18.8 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΤο οθωμανικό δικανικό σύστημα: Απονομή δικαιοσύνης ή στυγνή μεροληψία;

Το οθωμανικό δικανικό σύστημα: Απονομή δικαιοσύνης ή στυγνή μεροληψία;


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ιστορίας, έχει εκπονηθεί πλήθος δικαστικών συστημάτων. Καθένα από αυτά ανταποκρίνονταν στις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής του, με ορισμένα να θεωρούνται αρκετά πρωτοποριακά και να αποτελούν τα θεμέλια του σύγχρονου δικαίου. Στον ελλαδικό χώρο εφαρμόστηκε πλειάδα δικανικών συστημάτων, τόσο από τους ίδιους τους Έλληνες, όσο και από τον εκάστοτε κυρίαρχο της περιοχής. Όπως είναι φυσικό, η μακρόχρονη οθωμανική παρουσία έφερε τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς σε επαφή με το δικό της σύστημα δικαιοσύνης.

Ποια ήταν, όμως, τα χαρακτηριστικά στοιχεία του άνωθεν συστήματος; Για να μπορέσουμε να δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να παρομοιάσουμε το εξεταζόμενο σύστημα με έναν ζωντανό οργανισμό, ο οποίος εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να λησμονείται ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συνύπαρξη διαφορετικών λαών και θρησκειών απέτρεψε τη μετατροπή της αυτοκρατορίας σε μία αχανή θεοκρατική χώρα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την έντονη ανάμειξη των θρησκειών, Μουσουλμανισμού και Χριστιανισμού, εντός του συστήματος δικαιοσύνης.

Συγκεκριμένα, υπήρχε ένας διαχωρισμός, ο οποίος προκάλεσε την ύπαρξη παράλληλων δικαστικών συστημάτων. Το ένα αφορούσε μόνο τους μουσουλμάνους υπηκόους, ενώ το άλλο απευθυνόταν στους χριστιανούς. Όσον αφορά την πρώτη πληθυσμιακή ομάδα, οι υποθέσεις της εξετάζονταν, τις περισσότερες φορές με βάση τον Ιερό Νόμο, τη Σαρία. Ωστόσο, το άνωθεν δίκαιο παρουσίαζε σοβαρά κενά σε βασικές, για την εύρυθμη λειτουργία της αυτοκρατορίας, λειτουργίες, όπως ήταν οι υποθέσεις ποινικού χαρακτήρα και η φορολογία. Το γεγονός αυτό, οδήγησε την οθωμανική διοίκηση στη θέσπιση ενός κοσμικού δικαίου, το οποίο θα συνυπήρχε με τη Σαρία. Το προαναφερθέν δίκαιο ονομάστηκε kanun κι αποτελούνταν από το σύνολο των αυτοκρατορικών νομοθετημάτων.

Μια δυστυχισμένη γυναίκα παραπονιέται στον καδή για την ανικανότητα του συζύγου της. Πηγή εικόνας: wikiwand.com

Όπως γίνεται αντιληπτό, το οθωμανικό δικανικό σύστημα, παρουσίαζε σημαντικές διαφορές με τα αντίστοιχα συστήματα του Δυτικού Κόσμου. Βασικό «γρανάζι» αυτού του συστήματος ήταν ο καδής (kadi). Είχε ρόλο προέδρου στα οθωμανικά δικαστήρια και φρόντιζε για την εξέταση κάθε υπόθεσης που αφορούσε έκνομη πράξη. Για να το πετύχει αυτό, δεν περιοριζόταν μόνο στα στενά όρια του Ιερού Νόμου. Αντιθέτως, στηριζόταν τόσο στα νομοθετήματα του σουλτάνου, όσο και στα τοπικά έθιμα. Εξαιτίας του ιδιαίτερου ρόλου του, είχε δικαίωμα άμεσης επικοινωνίας με τον σουλτάνο, κάτι που τον καθιστούσε ένα είδος μεσολαβητή μεταξύ του απλού λαού και του ανώτατου ηγέτη.

Εκτός από το δικαστικό του ρόλο, κατείχε και την άτυπη θέση του παρατηρητή. Ήταν, δηλαδή, υπεύθυνος για την εφαρμογή των σουλτανικών βουλών από τους τοπικούς διοικητές, διατηρώντας το δικαίωμα της απομάκρυνσης των τελευταίων, εάν κρίνονταν ακατάλληλοι να υπηρετούν το συγκεκριμένο αξίωμα. Οι τελευταίοι, θέλοντας να αποφύγουν ενδεχόμενη σύγκρουση με τον καδή, κατέφευγαν πολλές φορές σ’ αυτόν προκειμένου να νομιμοποιήσει τις ενέργειές τους.

Μία βασική ιδιαιτερότητα του οθωμανικού δικανικού συστήματος ήταν η στέρηση της δυνατότητας προσβολής κάποιας απόφασης. Η ανυπαρξία εφετείου ανάγκαζε τους εμπλεκόμενους σε μία δικαστική υπόθεση να μεταβαίνουν σε διαφορετικά δικανικά συστήματα προκειμένου να δικαιωθούν. Ωστόσο, οι αποφάσεις του καδή δεν μπορούσαν να υπερκεραστούν από κάποιο άλλο δικαστικό σώμα, παρά μόνο από τον σουλτάνο. Αυτό οδηγούσε συχνά, ακόμα και υπηκόους διαφορετικού θρησκεύματος να καταφύγουν στον καδή, με στόχο να εξασφαλίσουν μία αμετάκλητη απόφαση. Στην ιεραρχική πυραμίδα ο καδής ακολουθούνταν από τον ναΐμπ (naib). Επρόκειτο, ουσιαστικά, για βοηθό του καδή, ο οποίος λειτουργούσε ως μεσολαβητής ανάμεσα στον απλό λαό και τον καδή.

Απεικόνιση του καδή εν μέσω εκδίκασης κάποιας υπόθεσης. Πηγή εικόνας: cognoscoteam.gr

Ο καδής, όμως, δεν βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας. Ο ίδιος διορίζονταν από τον αρχιδικαστή (kadi-asker). Το τελευταίο αξίωμα απονεμόταν σε δύο άτομα. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τον αρχιδικαστή της Ρούμελης και τον αρχιδικαστή της Ανατολίας. Εκδίκαζαν υποθέσεις στρατιωτικού χαρακτήρα και είχαν θέση στο αυτοκρατορικό συμβούλιο. Διορίζονταν από τον Σεΐχ-ουλ Ισλάμ. Πρόκειται για ένα αξίωμα αντίστοιχο μ’ αυτό του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο ίδιος δεν ασκούσε κάποιο δικαστικό καθήκον, αλλά επικύρωνε τις ενέργειες του σουλτάνου.

Σε αντίθεση με το ιεραρχικό πλαίσιο και τον τρόπο λειτουργίας του δικανικού συστήματος, η ακροαματική διαδικασία ήταν απλή. Συγκεκριμένα, οι αντίδικοι παρουσιάζονταν στο δικαστήριο είτε αυτοπροσώπως, είτε, σε περίπτωση που ήταν σύμφωνες όλες οι πλευρές, μέσω αντιπροσώπων. Η διαδικασία βασιζόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην προφορικότητα. Κομβικό ρόλο για την επίλυση της αντιδικίας είχαν οι μάρτυρες του ενάγοντα. Σε περίπτωση που οι τελευταίοι κέρδιζαν την εμπιστοσύνη του δικαστή, οι πιθανότητες επικράτησης του κατηγόρου αυξάνονταν. Σε περίπτωση που δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί η κατηγορία, οι δύο πλευρές διέθεταν την επιλογή του συμβιβασμού. Εάν ο τελευταίος δεν ήταν δυνατός, η υπόθεση έκλεινε με τον όρκο του κατηγορουμένου.

Η άνωθεν διαδικασία αντιμετώπιζε πληθώρα προβλημάτων. Ο καδής μπορούσε να παραμείνει σε έναν τόπο μόνο για ένα έτος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το χαμηλό εισόδημα που εισέπραττε, τον έκανε ευάλωτο. Τα φαινόμενα χρηματισμού όχι μόνο δεν απουσίαζαν, αλλά με το πέρασμα των αιώνων πλήθυναν. Στις περιπτώσεις δωροδοκίας έρχονται να προστεθούν οι πιέσεις που ασκούσαν ισχυρά πρόσωπα της κάθε περιοχής, καθώς και η εμφάνιση πλήθους ψευδομαρτύρων.

Ο Μωάμεθ ο Πορθητής και ο Πατριάρχης Γεννάδιος Β’. Πηγή εικόνας: wikiwand.com

Όπως προαναφέρθηκε, η πολυπλοκότητα του οθωμανικού δικανικού συστήματος επέτρεπε τη συμβίωση πολλαπλών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης. Ένα απ’ αυτά αφορούσε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Κυρίαρχο ρόλο στην κύλιση των διαδικασιών διαδραμάτιζε η Εκκλησία. Ήδη, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης κι έπειτα, το σύνολο των σουλτάνων είχε αντιληφθεί τον καταλυτικό ρόλο που θα μπορούσε να επωμιστεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να πειθαρχήσουν οι Χριστιανοί υπήκοοι στις νέες οθωμανικές επιταγές.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, την παροχή μιας σειράς εξουσιών στο Πατριαρχείο. Μία από αυτές, ήταν η δυνατότητα να εκδικάζει υποθέσεις. Επιπλέον, στον ελλαδικό χώρο παρατηρείται και η σύσταση δικαστηρίων από τις κοινότητες. Η διαφορά των τελευταίων σε σχέση με το δικαστικό σώμα της Εκκλησίας ήταν το δίκαιο που ακολουθούσαν. Συγκεκριμένα, η Εκκλησία ακολουθούσε το εκκλησιαστικό δίκαιο, ενώ οι κοινότητες το εθιμικό-κοινοτικό.

Την εκδίκαση των υποθέσεων αναλάμβαναν οι επίσκοποι, έχοντας δικαστική θέση αντίστοιχη με εκείνη του καδή. Οι δικαστικές διαμάχες ρυθμίζονταν με βάση την Εξάβιβλο και το Νομοκάνονα. Στα ίδια νομικά εγχειρίδια κατέφευγαν και οι κοινότητες, όταν τα παραπάνω εκδόθηκαν στη δημοτική γλώσσα.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τριών συστημάτων υπήρξε έντονος. Παρά τις συστάσεις της Εκκλησίας στους Χριστιανούς να μην επιδιώκουν εκδίκαση των υποθέσεών τους σε μουσουλμανικά δικαστήρια, λόγω των αυστηρών ποινών, οι τελευταίοι κατέφευγαν συχνά στον τοπικό καδή. Μάλιστα, Ο χαρακτήρας των υποθέσεων ορισμένες φορές αφορούσε οικογενειακά θέματα (γάμος/διαζύγιο). Αυτό συνέβαινε, λόγω της ελαστικότητας του οθωμανικού δικαίου σε τέτοιες υποθέσεις.

Αυτός ήταν, σε γενικές γραμμές, ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του οθωμανικού δικανικού συστήματος. Ο πολύπλοκος τρόπος λειτουργίας και η λειτουργία πολλαπλών συστημάτων αποτελούν, οπωσδήποτε, κάτι το εντυπωσιακό. Παρά τα όποια προβλήματα προέκυψαν και την εμφάνιση αρκετών μεροληπτικών επεισοδίων, το εξεταζόμενο σύστημα εκπλήρωσε το βασικό του στόχο σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Ο στόχος αυτός δεν ήταν άλλος από τη δυνατότητα κάθε υπηκόου, ανεξαρτήτου θρησκείας, να προσφεύγει στη δικαιοσύνη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
  • Δημήτριος Παπασταματίου, Φωκίων Κωτζαγεώργης (2015) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Πολιτικής Κυριαρχίας. Διαθέσιμο εδώ
  • Dakin, Douglas (2012) Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, 7η ανατύπωση, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.