22.5 C
Athens
Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΜέλπω Αξιώτη: Μια συγγραφέας που ξεχώρισε στον 20ο αιώνα

Μέλπω Αξιώτη: Μια συγγραφέας που ξεχώρισε στον 20ο αιώνα


Της Αναστασίας Κούρλα, 

Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1905 στην Αθήνα. Προερχόταν από επιφανή οικογένεια Μυκονιατών. Ο παππούς της, ήταν ο λογογράφος Παναγιώτης Αξιώτης και ο πατέρας της, ο σπουδαίος μουσικός Γεώργιος Αξιώτης. Είχε άλλα δύο αδέρφια, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα της και της μητέρας της. Από μικρή έζησε κλεισμένη στον δικό της κόσμο, σαν μια πριγκίπισσα κλεισμένη σε ένα παλάτι, στοιχείο που μετέφερε έντονα στη λογοτεχνική της παραγωγή.

Πηγή Εικόνας; Μέλπω Αξιώτη Άπαντα, εκδόσεις Κέδρος, 1981

Από το 1918 έως το 1922 φοίτησε στην εσωτερική Σχολή Ουρσουλινών Τήνου κι εκεί γνώρισε και αγάπησε τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα. Επέστρεψε στη Μύκονο και τρία χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε τον θεολόγο και πρώτο δάσκαλό της, Βασίλη Μαρκάρη. Η απόφαση αυτή ήταν πιθανότατα επιλογή απόγνωσης, καθώς τέσσερα χρόνια μετά ο έγγαμος βίος έληξε σε φιλικό περιβάλλον.

Το 1930 έφυγε από το νησί της και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Διέμενε στο σπίτι της μητέρας της, που είχε πλέον παντρευτεί τον Δημήτρη Ποσειδών. Ωστόσο, δεν βρήκε τη στοργή και κατανόηση που περίμενε και πολλές φορές έμενε σε άλλα οικογενειακά σπίτια ή σε πανσιόν και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Για τρία χρόνια σπούδασε σχεδιάστρια στη Σιβιτανίδειο σχολή. Το 1934 με ένα μικρό κεφάλαιο που είχε μαζέψει και με συνεργάτη της την Βέτα Τσιτιμάτη, άνοιξε το στούντιο ραπτικής «Μελ-Βέτα». Δυστυχώς, η επιχείρηση λειτούργησε μονάχα για έναν χρόνο, λόγω οικονομικών παραγόντων.

Πριν το ξέσπασμα του πολέμου, εργάστηκε για λίγο καιρό στην αγροτική τράπεζα, αλλά απολύθηκε για τα πολιτικά της φρονήματα.

Την εμφάνισή της στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων έκανε τον Δεκέμβριο του 1933 και τον Φεβρουάριο του 1934 με δύο διηγήματα από μια δημοσίευση στο βραχύβιο περιοδικό «Μυκονιάτικα Χρονικά». Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει. Τον Μάρτιο του 1939, κέρδισε το πρώτο βραβείο του γυναικείου συλλόγου γραμμάτων και τεχνών για το πρώτο της μυθιστόρημα «Δύσκολες νύχτες», που έγραψε το 1937 και εξέδωσε το 1938.

Συνέχισε, εκδίδοντας το μακρό ποίημα «Σύμπτωση» (1939) και τη νουβέλα «Θέλετε να χορέψουμε Μαρία;» (1940). Ακολουθώντας το χρονοδιάγραμμα που δίνει η ίδια η Αξιώτη στο σημείωμα που συνοδεύει «Το σπίτι μου» μπορούμε να πούμε ότι, μετά την κήρυξη του πολέμου, τελειώνει η πρώτη, η νεωτεριστική, και αρχίζει η δεύτερη περίοδος της δημιουργίας της, η αντιστασιακή, ίσως ακριβέστερα η αγωνιστική. Η συμμετοχή της κατά τη διάρκεια της κατοχής στο ΕΑΜ, στον παράνομο τύπο και η αλληλεπίδρασή της με τη Διδώ Σωτηρίου, την Έλλη Αλεξίου, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τη Μάρω Μάστρακα και τη Δέσποινα Μαζαράκη της έδωσαν το κίνητρο να εκδώσει το 1945 τέσσερα χρονικά, αφιερωμένα στον αντιστασιακό αγώνα.

Την ίδια χρονιά δημοσίευσε δέκα διηγήματα στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» και τα Χριστούγεννα του 1946, δημοσίευσε το πιο γνωστό της βιβλίο, Εικοστός αιώνας, το οποίο αργότερα μεταφράστηκε σε 5 γλώσσες.

Στις αρχές του 1947 η Αξιώτη δέχτηκε απειλές για τη δράση της και κατέφυγε στη Γαλλία. Εκεί συνέχισε τον πολιτικό αγώνα της αρθρογραφώντας, εκφωνώντας λόγους, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις και συνέδρια. Παράλληλα, κέρδισε τη φιλία και την εκτίμηση των πιο διακεκριμένων διανοούμενων της αριστεράς, όπως των Luis Aragon, Elsa Triolet, Henri, Pablo Picasso, Maurice Thorez κ.ά. Η ελληνική κυβέρνηση μαθαίνοντας αυτήν τη φάση της δραστηριότητάς της ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση την απέλασή της.

Το 1959 αποτελεί σταθμό στη ζωή της Αξιώτη, καθώς πραγματοποίησε ταξίδια στην Ιταλία και έγραψε 20 χρόνια μετά το δεύτερο μεγάλο συνθετικό ποίημά της, το «Κοντραμπάντο». Το έργο αυτό στάθηκε αφορμή για να επανασυνδέσει τη σχέση της με τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος επιμελήθηκε την δημοσίευση αυτή.

Αυτή την άγονη δεκαετία από το 1950 ως το 1959, διαδέχτηκε η δημιουργικότητα των ετών 1960 με 1969. Συνεργάστηκε σε πολλά λογοτεχνικά έργα με τους Δημήτρη Χατζή, Αντρέα Φραγκιά, Ulla Hengst, μεταφράζοντας τα κείμενά τους, αλλά και θεατρικά έργα του Τσέχωφ.

Το 1964 στο ιταλικό περιοδικό Nuovi Argomenti, το οποίο εξέδιδαν ο Alberto Moravia και ο Alberto Carocci, της ανατέθηκε η επιστασία ενός τεύχους αφιερωμένο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Ωστόσο, δεν ανέλαβε ποτέ αυτή τη θέση, λόγω του έντονου αισθήματος επαναπατρισμού της. Έτσι, στις αρχές του 1965, μετά από 18 ολόκληρα χρόνια, επιστρέφει με άδεια επισκέψεως στην Ελλάδα. Την ίδια χρόνια συνταξιοδοτήθηκε από το γερμανικό κράτος και τον Νοέμβριο γύρισε μόνιμα με τα λιγοστά πράγματά της και με 4 κιβώτια ασήκωτων βιβλίων. Ταυτόχρονα, δημοσιεύει τη διήγηση Το σπίτι μου και μια σειρά από μεταφράσεις ξένων καλλιτεχνών.

Πηγή Εικόνας: Μέλπω Αξιώτη Άπαντα, εκδόσεις Κέδρος, 1981

Από τον Οκτώβριο του 1965 μέχρι τον Απρίλιο του 1967, ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», το οποίο έκλεισε λόγω της δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Εκείνη την περίοδο συγκατοίκησε με τη φιλόλογο και συγγραφέα Έλλη Λαμπρίδη. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε γενικότερα, είχε σκεφτεί να μετακομίσει μόνιμα στη Μύκονο. Εντούτοις, η πίκρα που λάμβανε κάθε καλοκαίρι από το νησί της, δεν της το επέτρεψε.

Το τελευταίο έργο της εκδίδεται το 1972 με τον τίτλο «Η Κάδμω».

Πλήρως βασανισμένη από την αμνησία και τη σωματική καχεξία πέθανε στις 23 Μαΐου του 1973 σε οίκο ευγηρίας, μη έχοντας την ευκαιρία να ολοκληρώσει το τελευταίο της έργο «Τα Πράγματα».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μέλπω Αξιώτη Άπαντα, εκδόσεις Κέδρος, 1981

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Κούρλα
Αναστασία Κούρλα
Γεννήθηκε το 2003 στη Σπάρτη. Είναι τριτοετής φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τη συγγραφή, τη μαγειρική, τον χορό και τη δημιουργία βίντεο. Κίνητρο ένταξής της στην ομάδα αποτελεί η αγάπη για τον τόπο της, την ιστορία του και τις ομορφιές του. Στόχος των άρθρων της είναι να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.