23.9 C
Athens
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαConstituzione italiana: Ένα επαναστατικό σύνταγμα

Constituzione italiana: Ένα επαναστατικό σύνταγμα


Του Γεώργιου Κουτσονίκα,

Για τον καθηγητή Νομικής Bruce Ackerman του Πανεπιστημίου του Yale, το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επαναστατικού συνταγματισμού, μιας επιτυχημένης, δηλαδή, διαδικασίας ένταξης επαναστατικών κεκτημένων σε ένα ισχύον συνταγματικό κείμενο. Στη συγκεκριμένη «συνταγματική οικογένεια» περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα συντάγματα της Ινδίας, της Γαλλίας και της Νοτίου Αφρικής. Ανατρέχοντας στα ταραχώδη χρόνια της ηττημένης μεταπολεμικής Ιταλίας, ο χαρακτηρισμός αυτός είναι δικαιολογημένος. Η κοινή αντιφασιστική γραμμή όλων των κομμάτων της συντακτικής συνέλευσης του 1947, η έντονη παρουσία του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κόμματος και το Δημοψήφισμα του 1946, με το οποίο καταργήθηκε το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας έθεσαν τα θεμέλια μιας σημαντικής συνταγματικής μεταστροφής. Το τελικό κείμενο αποτέλεσε προϊόν συμβιβασμού μεταξύ του Χριστιανοδημοκρατικού, Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού κόμματος, μιας συγκέντρωσης κομμάτων που έμεινε στην ιταλική ιστορία ως το Συνταγματικό τόξο “arco constituzionale”.

Ο έντονος κοινωνικός χαρακτήρας του Συντάγματος διαφαίνεται ήδη από τις θεμελιώδεις διατάξεις (άρθρα 1-12) και ειδικότερα από το άρθρο 1, σύμφωνα με το οποίο «η Ιταλία είναι μία δημοκρατία βασισμένη στην εργασία». Ταυτόχρονα, άξιο αναφοράς είναι και το δεύτερο άρθρο, το οποίο κάνει λόγο για «ίση κοινωνική αξιοπρέπεια» μεταξύ των πολιτών, μια διάταξη που παρέχει επιπλέον προστασία έναντι του κράτους σε θέματα ισότητας απέναντι στον νόμο.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Davide Cacciatori

Στο τομέα των δικαιωμάτων, το ιταλικό Σύνταγμα είναι ιδιαίτερα αναλυτικό και τα 43 άρθρα (άρθρα 13-54) είναι κατανεμημένα σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος, υπό την ονομασία «ατομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» και το δεύτερο μέρος υπό την ονομασία «ηθικά και κοινωνικά δικαιώματα και υποχρεώσεις», περιλαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, τα θεμελιώδη δικαιώματα που απαντώνται στα περισσότερα συντάγματα, όπως το habeas corpus και η ελευθερία του «συνέρχεσθαι» και του «συνετερίζεσθαι», ενώ το τελευταίο μέρος των «πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων» ρυθμίζει τα σχετικά με την ψήφο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τμήμα των «οικονομικών δικαιωμάτων» (άρθρα 35-47), όπου το Σύνταγμα θεσπίζει αυστηρή προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 35 ορίζει πως «η Δημοκρατία προστατεύει κάθε είδους εργασία», παράλληλα, όμως, αναγνωρίζει και «την ελευθερία στην μετανάστευση» με την υποχρέωση της Πολιτείας να προστατεύει τους Ιταλούς εργάτες στο εξωτερικό. Πρωτοποριακό, ακόμη και για τη σημερινή εποχή, κρίνεται το άρθρο 36, το οποίο προβλέπει: αμοιβή για τους εργαζομένους «ανάλογη της ποιότητας και της ποσότητας της εργασίας τους, με σκοπό την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του», εβδομαδιαία ξεκούραση και πληρωμένες ετήσιες διακοπές, καθώς και πρόβλεψη για ανώτατο όριο εργάσιμων ωρών. Με το άρθρο 37 θεσπίζεται το δικαίωμα των γυναικών για ίσες ευκαιρίες, αλλά και «ίση αμοιβή με τους άντρες για συγκρίσιμες εργασίες», ενώ το άρθρο 38 προστατεύει συνταγματικά τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Τέλος με το άρθρο 39, η συνδικαλιστική οργάνωση είναι ελεύθερη υπό τους μοναδικούς περιορισμούς: α) της εγγραφής σε τοπικά ή κεντρικά γραφεία και β) της δημοκρατικής οργάνωσης. Τα τελευταία άρθρα του εν λόγω μέρους, αφορούν την ιδιωτική ιδιοκτησία και την απαλλοτρίωση.

Η οργάνωση της Πολιτείας αποτελεί τη θεματική του υπόλοιπου συνταγματικού κειμένου (άρθρα 55-139). Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τμήματος είναι η σύγχυση των τριών εξουσιών και όχι ο αυστηρός διαχωρισμός τους, η συνύπαρξη Βουλής και Γερουσίας και ο ενισχυμένος ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το ιδιότυπο σύστημα διοίκησης της επικρατείας, ένα σύστημα το οποίο βασίζεται στο συνταγματικά καθορισμένο διαχωρισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ του κράτους εν στενή εννοία και των περιφερειών, στο οποίο το παρόν άρθρο δεν θα επεκταθεί.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: squirrelsdoom

Το Κοινοβούλιο της Ιταλικής Δημοκρατίας, το οποίο έχει πενταετή θητεία (άρθρο 60), αποτελείται από τη Βουλή και τη Γερουσία . Ο αριθμός των βουλευτών προβλέπεται στους 400, ενώ των γερουσιαστών στους 200. Οι αριθμοί αυτοί είναι αποτέλεσμα του συνταγματικού δημοψηφίσματος του 2020, το οποίο μείωσε το συνολικό μέγεθος του Ιταλικού Κοινοβουλίου. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται συλλογικά από τα δύο σώματα. Άξιο αναφοράς είναι το άρθρο 64, το οποίο ορίζει ότι προκειμένου οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου, αλλά και του κάθε σώματος ξεχωριστά να είναι έγκυρες. απαιτείται, εκτός και αν το Σ ορίζει ειδική πλειοψηφία, να παρευρίσκεται η πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών και να συμφωνεί η πλειοψηφία των παρευρισκόμενων. Κατά αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν, για παράδειγμα, στη Βουλή, να περάσει νόμος με 101 ψήφους από τις συνολικές 400, αν είναι παρόντες μόνο 201 βουλευτές. Έτσι, λοιπόν, παρατηρείται μια αντίφαση στο συνταγματικό κείμενο, το οποίο ενώ αρχικά στοχεύει στον διάλογο μεταξύ των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων, ταυτόχρονα παρέχει εργαλεία καταστρατήγησης της απαιτούμενης συνεργασίας.

Φυσικά, σπουδαίο καθήκον της Βουλής είναι να παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση. Εδώ, όμως, είναι αναγκαίο να γίνει λόγος για τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, ο οποίος έχει στη διάθεση του δυο σημαντικές εξουσίες. Αρχικά, σύμφωνα με τα άρθρα 92 και 94, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό, ο οποίος δεν είναι υποχρεωτικό να είναι αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας με την πλειοψηφία των εδρών του Κοινοβουλίου. Ταυτόχρονα, απουσιάζει η γνωστή στο Ελληνικό Σύνταγμα διερευνητική εντολή. Υπόκειται, λοιπόν, στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Δημοκρατίας να επιλέξει οποιοδήποτε πρόσωπο πιστεύει ότι μπορεί να λάβει την απαιτούμενη ψήφο εμπιστοσύνης και να σχηματίσει Κυβέρνηση. Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της διαδικασίας υπήρξε η κυβέρνηση του Mario Draghi το 2021, με τον τέως Πρωθυπουργό να μην αποτελεί μέλος κανενός κόμματος που έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση του. Η δεύτερη σημαντική εξουσία βρίσκεται στο άρθρο 88, το οποίο προβλέπει προεδρική διάλυση του Κοινοβουλίου ή της κάθε Βουλής ξεχωριστά, κατόπιν ακρόασης από τους Προέδρους των Βουλών. Συμπερασματικά, παρατηρείται εδώ μια «διελκυστίνδα» μεταξύ του αρχηγού του κράτους και του Κοινοβουλίου, με έρμαιο τη σταθερότητα της εκάστοτε κυβέρνησης.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Mario Gómez

Ανακεφαλαιώνοντας, καθίσταται πασιφανές πως σκοπός του Ιταλού συντακτικού νομοθέτη ήταν ο περιορισμός της εκτελεστικής πρωθυπουργοκεντρικής εξουσίας, η οποία έφερε στην εξουσία τον Bennito Mussolini και οδήγησε τη χώρα στα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν η ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων και η θέσπιση δημοκρατικών θεσμών. 80 χρόνια αργότερα η Ιταλική Δημοκρατία αποτελεί ένα ισχυρό κράτος με ριζωμένες δημοκρατικές πρακτικές. Το Ιταλικό Σύνταγμα, ωστόσο, πάσχει από ορισμένες παθογένειες που αποτελούν τροχοπέδη για τη σταθερότητα της χώρας και πρόκληση για το μέλλον.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • The Constitution of Italy: A Contextual Analysis (Constitutional Systems of the World – Marta Cartabia, Nicola Lupo, Andrew Harding, Benjamin L Berger, Heinz Klug, Peter Leyland, Rosalind Dixon – Hart Publishing – 2022

  • The Constitution of the Italian Republic: Not revolution, but principled liberation, academic.oup.com, διαθέσιμο εδώ
  • Constitution of the Italian Republic, senato.it, διαθέσιμο εδώ 
  • Revolutionary constitutionalism, academic.oup.com, διαθέσιμο εδώ 


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κουτσονίκας
Γιώργος Κουτσονίκας
Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι φοιτητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Έχει συμμετάσχει και διακριθεί σε πληθώρα διαγωνισμών, εικονικών δικών και προσομοιώσεων. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και την αρθρογραφία.