18.6 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Ο Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχωφ

«Ο Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχωφ


Της Φωτεινής Παπαγιαννοπούλου,

Ο Άντον Τσέχωφ (1860-1904) ήταν Ρώσος συγγραφέας πληθώρας διηγημάτων, μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Γεννήθηκε το 1860 στη Νότια Ρωσία, στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ. Μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό, βαθιά θρησκευτικό περιβάλλον. Το 1879 ξεκινά τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας και τις ολοκληρώνει το 1884. Από το γυμνάσιο κιόλας είχε αρχίσει το συγγραφικό του έργο με χιουμοριστικές αφηγήσεις, σκηνές και μονόπρακτα. Το 1880 δημοσιεύονται τα πρώτα του έργα σε περιοδικά όπως το Ξυπνητήρι, Θεατής, Μόσχα κ.ά. Το 1884 κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο διηγημάτων του Τα παραμύθια της Μελπομένης. Γνωστά έργα του είναι μεταξύ άλλων Ο Γλάρος, Οι τρεις αδερφές, Ο Βυσσινόκηπος, Η Στέππα κ.ά. Πεθαίνει το 1904 από φυματίωση.

Στα διηγήματά του προβάλλονται έντονα οι δυσκολίες και οι αθλιότητες της σύγχρονής του κοινωνικής πραγματικότητας. Στηλιτεύει τη σκληρή και απάνθρωπη πλευρά της ζωής, ενώ παράλληλα υμνεί τις ηθικές αξίες και τα ιδανικά της. Εντρυφεί στην ανθρώπινη ψυχή και αποτυπώνει υπό ρεαλιστικό πρίσμα τα γεγονότα των έργων.

Πηγή εικόνας: elculture.gr

Ο Βυσσινόκηπος είναι το ύστατο θεατρικό έργο του Α. Τσέχωφ. Γράφτηκε το 1903, ενώ παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το επόμενο έτος με σκηνοθέτη τον Στανισλάβσκι. Το προκείμενο έργο χαρακτηρίστηκε «κωμωδία» από τον συγγραφέα του, ωστόσο παρουσιάστηκε από τον σκηνοθέτη περισσότερο ως δράμα με τραγικά στοιχεία, προκαλώντας απογοήτευση στον πρώτο. Ο Βυσσινόκηπος συγγράφηκε σε μια περίοδο κατά την οποία ο ρωσικός λαός ήταν βυθισμένος στην ανέχεια και την αμάθεια, ωστόσο ήταν θεωρητικά «ελεύθερος», κατόπιν της κατάργησης του θεσμού της δουλοπαροικίας το 1861. Το έργο θεωρείται από πολλούς προαναγγελία των επαναστάσεων του 1905 και 1917. Μέσα σε αυτό, φαίνεται η αδυναμία των ανθρώπων –κυρίως των ευγενών– να κατανοήσουν τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις και τον ρόλο τους στην ιδιωτική τους ζωή.

Ο πνευματικός αστεϊσμός φαίνεται να διαποτίζει όλο το έργο, ωστόσο υπό μια πιο προσεκτική – κριτική ματιά, συνειδητοποιεί κανείς ότι υφέρπει μέσα από τις προβαλλόμενες αντιθέσεις μια υποβόσκουσα τραγικότητα πίσω από κάθε χαρακτήρα. Ας τα δούμε συγκριτικά.

Ο Γκάγιεφ, αδερφός της ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα (ή Λιούμπα), χαρακτηρίζεται για την ασταμάτητη φλυαρία του, την αγαθότητά του (αφού περήφανα δηλώνει ότι έχει «πουληθεί» στην αγορά καραμελών), για τις φαντασιώσεις του σχετικά με τις κινήσεις του μπιλιάρδου και τη διατύπωση και πρόταση ουτοπικών ανεφάρμοστων λύσεων για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος. Εκτός αυτών, όμως, παρατηρούμε ότι ο Γκάγιεφ είναι ένας δυστυχισμένος και αγαθός άνθρωπος που δεν είναι ικανός να προστατεύσει ούτε τον ίδιο, ούτε τους αγαπημένους του.

Η Λιούμπα είναι σπάταλη αλλά και φιλάνθρωπη, σκίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να μαζέψει τα θρύμματα και να τα κρύψει στην τσάντα της. Την ημέρα του πλειστηριασμού γλεντά και συμπεριφέρεται σαν ανώριμη έφηβη. Επομένως, όσον αφορά το τραγικό σκέλος, βλέπουμε μια γυναίκα που παρότι έχει χάσει τον ανήλικο γιο της σε πνιγμό στο ποτάμι, αρπάζεται από αποτυχημένους έρωτες ενώ ξέρει πως, ό,τι κι αν αγάπησε, κινδυνεύει να «πνιγεί», γι’ αυτό φέρεται παρορμητικά σαν κοριτσάκι. Μαζί με τον αδερφό της κυκλοφορούν σαν υπνοβάτες, στερούμενοι καθετί όμορφο και ασφαλές, περιορίζοντας τους εαυτούς τους σε έναν κόσμο διαβρωμένο και παρηκμασμένο. Οι βυσσινιές τους θα κοπούν και το σπίτι τους θα γκρεμιστεί.

Ο έμπορος Λοπάχιν, που θα αγοράσει εν τέλει το κτήμα, στο οποίο ο ίδιος αλλά και οι πρόγονοί του ήταν κολίγοι, είναι συμπλεγματικός, κυνικός, αντιδραστικός και δειλός, αφού δεν καταφέρνει να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, τη Βάρια. Ο Λοπάχιν, λοιπόν, μπορεί να έχει κερδίσει χρήματα, αλλά πάντα θα νιώθει ασήμαντος, όντας αμόρφωτος και αγροίκος. Κατανοεί ότι τον περιφρονούν αυτοί, που εκείνος εκτιμά, οπότε παραμένει εμπαθής.

Η Βάρια είναι μια εργατική και τίμια γεροντοκόρη που έχει κυκλοθυμικές αντιδράσεις, αφού επιθυμεί από τη μια πλευρά την ελευθερία της για να κάνει ταξίδια σε μοναστήρια, αλλά από την άλλη εκνευρίζεται που ο Λοπάχιν δε τη ζητά σε γάμο. Η Βάρια, θα αποχωριστεί τη φροντίδα που γέμιζε την άχαρη ζωή της στο υποστατικό και θα φύγει να υπηρετήσει σε ξένους, γνωρίζοντας ότι χάνει κάθε ελπίδα για ήσυχη και ασφαλή ζωή, ανάμεσα στους αγαπημένους της.

Περνούμε τώρα στους δύο «κωμικοτραγικούς» υπηρέτες του υποστατικού της ιστορίας μας. Η Ντουνιάσσα μιμείται ακαλαίσθητα τις αφέντρες της και δείχνει να είναι ευαίσθητη και καλομαθημένη δεσποινίδα. Γνωρίζει κατά βάθος το κίβδηλο της αριστοκρατικότητάς της και πως εν καιρώ θα καταλήξει σύζυγος άχαρου ηλικιωμένου. Ο Γιάσσα –όντας βαθιά συντηρητικός και αλαζονικός– έχει αποκτήσει βαθιές πλουτοκρατικές συνήθειες, που δε μπορεί παρά να τρέφεται με χαβιάρι στο Παρίσι. Θα προσγειωθεί απότομα όμως όταν συνειδητοποιήσει τη σταδιακή απώλεια της εξωτερικής του εμφάνισης, αλλά και του ονείρου του να γίνει μπον βιβέρ.

Η κόρη της Λιούμπα, η Άννια, κάνει συνέχεια παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή. Δεν μπορούν να κατανοήσουν πόσο ερωτευμένοι είναι, κάνοντας σαν νήπια. Οραματίζονται μαζί έναν δίκαιο κόσμο και βγάζουν κηρύγματα. Η Άννια, όμως, παρά την αισιοδοξία της και τον παιγνιώδη χαρακτήρα της, αισθάνεται ανασφάλεια, αφού νιώθει την ευθύνη να συνεφέρει την ανώριμη μητέρα της και τον θείο της. Ο Τροφίμωφ ξέρει ότι οι υψηλές ιδέες του δεν θα τον σώσουν από την ανέχεια και δεν μπορεί να ολοκληρώσει ούτε τις σπουδές του, ούτε να εκφράσει τα συναισθήματά του, ούτε να διεκδικήσει τον κόσμο που οραματίζεται με την Άννια.

Πηγή εικόνας: exlibris-oldbooks.gr

Ο γραμματέας Επιχόντωφ θυμίζει την προσωπικότητα του «Σκουντούφλη», αφού σκοντάφτει παντού και διαβάζει «φαινομενικά» τα βιβλία για να δείχνει δήθεν μορφωμένος. Γνωρίζοντας, όμως, πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, ταπεινωμένος και αδέξιος «φλερτάρει» με την αυτοκτονία.

Ο γειτονικός κτηματίας Πίστσικ είναι ενοχλητικός, μπλέκεται συνέχεια στα πόδια των ενοίκων του σπιτιού, ζητά δάνεια και τρώει ό,τι βρει στο διάβα του. Κολλημένος με το χρήμα, όμως, βρίσκεται στα όρια εμφράγματος, εφόσον φοβάται και αγωνιά διαρκώς μη χάσει την περιουσία του.

Η γκουβερνάντα Σαρλόττα μεγάλωσε σε τσίρκο και διασκεδάζει κάνοντας μαγικά. Βυθισμένη στη μοιρολατρία της νιώθει διαρκώς μόνη, ακόμα και αν περιβάλλεται από πλήθος ανθρώπων. Άρα, στην ουσία βλέπουμε ένα πρόσωπο εγκαταλελειμμένο ήδη από τα παιδικά του χρόνια να αισθάνεται μόνο και θλιβερό.

Τέλος, ο υπερήλικας υπηρέτης Φιρς, που με το ζόρι τον κρατούν τα πόδια του, ανακατεύεται σε όλα, μάλιστα όντας βαθιά μορφωμένος μιλά στους αφέντες του σαν να είναι ανήλικα, και βγάζει λόγους για τα νεότερα χρόνια του. Εν τέλει, όμως, πεθαίνει μόνος σε ένα παλιό αρχοντικό μέσα στη φτώχεια, ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται – χάνονται, μαζί με τη νιότη του. Στο φινάλε του έργου μάλιστα αναφέρει «Πέρασε η ζωή, πάει… σαν να μην την έζησα… Δεν έχεις πια δύναμη… Τίποτα δε σ’ απόμεινε…».

Ο Α. Τσέχωφ φροντίζει να καταδείξει στο έργο του την εξαθλίωση και την ηθική χαλάρωση της εποχής μέσω των χαρακτήρων του. Φυσικό επόμενο λοιπόν είναι να θεωρούνται τα έργα του «ύμνος» στις ανθρωπιστικές αξίες, αφού επεδίωκε έντονα την επιστροφή τους στις ανθρώπινες συμπεριφορές.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ, politeianet.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Τσέχοφ Άντον (1860-1904), sch.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Φωτεινή Παπαγιαννοπούλου
Φωτεινή Παπαγιαννοπούλου
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 2003. Σπουδάζει στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Κοινωνικής Εργασίας, στην Πάτρα. Την εξιτάρει η έρευνα της ανθρώπινης αντίληψης και συμπεριφοράς, αντικείμενο με το οποίο στοχεύει να ασχοληθεί. Αγαπά την αρθρογραφία, τη λογοτεχνία και τη μουσική ως τρόπους έκφρασης και δημιουργικής απασχόλησης.