16.1 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤο «Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων»: Μία «σταγόνα» στον «ωκεανό» των κρίσεων του...

Το «Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων»: Μία «σταγόνα» στον «ωκεανό» των κρίσεων του ρωμαϊκού κράτους


Του Θανάση Μπούτσικα,

Το έτος 192 μ.Χ., η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου. Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια τυραννικής εξουσίας, δολοφονείται την 31η Δεκεμβρίου δια στραγγαλισμού στα λουτρά του από τον πυγμάχο Νάρκισσο υπό την καθοδήγηση μελών της Συγκλήτου. Η μεγαλομανία του Κομμόδου, η κακή διαχείρηση των κρατικών υποθέσεων, ο συγκεντρωτισμός καθώς και οι επαναλαμβανόμενες εκτελέσεις αριστοκρατών ανάγκασαν μια ομάδα συνωμοτών με πρωτεργάτες τον Λαίτιο και τον Εκλεκτό να πάρουν τη μοίρα στα χέρια τους. Η πράξη αυτή, αν και απάλλαξε το ρωμαϊκό κράτος από τον «κακό δυνάστη», δεν έφερε κάποια αναζωογόνηση στο κράτος, παρά μόνο νέα προβλήματα.

Η δολοφονία του Κομμόδου χωρίς φυσικό ή θετό κληρονόμο δημιούργησε ένα κενό στην εξουσία που έπρεπε να καλυφθεί. Μέσα στο επόμενο έτος, πέντε ισχυροί υποψήφιοι θα εμπλακούν σε μια εμφύλια διαμάχη για τη διεκδίκηση του αυτοκρατορικού στέμματος, απειλώντας την ακεραιότητα των εδαφών που ευελπιστούσαν να ελέγξουν. Αυτό ήταν το «Έτος των Πέντε Αυτοκρατόρων», η μεγαλύτερη πολιτική δοκιμασία της Ρώμης του 2ου αιώνα μ.Χ., της οποίας η έκβαση όχι μόνο θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση μιας νέας δυναστείας, αλλά και στη σοβαρότερη πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσει σε όλη την ιστορία της ύπαρξής της η αυτοκρατορία, την κρίση του 3ου αι.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων που έλαβαν χώρα μετά τον θάνατο του Κομμόδου και τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν τις διάφορες πτυχές της ζωής των Ρωμαίων. Η δολοφονία του Κομμόδου σήμανε την πτώση της δυναστείας των Αντωνίνων, οι οποίοι για έναν αιώνα κατάφεραν όχι μόνο να διατηρήσουν την ισορροπία, αλλά και να φέρουν μια νέα χρυσή εποχή με πέντε διαδοχικούς άξιους αυτοκράτορες.

Άγαλμα που αποδίδει πιθανώς τον Περτίνακα. Πηγή εικόνας: commons.m.wikimedia.org

Οι πρωταγωνιστές του φόνου, δηλαδή ο έπαρχος των Πραιτοριανών Λαίτιος και ο αρχιθαλαμηπόλος Εκλεκτός, ανακηρύξαν τον Περτίνακα (Pertinax) ως νέο Καίσαρα την 1η Ιανουαρίου του 193 μ.Χ. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτός ήταν ο εγκέφαλος της όλης επιχείρησης, κυρίως λόγω της άμεσης ανάδειξής του σε αυτοκράτορα μετά τη δολοφονία του Κομμόδου, αλλά μάλλον αυτή η υπόθεση στηρίζεται σε λόγια πολιτικών αντιπάλων, μιας και ο ίδιος ο Περτίναξ, πριν πάρει τα ηνία, έστειλε δικό του απεσταλμένο να τον διαβεβαιώσει για τον θάνατο του προηγούμενου αυτοκράτορα. Ο Περτίναξ φάνηκε ως η καταλληλότερη επιλογή για τη θέση. Αν και ταπεινής σχετικά καταγωγής (ήταν γιος απελεύθερου σκλάβου), είχε κερδίσει την εκτίμηση πολλών, έχοντας υπηρετήσει ως στρατιωτικός στους πολέμους του Μάρκου Αυρηλίου και έχοντας κερδίσει τα αξιώματα του ύπατου και ανθύπατου Αφρικής.

Επιπλέον, υπήρξε κυβερνήτης των επαρχιών της Μοισίας, Δακίας, Συρίας και Βρετανίας στην πρώτη του θητεία ως ύπατος, ενώ τη δεύτερη φορά που έλαβε το αξίωμα επί Κομμόδου υπηρετούσε ως Πολίαρχος της ίδιας της πόλης της Ρώμης. Στην ανέλιξή του βοήθησε και το γεγονός ότι δε συμμεριζόταν τις απόψεις του προηγούμενου αυτοκράτορα σχετικά με τη στάση του ηγέτη. Δεν έδωσε κανέναν τίτλο στην οικογένειά του και για τον εαυτό του προτίμησε  να κρατήσει μόνο την επονομασία “Princeps Senatus” (Πρώτος Πολίτης της Συγκλήτου).

Στο σύντομο χρονικό διάστημα που παρέμεινε στο αυτοκρατορικό αξίωμα, προσπάθησε να ανακαλέσει τις πολιτικές του προκατόχου του και να φέρει την αναγκαία ευημερία στην αυτοκρατορία, όμοια με αυτή των χρόνων του Μάρκου Αυρηλίου, έχοντας να αντιμετωπίσει βέβαια μία δυσμενή κατάσταση, κυρίως όσον αφορά τα οικονομικά. Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία που συνάντησε ήταν η Πραιτοριανή Φρουρά, η οποία διατηρούσε τη φήμη του «βασιλοποιού» στη Ρώμη. Ο Περτίναξ επιχείρησε να επιβάλει αυστηρότερη πειθαρχία στους πραιτοριανούς μετά από μία πρώτη προσπάθειά τους τον Μάρτιο του 193 να τον καθαιρέσουν, ενώ αρνήθηκε να τους δώσει την περίφημη «δωρεά» (donativum), έχοντας πουλήσει όλη την περιουσία του Κομμόδου για να γεμίσει τα άδεια κρατικά ταμεία.

Προτομή του Σεπτίμιου Σεβήρου. Εκτίθεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Πηγή εικόνας: commons.m.wikimedia.org

Στις 28 Μαρτίου του ίδιου έτους, ο Περτίναξ, μετά από μόλις τρεις μήνες στην εξουσία, δολοφονείται από μία ομάδα της τάξης των 200-300 στρατιωτών (οι αριθμοί διαφέρουν ανάλογα με το αν βασίζεται κάποιος στην Historia Augusta ή στον Κάσσιο Δίωνα), οι οποίοι εισβάλλουν στο παλάτι. Μετά από αυτό η Φρουρά των Πραιτοριανών έβγαλε την Πορφύρα σε πλειστηριασμό. Ο μεγαλύτερος πλειοδότης θα γινόταν ο νέος Καίσαρας. Σε αυτόν τον «αγώνα» έλαβαν μέρος ο πεθερός του αποθανόντος αυτοκράτορα Τίτος Φλάβιος Σουλπικιανός και ο ανθύπατος Αφρικής Δίδιος Ιουλιανός.

Ήταν ο Δίδιος που κατάφερε να εξαγοράσει την πίστη των στρατιωτών, οι οποίοι άνοιξαν τις πύλες της πόλης και τον ανακηρύξαν αυτοκράτορα, δίνοντάς του και το όνομα «Κόμμοδος». Φυσικά, πέρα από το όνομα απέκτησε και τη φήμη που κατείχε ο εκλιπών Αντωνίνος ηγεμόνας στα μάτια του απλού λαού. Ο Δίδιος υποτίμησε ξανά την αξία του νομίσματος, αναιρώντας τις βελτιωτικές ενέργειες του Περτίνακα και επανέφερε το κλίμα φόβου και απολυταρχίας, με την όποια αντίσταση να τιμωρείται από τον στρατό. Η λαϊκή δυσαρέσκεια άρχισε να «χτυπάει ταβάνι» για άλλη μια φορά, με τους πολίτες της Ρώμης να τον αποδοκιμάζουν συνέχεια με επίθετα όπως «ληστής» και «πατροκτόνος», και πολλές φορές να φτάνουν στο σημείο να πετούν λίθους. Μέχρι και η Σύγκλητος συμμετείχε σε αυτό το «πανηγύρι».

Ωστόσο, μέσα από το νέφος της νέας τυραννίδας άρχισαν να «αχνοφαίνονται» ελπίδες. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της βασιλείας του Διδίου αναδείχθηκαν από διάφορες γωνιές της Αυτοκρατορίας προσωπικότητες που αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του αυτοκράτορα και, στηριζόμενες στην αντιπάθεια του κοινού, αυτοανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες στις αρχές Απριλίου του 193 μ.Χ., ξεκινώντας έναν νέο κύκλο εμφυλίων διαμαχών. Αυτοί ήταν ο Πεσκήννιος Νίγηρ, ο Κλαύδιος Αλβίνος και ο περίφημος Σεπτίμιος Σεβήρος.

Νόμισμα με τη μορφή του Διδίου Ιουλιανού. Πηγή εικόνας: corvinus.nl

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος ήταν ο πρώτος εκ των τριών ανδρών που ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στις 9 Απριλίου του 193. Ήταν το τυπικό παράδειγμα Ρωμαίου αριστοκράτη-γραφειοκράτη. Γόνος εύπορης οικογένειας με παράδοση στην πολιτική ζωή, έλαβε από παιδική ηλικία κλασική ελληνορωμαϊκή παιδεία και ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για τις νομικές και φιλοσοφικές σπουδές. Είχε διατελέσει διοικητής της 4ης Σκυθικής Λεγεώνας στη Συρία εν καιρώ και ανέλαβε την πρώτη του θέση ως διοικητής επαρχίας με στρατεύματα μόλις το 191 στην Παννονία. Ήταν όμως αρκετά οξυδερκής. Όταν έφθασαν στη Ρώμη τα νέα για την ανακήρυξή του σε αυτοκράτορα από τις λεγεώνες στην Παννονία, ο Δίδιος Ιουλιανός τον ανακήρυξε δημόσια εχθρό του κράτους λόγω της μικρής σχετικά γεωγραφικής απόστασής του από τη Ρώμη και διέταξε τους πραιτοριανούς να οχυρώσουν την πόλη και να προετοιμαστούν για άμυνα.

Οι πραιτοριανοί, ωστόσο, λόγω αποχής από στρατιωτικές επιχειρήσεις και εξαιτίας της ενασχόλησής τους με τη διαχείριση των πολιτικών ζητημάτων της πόλης, δεν προέβαλαν αξιόλογη αντίσταση ενάντια στα πειθαρχημένα στρατεύματα του Σεβήρου, ο οποίος συγκέντρωσε την υποστήριξη του λαού, συμβούλων του Ιουλιανού και μέρος του στρατού του. Η Πραιτοριανή Φρουρά προτίμησε να παραδώσει τους δολοφόνους του Περτίνακα και να ενημερώσει τη Σύγκλητο, αφού πρώτα έλαβε διαβεβαίωση ότι δε θα πάθαιναν κανένα κακό.

Σαν τελευταία κίνηση απελπισίας, ο Δίδιος πρότεινε στον Σεπτίμιο να συγκυβερνήσουν, κάτι που δεν έγινε δεκτό, γιατί ο τελευταίος είχε ήδη έρθει σε συμφωνία με τον Κλαύδιο Αλβίνο, στον οποίο έδωσε τον τίτλο του Καίσαρα (χωρίς, όμως, ουσιαστικές εξουσίες). Τελικά, η Γερουσία επίσημα ανακοίνωσε τον Σεπτίμιο Σεβήρο ως νέο αυτοκράτορα, θεοποίησε τον Περτίνακα και καταδίκασε σε θάνατο τον Δίδιο Ιουλιανό. Μετά την εκτέλεση του Διδίου, ο Σεβήρος εισήλθε νικητής στη Ρώμη.

Ως αυτοκράτορας, πλέον, ο Σεβήρος αρχικά κινήθηκε εναντίον του διοικητή της Συρίας Πεσκήννιου Νίγηρα, ο οποίος είχε συγκεντρώσει στο πρόσωπό του την υποστήριξη των ανατολικών επαρχιών και είχε ανακηρυχθεί από τις λεγεώνες του αυτοκράτορας στα τέλη Απριλίου του 193, καθώς και του προσωρινού συμμάχου του Κλαύδιου Αλβίνου στα δυτικά. Πρώτα στράφηκε κατά του Νίγηρα προς Ανατολάς, σε έναν εμφύλιο που κράτησε από το καλοκαίρι του 193 μέχρι και τον Μάιο του 194, οπότε και ηττήθηκε στη μάχη της Ισσού.

Την ίδια χρόνια, ο Σεπτίμιος εξελέγη ύπατος μαζί με τον Αλβίνο. Αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, δεν υπήρχε συνέχεια στη συμμαχία. Ο Κλαύδιος Αλβίνος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 196 μ.Χ., αφού ειδοποιήθηκε ότι ο Σεπτίμιος προτίμησε τον γιο του, Καρακάλλα, ως διάδοχο και ότι είχε κηρυχθεί εχθρός της Ρώμης. Αυτό σήμανε την κινητοποίηση στρατών και από τις δύο πλευρές και την αρχή ενός νέου εμφυλίου, ο οποίος έληξε με την ολοκληρωτική νίκη του Σεβήρου στη μάχη του Lugdunum (σημερινή Λυών στη Γαλλία) στις 19 Φεβρουαρίου του 197 μ.Χ. Τα επόμενα χρόνια ο Σεπτίμιος Σεβήρος και οι απόγονοί του θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τη σταθερότητα της δυναστείας και της αυτοκρατορίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Νέες πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές κρίσεις θα πλήξουν την αυτοκρατορία, οδηγώντας στη δολοφονία του τελευταίου αυτοκράτορα των Σεβήρων, Αλέξανδρου Σεβήρου, το 235 μ.Χ., στο «Έτος των Έξι Αυτοκρατόρων» το 238 μ.Χ. και στην κρίση του 3ου αι.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Birley, Anthony (1999), Septimius Severus: The African Emperor, London: Roultledge Press
  • Campbell, Brian (2008), The Cambridge Ancient History, Vol. XII, Cambridge: Cambridge University Press
  • Penelope.uchicago.edu, The Life of Clodius Albinus. Διαθέσιμο εδώ
  • Penelope.uchicago.edu, The Life of Didius Julianus. Διαθέσιμο εδώ
  • Penelope.uchicago.edu, The Life of Pertinax. Διαθέσιμο εδώ
  • Penelope.uchicago.edu, The Life of Pescennius Niger. Διαθέσιμο εδώ
  • Penelope.uchicago.edu, The Life of Septimius Severus. Διαθέσιμο εδώ
  • Roman-emperors.org (2022), Pertinax (192-193 A.D.). Διαθέσιμο εδώ

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Μπούτσικας
Θανάσης Μπούτσικας
Είναι 4οετής φοιτητής με ενδιαφέρον προς την ανακάλυψη της ιστορίας και την σύνδεσή της με το σήμερα. Επιδέξιος, ουσιαστικός και πρόθυμος, θέλει να προσδώσει μία μοντέρνα οπτική για την επίδραση της ιστορίας στον σύγχρονο αναγνώστη.