18.7 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔύνανται να περιοριστούν τα θεμελιώδη δικαιώματά μας;

Δύνανται να περιοριστούν τα θεμελιώδη δικαιώματά μας;


Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,

Στο εθνικό μας Σύνταγμα, κατοχυρώνεται πληθώρα θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διακρίνονται σε επιμέρους κατηγορίες, όπως τα μητρικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, τα δικαιώματα πνευματικής έκφρασης κ.ο.κ. Από το σύνολο των δικαιωμάτων που εντάσσονται στο συνταγματικό κείμενο θεμελιώνονται καίριες αρχές, όπως αυτή της δικαιοσύνης, της αξιοπρέπειας και της ισότητας.

Ανεξάρτητα από την αδιαμφισβήτητη σημασία των ως άνω δικαιωμάτων για τη ζωή, τόσο των προσώπων (φυσικών -νομικών) ατομικά όσο και για τη λειτουργία του κράτους εν γένει, είναι δυνατό και εύλογο ακόμα κι αυτά να τεθούν υπό περιορισμούς, χάριν προστασίας άλλων –εξίσου σημαντικών– εννόμων αγαθών. Γίνεται αναφορά, επομένως, σε «περιπτώσεις θεμιτών περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Οι εν λόγω περιορισμοί προέρχονται, είτε από το γράμμα του ίδιου του συνταγματικού κειμένου είτε από το νόμο ή, τέλος, γεννώνται με τη σύγκρουση των θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ τους.

Πηγή εικόνας: pmnch.who.int

Όσον αφορά στον πρώτο περιορισμό, ήτοι το γράμμα του Συντάγματος, ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα φαίνεται να υπόκεινται σε περιορισμούς ήδη από τη διατύπωσή τους στο συνταγματικό κείμενο, ξεκινώντας από τον περιορισμό του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, στον οποίο υπόκεινται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει, εν γένει, την απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων, εξαιτίας του ενδεχόμενου κινδύνου, όμως, η χρήση της επιφέρει αυστηρότερους περιορισμούς στο εύρος των δικαιωμάτων, γι’ αυτό θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά (στενά).

Πέραν της ως άνω γενικής διάταξης, περιορισμούς συναντάμε και στο γράμμα επιμέρους δικαιωμάτων. Παραδείγματος χάριν, τόσο στο άρθρο 17 παρ. 1 Σ όσο και στο άρθρο 106 παρ. 2 Σ, που έχουν οικονομικό χαρακτήρα, ορίζεται ότι τα δικαιώματα που αφορούν στην ιδιοκτησία «δεν μπορούν να ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος» (άρθρο 17 παρ. 1 Σ) και, αντίστοιχα, «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας» (άρθρο 106 παρ. 2 Σ). Σε άλλα άρθρα, όπως στο άρθρο 5, περί ανάπτυξης της προσωπικότητας, και στο άρθρο 13 παρ. 2, περί θρησκευτικής ελευθερίας, γίνεται αναφορά στον περιορισμό του εκάστοτε δικαιώματος, χάριν προστασίας των «χρηστών ηθών», ήτοι της προστασίας των αντιλήψεων του μέσου συνετού ανθρώπου μιας κοινωνίας. Τέλος, στο άρθρο 16 παρ. 1, περί ακαδημαϊκής ελευθερίας, προβλέπεται υποχρέωση υπακοής στο ίδιο το Σύνταγμα.

Συνεχίζοντας, ο δεύτερος περιορισμός προέρχεται από το νόμο και τον συναντάμε, συνήθως, με τον όρο «επιφύλαξη υπέρ του νόμου». Η εν λόγω επιφύλαξη αποτυπώνεται στο συνταγματικό κείμενο συχνά με τη φράση «όπως νόμος ορίζει». Ενδεικτικά: στο άρθρο 5Α παρ. 1, περί δικαιώματος στην πληροφόρηση, στο άρθρο 9Α, περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και στο άρθρο 11 παρ. 2, περί δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Σε όσα δικαιώματα εντάσσεται η προαναφερθείσα ρήτρα, ουσιαστικά παρέχεται η εξουσιοδότηση στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει περιορισμούς, όσον αφορά την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Η εξουσία που παρέχεται στον νομοθέτη, όμως, δεν είναι απεριόριστη, αλλά ενδέχεται να περιορίζεται και αυτή με τη σειρά της, είτε από το γράμμα του Συντάγματος είτε από τους περιορισμούς των περιορισμών, των οποίων η ανάλυση γίνεται παρακάτω. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι από τον εν λόγω περιορισμό απαλλάσσονται τα ανεπιφύλακτα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1 Σ), της ελευθερίας ως προς τη θρησκευτική συνείδηση (άρθρο 13 παρ. 1 Σ), της ελευθερίας της τέχνης (άρθρο 16 παρ. 1 Σ), κ.ο.κ.

Τέλος, σύνηθες είναι να παρατηρείται περιορισμός ενός δικαιώματος, όταν έρχεται σε σύγκρουση με κάποιο άλλο. Παραδείγματα συγκρούσεων είναι όταν στο πλαίσιο της ελευθερίας του Τύπου θίγονται ζητήματα του ιδιωτικού βίου ορισμένων προσώπων (σύγκρουση άρθρου 14 παρ. 1 Σ με άρθρο 9 Σ) ή, υπό περιπτώσεις, όταν θίγεται η προσωπικότητα και, κατ’ επέκταση, η αξία του ανθρώπου κατά την άσκηση της καλλιτεχνικής ελευθερίας (σύγκρουση άρθρων 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 με άρθρο 16 Σ), η οποία, εν αντιθέσει όσων θέσαμε παραπάνω, αν και ανεπιφύλακτο δικαίωμα, δύναται να περιοριστεί, όποτε συγκρούεται με άλλα.

Πηγή εικόνας: unesco.org/en

Επομένως, θεωρώντας ως δεδομένο ότι όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι καταρχήν ισοδύναμα, η διαδικασία επίλυσης της προκληθείσας σύγκρουσης εκκινεί με την προσπάθεια της εφαρμογής της αρχής της πρακτικής εναρμόνισης, κατά την οποία τα συγκρουόμενα δικαιώματα θα πρέπει μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις να καταφέρουν να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή εφαρμογή των πτυχών του καθενός. Σε περίπτωση που η μέθοδος της πρακτικής εναρμόνισης δεν ευδοκιμήσει, τότε ο ερμηνευτής ή ο εφαρμοστής του κανόνα δικαίου οφείλει να εξετάσει τη συγκεκριμένη περίπτωση και, στη συνέχεια, να προβεί σε στάθμιση των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων, η οποία θα επιφέρει ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του ενός δικαιώματος έναντι του άλλου.

Όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 Σ εδ. δ΄, οι περιορισμοί που τίθεται, είτε από το ίδιο το Σύνταγμα είτε από το νόμο, οφείλουν να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η έννοια της αρχής της αναλογικότητας αναλύεται ως εξής: (α) αρχή της προσφορότητας, ήτοι το μέτρο που επιβάλλεται να είναι το κατάλληλο προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, (β) αρχή της αναγκαιότητας, η οποία εξασφαλίζει ότι δεν υπήρχε άλλο λιγότερο επαχθές μέτρο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και, τέλος, (γ) η αρχή της αναλογικότητας εν στενή εννοία (stricto sensu), η οποία ορίζει ότι οι δυσμενείς συνέπειες, που θα επιφέρει ο περιορισμός, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα επιδιωκόμενα οφέλη.

Ένας δεύτερος περιορισμός, ο οποίος, συνήθως, προτάσσεται κατά σειρά στην εξέταση έναντι της αρχής της αναλογικότητας και δεν προβλέπεται ρητώς στο συνταγματικό κείμενο, είναι ο έλεγχος αναφορικά με το εάν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος. Με άλλα λόγια, με τον όρο «πυρήνας» νοείται το απώτατο όριο κάθε δικαιώματος, το οποίο δεν πρέπει να θίγεται από τον επιβαλλόμενο περιορισμό και, συνάμα, ούτε να εκμηδενίζεται η κανονιστική αξία του, αντιμετωπίζοντάς το σαν να μην υπάρχει.

Πηγή εικόνας: blackbox.com.sg

Συμπερασματικά, η ως άνω προβληματική αναδεικνύει ακριβώς την αξία που οφείλει να καταλαμβάνει σε ένα κράτος δικαίου η προστασία των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • «Θεμελιώδη Δικαιώματα», Βλαχόπουλος Σπύρος, Εκδόσεις: Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεώνη Παπακωνσταντίνου
Θεώνη Παπακωνσταντίνου
Γεννήθηκε στην Πάτρα και ζει στην Αθήνα. Είναι 22 ετών και απόφοιτη του Τμήματος Νομικής του ΕΚΠΑ. Ήδη από τα σχολικά της χρόνια την ενδιέφερε η ενασχόληση με την εθελοντική εργασία, γι' αυτό και συνέχισε και κατά τα φοιτητικά της χρόνια συμμετέχοντας σε εθελοντικές ομάδες και οργανώσεις. Τα χόμπι της είναι η ζωγραφική, ο χορός, τα ταξίδια, η παρακολούθηση ταινιών στο σινεμά και το διάβασμα βιβλίων ψυχολογίας και αυτοβελτίωσης. Τώρα εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος σε μια δικηγορική εταιρεία στην Αθήνα. Γνωρίζει Αγγλικά, Ισπανικά και Γαλλικά.