει ιδιαίτερα τον τόπο της και την Ιστορία του. Από μικρή ηλικία της άρεσε η λογοτεχνία και αργότερα η ποίηση. Αγαπημένος της ποιητής είναι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.